Ζούμε σπουδαίες αλλαγές, περιμένουμε σπουδαιότερες
Ο πόνος όμως είναι διαφορετικός σε κάθε πονεμένο πολίτη, αλλιώς ενεργεί σε έναν υπάλληλο, αλλιώς σε έναν καθηγητή, αλλιώς σε έναν εργάτη, αλλιώς σε μια φοιτήτρια.
Πού να φανταζόμουν πως θα ξυπνούσα μια μέρα και θα έβλεπα την Αθήνα γεμάτη πονεμένους, με τον πόνο να είναι επιδημία αφάνταστου μήκους και πλάτους. Πού να φανταζόμουν την Αθήνα γεμάτη «κλινικές πόνου», με τα νοσοκομεία να έχουν ειδικά τμήματα, με τρεις γιατρούς που δεν προφταίνουν να φροντίσουν πονεμένους ανθρώπους, και με τα παυσίπονα να πωλούνται σαν στραγάλια από τα φαρμακεία.
Ο πόνος όμως είναι διαφορετικός σε κάθε πονεμένο πολίτη, αλλιώς ενεργεί σε έναν υπάλληλο, αλλιώς σε έναν καθηγητή, αλλιώς σε έναν εργάτη, αλλιώς σε μια φοιτήτρια. Η μεγάλη πλειοψηφία των πονεμένων νιώθει τον πόνο στη μέση, «ωχ, η μέση μου» κραυγάζουν οι γυναίκες, καθώς σηκώνονται από το τραπέζι. Για τον ίδιο πόνο ένας υπάλληλος ζητάει «ρεπό» και ένας αγρότης διώχνει τις μύγες από το μέτωπό του. Το περιβάλλον κάθε πονεμένου, η γυναίκα του, η μάνα του, του ζητάει να βάλει αντίσταση, να κάνει υπομονή, να αντισταθεί, αλλά και εκείνος τους φωνάζει «ελάτε στη θέση μου και τότε τα λέμε»…
Ο ίδιος ο πονεμένος καθώς συζητάει με τον εαυτό του προσπαθεί να είναι ειλικρινής και να απαντήσει στα ερωτήματα: «Βρε αδερφέ, μήπως πράγματι υπερβάλλω; Μήπως πράγματι είμαι χαϊδεμένος και ζητάω συμπαράσταση; Μήπως θα μπορούσα να ξεχάσω τον πόνο μου με εργασία;».
Ο βαριά πονεμένος, όμως, όσο προσπαθεί να σκοτώσει τον πόνο του με δραστηριότητα τόσο υποκύπτει στον πόνο και στις συνέπειες που φέρνουν αναρίθμητα παυσίπονα, όπως είναι η νύστα, ο κάματος, η παραίτηση από κάθε προσπάθεια.
Η επιδημία του πόνου που έχει εξαπλωθεί στην αθηναϊκή κοινωνία πρέπει γρήγορα να καταπολεμηθεί, όχι βέβαια με παυσίπονα αλλά με κοινωνική δραστηριότητα, που είναι έργο των κομμάτων και των αρχηγών τους, αλλά μήπως και αυτοί δεν περνάνε τις μέρες τους με «ωχ» και με παυσίπονα.
Κάτι συναρπαστικό θα έχει αυτή η χώρα για να χαμογελάσει, να σηκωθεί από την καρέκλα της και να ξεμουδιάσει τρέχοντας μέχρι την απέναντι παρέα…
Η Ελλάδα του πόνου πρέπει σύντομα να γίνει η Ελλάδα της χαράς. Δεν είναι δύσκολο να το πετύχει, φτάνει οι αρχηγοί της να σταματήσουν την γκρίνια, να βάλουν το μυαλό τους όχι να σκέφτεται τι θα πει εναντίον του αντιπάλου, αλλά πώς θα τον αγκαλιάσει αδερφικά και μαζί θα λύσουν εθνικά προβλήματα και μαζί θα διώξουν ακόμα και τον πόνο.
Το 2018 δεν επιτρέπει απογοήτευση και μουρμούρες. Περιμένει από όλους προσπάθεια, αισιοδοξία, επιθετικότητα και δίψα για αλλαγές. Όταν στην παρέα ένας κραυγάζει «πάμε, παιδιά» τότε κολλάει και ο διπλανός και ο παρά διπλανός. Η αισιοδοξία μετατρέπεται σιγά σιγά σε «επιδημία» και τότε όλα αλλάζουν, και τότε η Ελλάδα του 2018 οδηγεί στην Ελλάδα του 2021, που από το 1821 δεν το βάζει κάτω και φωνάζει «θέλω να ζήσω και θα ζήσω». Τέσσερις φορές οδηγήθηκε στον θάνατο και άλλες τόσες τα έβγαλε πέρα με τις δικές της δυνάμεις, πολύ περισσότερο σήμερα που ο πονεμένος λαός της ζει σπουδαίες αλλαγές και περιμένει ακόμα σπουδαιότερες.