Που βαδίζετε κύριοι;
Ήταν που ήταν η ένωση της κεντροαριστεράς κάτι σαν ανεκπλήρωτος έρωτας, με τα σενάρια καθυστερήσεων στο παρά πέντε κινδυνεύει να γίνει κάτι σαν το ανέκδοτο με τον γρύλο
«Τα φτιαξε ο Μηνάς με την Αννέτα/που τα'χε με το Δήμο τον τρελό/χώρισε ο Χρηστάκης με την Τέτα/και τα φτιαξε ξανά με την Ζωζώ/και τα έφτιαξε η Μάρη με τον Άρη και τον Χάρη/που τα είχε με την Ρένα και μετά με την Νανά/κι ο Μιχάλης με την Άννυ που τα είχε με το Γιάννη/μπερδεύτηκαν και τα φτιάξανε ξανά».
Ένα εσωτερικό αστειάκι σε κεντροαριστερές παρέες κάποτε ήταν οτί το καλύτερο σχόλιο για την κεντροαριστερά και τους καημούς της είναι το «Που βαδίζουμε κύριοι» του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Τις τελευταίες μέρες έχει αρχίσει να πέφτει η πρόταση να αντικατασταθεί με το γνωστό ανέκδοτο με τον γρύλο.
Γιατί, σαν να μην έφτανε το μακροχρόνιο σάγκα της υπόθεσης της ένωσης του κατακερματισμένου αυτού πολιτικού χώρου, σαν να μην έφτανε που οι συμπάθειες, οι αντιπάθειες, οι διασπάσεις κι οι κολλεγιές που έχουν γίνει σίριαλ με πολλούς κύκλους – χρειάζεται πλεον να είσαι μύστης για να θυμάσαι μετά βεβαιότητας ποιος είναι με ποιον – έπρεπε να φτάσει το πράγμα επιτέλους στην τελική του ευθεία για να τους προδώσουν, όχι τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί, αλλά τα προβλήματα οργάνωσης που παρατηρούνται πάντα, σαν το αργό ξημέρωμα όταν λαλούν πολλοί κοκκόροι.
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: το ζήτημα της ψηφοφορίας, ανοιχτής ή «κλειστής», ηλεκτρονικής ή μη, είναι ένα θέμα πολιτικό, όχι απλώς πρακτικό. Το αν πιστεύει κάποιος ότι πρέπει τα ουσιαστικότερα υπαρξιακά ζητήματα ενός πολιτικού φορέα να συναποφασίζονται από ανθρώπους που έχουν δεσμούς μέλους, συμμετοχής με υποχρεώσεις εκτός από δικαιώματα, μαζί με πολίτες που απλώς θέλουν να πάρουν θέση για αυτό, είναι ένα ζήτημα και ιδεολογικό, που έχει να κάνει, μεταξύ άλλων, με το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την έννοια της πολιτικής κοινότητας, της διαβούλευσης και της λογοδοσίας των κομματικών ηγετών. Το αν πιστεύει κάποιος ότι πρέπει η συμμετοχή να είναι φυσική, να δίνει δηλαδή στον ψηφοφόρο το αίσθημα της εμπραγμάτωσης, έχει να κάνει και με το πώς αντιλαμβάνεται τις «τελετουργίες» της δημοκρατικής διαδικασίας και να τις διαχωρίσει από μια απλή έκφραση προτίμησης μέσω διαδικτύου, σε μια εποχή που ο πολίτης εκφράζει καθημερινά τις προτιμήσεις του στα κοινωνικά δίκτυα, στις πλατφόρμες αξιολόγησης προιόντων και υπηρεσιών ή στα ριάλιτι σόου. Μπορεί να σας φαίνεται βαρετή η κουβέντα αυτή ή κάπως ρετρό, πάντως ανύπαρκτη ή ανούσια δεν είναι.
