Φιλελευθερισμός, Αριστερά, γεμιστά και σαγιονάρες
Τα τελευταία χρόνια, παρά την υπερπαραγωγή πολιτικών αντιπαραθέσεων, φαίνεται πως έχουμε συζητήσει πολύ περισσότερο για τα γεμιστά της υπουργού παρά για εφαρμοσμένες πολιτικές, με ιδεολογικούς όρους
Παρακολουθώντας τον σχολιασμό, κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα, της ομιλίας και της συνέντευξης τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ΔΕΘ, στάθηκα σε ένα σχόλιο ενός φίλου το οποίο ξεχώρισα και επειδή δεν προέρχεται από την ίδια ιδεολογική μήτρα με τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Αφού επεσήμανε πως με τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης μπορεί κάποιος, όχι μόνο να συμφωνήσει, αλλά και να διαφωνήσει επί της ουσίας, πρόσθεσε πως «δεν γίνεται οι Έλληνες να τσακώνονται για τις σαγιονάρες του Κατρούγκαλου». Αναφερόταν βεβαίως σε ένα μόνο από τα σοσιαλμιντιακά «πανηγύρια» των τελευταίων ετών, από τα πιο ανώδυνα ίσως, πάντως ήταν σαφής: πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουμε να ξανασυγκρουόμαστε στο πεδίο της ιδεολογίας και των εφαρμοσμένων πολιτικών.
Το βασικό πλεονέκτημα της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν αυτό. Ότι αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα πράγματα, έκανε συγκεκριμένες προτάσεις, σε μια σειρά από θέματα, από την οικονομία ως την παιδεία και από τα εργασιακά ως εκλογικό νόμο και τη συνταγματική αναθεώρηση. Προτάσεις και θέσεις με τις οποίες μπορεί κανείς να βρει χώρο για σύγκλιση ή και να διαφωνήσει απολύτως και να ασκήσει κριτική ή να εξετάσει, πρακτικά, αν μπορούν να εφαρμοστούν. Και οι προτάσεις του ήταν, ναι, ιδεολογικοποιημένες, με την άνεση που του δίνει φυσικά το ότι είναι στην αντιπολίτευση και δεν κρίνεται ακόμη επί της εφαρμογής. Ήταν ένας τυπικός κεντροδεξιός φιλελεύθερος λόγος, α λα ευρωπαικά, όχι η κεντροδεξιά όπως ίσως την έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα, στην πατενταρισμένη από τον καραμανλισμό βερζιόν της (η οποία πιθανόν να έχει ορίσει, με τη σειρά της, και το ελληνικό μέτρο του νεοφιλελευθερισμού, αν κι αυτός, ας το παραδεχτούμε, συχνά αναφέρεται κυρίως σαν βρισιά).
Αν ο σκοπός του πολιτικού λόγου είναι να πάει ένα βήμα πέρα από τα βολικά, η παρουσία του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ ήταν πετυχημένη. Λίγοι στάθηκαν στο στήσιμο ή σε ατάκες αλλά πολλοί βρήκαν πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην θέση του υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων και για το αν δεν είναι επί της ουσίας ατομικές, όπως επέμεινε, άλλοι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια και τον φοιτητικό συνδικαλισμό, άλλοι επέμειναν στο αν είναι εφικτή ή όχι η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η επαναδιαπραγμάτευση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος. Και, ίσως το προσέξατε κι από την σχετική αναφορά του πρωθυπουργού, πολλοί ενεπλάκησαν σε μια ιδεολογική και πολιτικοφιλοσοφική συζήτηση για την αναφορά για τις κοινωνικές ανισότητες που είναι «στην ανθρώπινη φύση» (το οποίο, μεταξύ μας, θα το είχε αποφύγει ο Μητσοτάκης αν έλειπε από τη φράση η κακή λεξούλα «φύση»).
