Το τραύμα της εξαπάτησης
Γιατί άραγε κανείς δεν αντιδρά πια στις αντιφάσεις και τις μεταμορφώσεις του πρωθυπουργού;
Ακούγοντας τον Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ προσπάθησα να μπω στη θέση ενός ανθρώπου που τον πίστεψε. Δεν είναι και δύσκολο. Και προσπάθησα να επικεντρώσω σε αυτούς που τον πίστεψαν προσωπικά και που ένιωσαν την ακύρωση των προσδοκιών τους από τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα που ομνύει στον ριζοσπαστισμό σε ένα αλλόκοτο μνημονιακό υβρίδιο με «κάτι από Λένιν».
Παρότι η ψυχιατρικοποίηση της πολιτικής είναι κάτι αρκετά απεχθές, είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς τη σχέση της εξαπάτησης με το τραύμα και τη διαχείριση του. Ο Αλέξης Τσίπρας , το Σαββατοκύριακο της ΔΕΘ, απευθύνθηκε πολλές φορές, εμμέσως πλην σαφώς, στους ανθρώπους των οποίων οι ελπίδες ματαιώθηκαν, μοιράζοντας χανζαπλαστ για πληγές που δεν είναι απτές αλλά είναι βιωμένες.
Και δεν σκέφτομαι καν τα ζητήματα της οικονομίας και της δημοσιονομικής πολιτικής, του ΕΝΦΙΑ που δεν καταργήθηκε, της επιτροπείας που δεν εκδιώξαμε και των μισθών που δεν αυξήθηκαν, των «ξεπουλημάτων» που έγιναν επενδύσεις που θέλουμε κι όλα αυτά που εν πάση περιπτώσει τα χωνέψαμε καλά καλά μαζί με το τρίτο μνημόνιο. Είχαν ενδιαφέρον οι απαντήσεις του σε διάφορα θέματα και πρόσωπα τα οποία είχαν γίνει τα σύμβολα του κακού. Τα στίγματα της αμαρτίας. Το άλικο γράμμα.
Ένα πρώτο και προφανές; Ο Ανδρέας Γεωργίου και, κυρίως, τα νούμερα της ΕΛΣΤΑΤ. Η κυβέρνηση αποδέχεται τα νούμερα της ΕΛΣΤΑΤ, αυτό το έχουμε εμπεδώσει, όμως αναρωτιέται κανείς ακούγοντας τον Αλέξη Τσίπρα να το λέει με τη φυσικότητα της διαπίστωσης του αυτονόητου, τι θα απαντούσε αν κάποιος από τους συναδέλφους που βρίσκονταν στο Βελλίδειο αποφάσιζε να κάνει follow up και τον ρωτούσε «τι μεσολάβησε από τότε που το κόμμα σας και το κόμμα που συγκυβερνάτε έβλεπαν σκάνδαλο στους αριθμούς;». Μήπως την πατήσαμε και τελικά 2+2 δεν κάνει 5, όπως λένε στον κόσμο του γνωστού μυθιστορήματος του Όργουελ που κουραστήκαμε να τσιτάρουμε τα τελευταία χρόνια;
Μια ακόμη φυσικά αφύσικη απάντηση του, η οποία πέρασε μάλλον στα ψιλά, ήταν αυτή για τα δάνεια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ από την Αγροτική Τράπεζα. Κατά την οποία, αφού απαρίθμησε, σαν να τα έχει πολύ φρέσκα στη μνήμη του, διάφορα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, κατέληξε με την εξής καταπληκτική διαπίστωση: «Εμείς δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη λειτουργία της δημοκρατίας τα κόμματα δεν είναι επιχειρήσεις» . Τι μου λέτε; Και τότε ποιο ήταν το νόημα εκείνης της απίθανης εξεταστικής επιτροπής για τα δάνεια κομμάτων (που δεν είναι επιχειρήσεις) και ΜΜΕ (που είναι) εκτός από το να μετατρέψει τη Βουλή σε ένα μοναδικής έμπνευσης τηλεοπτικό ριάλιτι επίδειξης εξουσίας; Κι αν, όπως είπε, είναι «ηθικό ζήτημα» να γίνει γνωστό που πήγαν τα λεφτά, τότε, μιας και όλα τα κόμματα δανείζονται, ιδού πεδίο δόξης λαμπρό: που είναι η πρόταση για νομοθετική ρύθμιση για διαφάνεια για το πολιτικό χρήμα; Κάτι μου λέει ότι οι θεσμοί της επιτροπείας, οι οποίοι τον περιορίζουν, όπως λέει, στην άσκηση πολιτικής, θα το καλοδέχονταν. Όπως κι οι πολίτες που επιβαρύνθηκαν από τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.
Και τέλος, πότε αποφάσισε τη στρατηγική της σύγκλισης και με ποια λαική νομιμοποιήση επιδιώκει, ή εν πάση περιπτώσει ισχυρίζεται ότι τον ενδιαφέρει, η κεντροαριστερά; Για τη ριζοσπαστική Αριστερά η σοσιαλδημοκρατία προκαλούσε εκείνο το είδος της απέχθειας που έχεις για κάποιον με τον οποίο σε ενώνει αίμα, έστω και λίγο αίμα, την απέχθεια που έχεις για έναν κακό συγγενή σου δηλαδή. Ο Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξη του, αφού μας εξήγησε πως έχει ο ίδιος, προσωπικά, έναν βαρύνοντα ρόλο στην ευρωπαική σοσιαλδημοκρατία, στη συνέχεια κάλεσε τους Έλληνες κεντροαριστερούς να αποφασίσουν αν θα πάνε με την Δεξιά ή με την Αριστερά. Όμως ο ίδιος, όταν εκλήθη από θέση ισχύος να πάρει την απόφαση αυτή, την πήρε: διάλεξε την Δεξιά. Την βάφτισε κιόλας «πατριωτική κεντροδεξιά» για να την ξεπλύνει από τον αντισημιτισμό, τη σκληρή ομοφοβία της και τη συχνή απρέπεια των δημόσιων εκφράσεων της (και, ναι, είναι κι αυτό στοιχείο ιδεολογίας). Και μαζί με αυτή τη δεξιά λοιδόρησε τη Μεταπολίτευση με την ελκυστικότατη ρητορική των «40 ετών που μας κατέστρεψαν». Τι μεσολάβησε ξαφνικά και δηλώνει πως τον ενδιαφέρουν οι συγκλίσεις με έναν χώρο που, άλλωστε, εκ των προτέρων ανακοινώνει ότι κατέλαβε;
Επιστρέφοντας στην αρχική σκέψη: νομίζω ότι αν ήμουν από αυτούς που τον είχαν πιστέψει δεν θα θύμωνα. Είναι δύσκολο να θυμώσεις από μια γρατζουνιά όταν είναι ανοιχτό το τραύμα της εξαπάτησης και διάχυτος ο μιζεραμπιλισμός μιας χώρας που «έλα μωρέ δεν θα αλλάξει τίποτα». Αυτό άλλωστε το τελευταίο είναι κι η μεγαλύτερη «προσφορά» της ματαίωσης των υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, της «αυταπάτης», όπως την είχε αποκαλέσει ο πρωθυπουργός. Μια κοινωνία φοβερά χαμηλών προσδοκιών, που βιώνει το τραύμα σιωπηλά, πεπεισμένη ότι η ζωή δεν έχει και πολλά περιθώρια να γίνει και πολύ καλύτερη.