Εφόσον η πλειοψηφία των υποψηφίων όμως επέλεξαν να στηρίξουν τη διερεύνηση της δυνατότητας ηλεκτρονικής ψηφοφορίας αλλά και την ταυτοποίηση μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, είναι απορίας άξιον γιατί ανακοινώθηκε η ημερομηνία των εκλογών χωρίς να έχουν γίνει οι απαιτούμενες επαφές με τις εταιρείες που μπορούν να διεκπεραιώσουν το έργο αυτό και η συμφωνία με μια από αυτές.
Είναι διπλά ακατανόητο όταν έχουν προηγηθεί, πολύ πρόσφατα μάλιστα, αντίστοιχοι μπελάδες στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας. Οι οποίες μάλιστα κόστισαν ακριβώς το ίδιο ποσό που ζητάει η ίδια εταιρεία από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη για να επαναλάβει, για λογαριασμό τους αυτή τη φορά, το ίδιο ακριβώς προτζεκτ. Το ποσό όμως, ενω υπάρχει αυτή η εμπειρία, της ΝΔ, στην περίπτωση της ΔηΣυ από κάποιους σχολιάστηκε περίπου ως δυσθεώρητο. Ενώ μιλάμε για την ίδια ακριβώς υλικοτεχνική υποδομή και τις ίδιες απαιτήσεις σε προσωπικό.
Στη λίστα των ακατανόητων να προστεθεί ότι εδώ και τόσο καιρό διαβάζουμε αναλύσεις και απόψεις και αντεγκλήσεις για το θέμα αυτό οι οποίες, τελικά, φαίνεται πως δεν λάμβαναν υπόψιν τους, ότι αυτά τα πράγματα κοστίζουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Χρήματα που δεν ξέρουμε αν μπορούν να συγκεντρώσουν οι διοργανωτές των εκλογών, πάντως θα προκαλέσουν σίγουρα δυσάρεστα σχόλια όταν θα ξοδευτούν για εσωκομματικές διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν κόμματα που έχουν ζητηματάκια με τα δάνεια τους.
Ακόμη κι αν χρειαστεί να γίνουν διαδικαστικές παραχωρήσεις, η εκλογική διαδικασία αυτή πρέπει να προχωρήσει στο αρχικό χρονοδιάγραμμα της κι ό λόγος είναι πολύ απλός. Οτι έχει ήδη καθυστερήσει πολύ. Είχε γίνει η ένωση της κεντροαριστεράς κάτι σαν το γιοφύρι της Άρτας. Άπαξ και άνοιξε όμως η διαδικασία αυτή, τυχόν καθυστέρηση της θα βλάψει το εγχείρημα στην ουσία του. Δηλαδή, με όλο τον σεβασμό τους επικοινωνιολόγους και τα επιτελεία που κάνουν διάφορες εκτιμήσεις για το ποιοι υποψήφιοι θα ωφεληθούν με μια παράταση της προεκλογικής καμπάνιας τους ως τον Φεβρουάριο, αν το πράγμα πληγεί στον πυρήνα του τότε η ζημιά θα τους αγγίξει όλους ανεξαιρέτως. Γιατί ο κόσμος της κεντροαριστεράς περίμενε τόσο πολύ που κάποια στιγμή απλώς θεώρησε πως τα σενάρια ενιαίας παράταξης είναι πρακτικά ανέφικτα. Αν πάνω που τον «ζέσταναν» ξανά του πουν «αχ σόρι, θα περιμένεις λίγο ακόμη γιατί δεν είμαστε ικανοί να οργανώσουμε διαδικασία» κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα του βγει ένα δικαιολογημένο «πάλι τα ίδια, εγώ φταίω που ασχολήθηκα». Γιατί ο κεντροαριστερός χώρος πολύ άνετα αναλύεται με όρους γκομενικούς και, οκ τα νάζια στον έρωτα έχουν πλάκα, αλλά χωρίς δράση κάποτε ξενερώνει ο άνθρωπος.