Από την αναφορά του πρόεδρου της ΝΔ στο πόσο απίθανο είναι να υπάρξει κάποτε απόλυτη ισότητα, κάποιοι μάντεψαν οτι ο κ. Μητσοτάκης έχει επηρεαστεί από τον Ιταλό πολιτικό και φιλόσοφο, Νορμπέρτο Μπόμπιο. Το πιο διάσημο έργο του Μπόμπιο τιτλοφορείται «Δεξιά κι Αριστερα. Σημασία κι αίτια μιας πολιτικής διάκρισης» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις). Πολύ χοντρικά, ο Μπόμπιο υποστηρίζει πως η διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς όχι μόνο δεν έχει πάψει να υφίσταται αλλά υπάρχει συνεχώς, σε πεδία αξιακά και ουσιωδώς πολιτικά, όπως το θέμα της ισότητας, την οποία βάζει στον αντίποδα της ελευθερίας. Για την Δεξιά, κατά τον Μπόμπιο, οι κοινωνικές ανισότητες δεν εξαλείφονται αλλά ευνοούν και την τάξη και την δημιουργία και ανάπτυξη των πολιτικών κοινοτήτων. Για την Αριστερά, ο σκοπός είναι η εξάλειψη ή η άμβλυνση των ανισοτήτων δια της ενίσχυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο Μπόμπιο, βάζοντας αυτή τη βασική διάκριση στα δυο άκρα μιας ράβδου, ορίζοντας δηλαδή πως τα δυο αυτά άκρα της δεν γίνεται να συνυπάρξουν ποτέ στο απόλυτο μέγεθος τους, προσδιορίζει και το πώς μετριέται η «μεσότητα», στο μείγμα της μεταξύ τους συνάντησης.
Με όλα αυτά θέλω να πω το εξής: τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουμε ζήσει μια υπερπαραγωγή πολιτικού λόγου. Τι σας έχει μείνει όμως από στιγμιότυπα και συζητήσεις; Σαρδάμ κι ελληνικούρες, χοντροκοπιές και χυδαιολογίες, γραβάτες και ποσετ, γεμιστά και μαρμελάδες, αναχρονισμοί και μαλλιοτραβήγματα επιπέδου μπουγαδοκόφινου για περασμένες δεκαετίες, επιβιώνουν ως αποτυπώματα πολιτικής αντιπαράθεσης πολύ περισσότερο από θέσεις για εργασιακά και φόρους που αλλάζουν ανά σεζόν και κάλπη, ενώ οι αντιπαραθέσεις για θέματα της καθημερινότητας ξεχνιούνται αμέσως. Αφήστε που αυτές ειδικά λίγοι τις παρακολουθούν ακόμη, μιας και πολύς κόσμος εκεί έξω δεν κάνει καν τον κόπο να ακούσει τους αιρετούς εκπροσώπους του να μιλάνε για τα θέματα που πράγματι τον αφορούν, βυθισμένος στη βαρεμάρα του «όλοι ίδιοι είναι και ποιος τους πιστεύει πια;».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κι ο Αλέξης Τσίπρας δεν είπαν τα ίδια πράγματα στη Θεσσαλονίκη, δεν χρησιμοποίησαν το ίδιο λεξιλόγιο, δεν ανέδειξαν τον εαυτό τους με τον ίδιο τρόπο. Η αλήθεια λοιπόν είναι πως δεν είναι όλοι ίδιοι και πως ο Μπόμπιο, προφανώς, είχε δίκιο που μας έλεγε πως η έννοια του πολιτικού φάσματος δεν έχει τελειώσει. Αν είναι καλοί ή κακοί δεν μας απασχολεί αυτή τη στιγμή, πάντως δεν είναι ίδιοι. Γίνονται ίδιοι, μοιάζουν ίδιοι, όταν αντιπαρατίθενται στην ατάκα που θα παίξει στο Twitter ή όταν δίνουν απλόχερα υλικό στις σατιρικές εκπομπές. Κι είναι κρίμα να καταβάλλουν τόσο μεγάλη προσπάθεια να αποδείξουν ότι είναι ίδιοι, όταν αυτό είμαστε βέβαιοι πως και στους ίδιους φαντάζει αρκετά εφιαλτικό. Θα άξιζε, ίσως, να δοκιμάσουν τα όρια και των στελεχών των κομμάτων τους και των μίντια που βολεύονται με την σοσιαλμιντιοποίηση και τον ανεπεξέργαστο πολιτικό λόγο, δοκιμάζοντας περισσότερες αντιπαραθέσεις για τα πραγματικά ζητήματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους ξεδιπλώνοντας τη δική τους ιδεολογική προσέγγιση, όχι αφηρημένα και θεωρητικά, αλλά με διαφορετικές προτάσεις εφαρμοσμένων πολιτικών. Τα μνημόνια δεν είναι μια απολύτως επαρκής δικαιολογία: αν οι «νεοφιλελεύθεροι» δανειστές μας δέχτηκαν να συνυπογράψουν την υπερφορολόγηση των Ελλήνων μάλλον τα δικά τους όρια είναι πιο χαλαρά από ότι παρουσιάζονται και τα κίνητρα τους πολύ ταπεινότερα της ιδεολογίας. Και, εν πάση περιπτώσει, ναι, κάπου έλεος με τις σαγιονάρες και τα γεμιστά πια, φτάνει.