«Κάν’ το όπως ο Τσίπρας»... προτρέπει η «Καθημερινή» τον Κυριάκο!
Oμολογώ ότι η «εφημερίδα του Οίκαδε», που αποσταθεροποίησε το 1922 τον μέγιστο πατριώτη Ελευθέριο Βενιζέλο με την πολεμική που ασκούσε τόσο στον ίδιο όσο και στον βενιζελισμό, γενικότερα, πυροδοτώντας τον Εθνικό Διχασμό, που δεν δίστασε να πολεμήσει ακόμη και τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή με δόλια μέσα (τα έζησα προσωπικά δίπλα στον αείμνηστο Αριστείδη Αλαφούζο) και να χλευάσει τον Αντώνη Σαμαρά, παροτρύνει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τα ελληνοτουρκικά: «Κάν’ το όπως ο Τσίπρας».
Δηλαδή... επαινεί την επαίσχυντη «Συμφωνία των Πρεσπών» και προτρέπει τον Κυριάκο να υπογράψει μια παρόμοια «Συμφωνία του Αιγαίου». Ελπίζω, έστω και την τελευταία στιγμή, ο πρωθυπουργός να αποφύγει την παγίδα του στημένου διαλόγου που απαιτούν εχθροί και σύμμαχοι και να μην υπογράψει τις φημολογούμενες «Πρέσπες του Αιγαίου»... Συγκεκριμένα, ένας εξαιρετικός συνάδελφος, μου έστειλε το κύριο άρθρο της εφημερίδας ήδη από τον Ιανουάριο του 2020, που γράφεται από τον Διευθυντή, με το οποίο συνιστά το παράδειγμα της πρωθυπουργίας Τσίπρα στη διαχείριση και αντιμετώπιση του άλυτου Μακεδονικού ζητήματος, καλώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη να το ακολουθήσει στα ελληνοτουρκικά!
«Φαίνεται ότι, εφόσον δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστεύει πως είναι δυνατή η προσπάθεια επίλυσης των διαφορών με την Αγκυρα μέσω μιας έντιμης συμφωνίας», αναφέρεται στο άρθρο της εφημερίδας, όπου στη συνέχεια προστίθεται: «Υπάρχει η εκτίμηση ότι η συμφωνία των Πρεσπών απέδειξε πως, παρά τις δυσκολίες, η κοινή γνώμη είναι έτοιμη να στηρίξει συμβιβασμούς, μάλιστα φαίνεται ότι ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πιστώθηκε τη συμφωνία των Πρεσπών ως απόδειξη ηγετικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι μια κρίσιμη μάζα της κοινής γνώμης θα εισέπραττε θετικά και μια πρωτοβουλία προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που θα έλυνε προβλήματα που χρονίζουν ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία για δεκαετίες.
Εκτιμάται, επίσης, ότι κάτι τέτοιο θα ενίσχυε και το προφίλ του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ήδη έχει αποδείξει πως είναι ένας ηγέτης με διεθνή αξιοπιστία. Και τούτο διότι, παρά τη σαφώς αρνητική άποψη που είχε για τη συμφωνία των Πρεσπών, πριν αυτή κυρωθεί και από τα δύο κοινοβούλια και αποκτήσει ισχύ διεθνούς συμφωνίας στη συνέχεια, διεμήνυσε ως αρχηγός της Ν.Δ. ότι είναι ένας παίκτης που δεν θα αμφισβητήσει τις διεθνείς συμβάσεις».
Δυστυχώς, όμως, κύκλοι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των Αθηνών, πρώην υπουργοί Εξωτερικών, διπλωμάτες επί τιμή, πολύπειροι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές και κυρίως ανόητοι διεθνολόγοι της κυβέρνησης αρθρογραφούν και μιλούν ακατάπαυστα σε ενημερωτικές εκπομπές, προβάλλοντας την άποψη ότι τα ζητήματα με την Τουρκία θα λυθούν αορίστως με μια προσφυγή στη Χάγη ή ακόμη και με διμερή διάλογο με την Τουρκία.
Ουσιαστικά, αυτοί οι τόσο σημαντικοί(;) άνθρωποι προβάλλουν απέναντι στην κατάρρευση της «στρατηγικής του κατευνασμού» που υποστήριζαν με παρρησία τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες, μια «στρατηγική του ενδοτισμού». Μια διαπραγμάτευση όπου σε όλες τις εκδοχές η Ελλάδα θα χάσει μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος της εθνικής της κυριαρχίας ή των θαλάσσιων ζωνών της.
Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί το «Oruc Reis» ως πιόνι σε μια διπλωματική σκακιέρα με στόχο να ισχυροποιήσει τις γεωπολιτικές διεκδικήσεις του εις βάρος μας, που εύστοχα ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης επισημαίνει: «Πρόκειται για συστηματική, προσβλητική και εξευτελιστική παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων». Απέναντι στη διαμορφούμενη αυτή πραγματικότητα, αξίζει να τεθεί το ερώτημα. Είμαστε ένα ένοπλο εθνικά κυρίαρχο (από γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής άποψης) κράτος;
΄Η είμαστε ένα προτεκτοράτο της Μέρκελ, που επιδιώκει να γίνουμε δορυφόρος της Τουρκίας; Η επόμενη ημέρα, με την Ελλάδα να μην έχει απαντήσει στις τουρκικές κινήσεις εισβολής και καταπάτησης κυριαρχίας, ενώ έχει διακηρύξει το αντίθετο, σημαίνει διάλογο εφ’ όλης της ύλης από θέση αδυναμίας. Ετσι, καταλήγουμε στο μοιραίο: η Τουρκία να μπορεί επισήμως να διεκδικεί τα πάντα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά εμείς να περιμένουμε τη λύση μόνο με τον διάλογο!
Δηλαδή... επαινεί την επαίσχυντη «Συμφωνία των Πρεσπών» και προτρέπει τον Κυριάκο να υπογράψει μια παρόμοια «Συμφωνία του Αιγαίου». Ελπίζω, έστω και την τελευταία στιγμή, ο πρωθυπουργός να αποφύγει την παγίδα του στημένου διαλόγου που απαιτούν εχθροί και σύμμαχοι και να μην υπογράψει τις φημολογούμενες «Πρέσπες του Αιγαίου»... Συγκεκριμένα, ένας εξαιρετικός συνάδελφος, μου έστειλε το κύριο άρθρο της εφημερίδας ήδη από τον Ιανουάριο του 2020, που γράφεται από τον Διευθυντή, με το οποίο συνιστά το παράδειγμα της πρωθυπουργίας Τσίπρα στη διαχείριση και αντιμετώπιση του άλυτου Μακεδονικού ζητήματος, καλώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη να το ακολουθήσει στα ελληνοτουρκικά!
«Φαίνεται ότι, εφόσον δημιουργηθούν οι απαραίτητες συνθήκες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστεύει πως είναι δυνατή η προσπάθεια επίλυσης των διαφορών με την Αγκυρα μέσω μιας έντιμης συμφωνίας», αναφέρεται στο άρθρο της εφημερίδας, όπου στη συνέχεια προστίθεται: «Υπάρχει η εκτίμηση ότι η συμφωνία των Πρεσπών απέδειξε πως, παρά τις δυσκολίες, η κοινή γνώμη είναι έτοιμη να στηρίξει συμβιβασμούς, μάλιστα φαίνεται ότι ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας πιστώθηκε τη συμφωνία των Πρεσπών ως απόδειξη ηγετικής ικανότητας. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι μια κρίσιμη μάζα της κοινής γνώμης θα εισέπραττε θετικά και μια πρωτοβουλία προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που θα έλυνε προβλήματα που χρονίζουν ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία για δεκαετίες.
Εκτιμάται, επίσης, ότι κάτι τέτοιο θα ενίσχυε και το προφίλ του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ήδη έχει αποδείξει πως είναι ένας ηγέτης με διεθνή αξιοπιστία. Και τούτο διότι, παρά τη σαφώς αρνητική άποψη που είχε για τη συμφωνία των Πρεσπών, πριν αυτή κυρωθεί και από τα δύο κοινοβούλια και αποκτήσει ισχύ διεθνούς συμφωνίας στη συνέχεια, διεμήνυσε ως αρχηγός της Ν.Δ. ότι είναι ένας παίκτης που δεν θα αμφισβητήσει τις διεθνείς συμβάσεις».
Δυστυχώς, όμως, κύκλοι του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των Αθηνών, πρώην υπουργοί Εξωτερικών, διπλωμάτες επί τιμή, πολύπειροι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και αναλυτές και κυρίως ανόητοι διεθνολόγοι της κυβέρνησης αρθρογραφούν και μιλούν ακατάπαυστα σε ενημερωτικές εκπομπές, προβάλλοντας την άποψη ότι τα ζητήματα με την Τουρκία θα λυθούν αορίστως με μια προσφυγή στη Χάγη ή ακόμη και με διμερή διάλογο με την Τουρκία.
Ουσιαστικά, αυτοί οι τόσο σημαντικοί(;) άνθρωποι προβάλλουν απέναντι στην κατάρρευση της «στρατηγικής του κατευνασμού» που υποστήριζαν με παρρησία τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες, μια «στρατηγική του ενδοτισμού». Μια διαπραγμάτευση όπου σε όλες τις εκδοχές η Ελλάδα θα χάσει μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος της εθνικής της κυριαρχίας ή των θαλάσσιων ζωνών της.
Ο Ερντογάν χρησιμοποιεί το «Oruc Reis» ως πιόνι σε μια διπλωματική σκακιέρα με στόχο να ισχυροποιήσει τις γεωπολιτικές διεκδικήσεις του εις βάρος μας, που εύστοχα ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης επισημαίνει: «Πρόκειται για συστηματική, προσβλητική και εξευτελιστική παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων». Απέναντι στη διαμορφούμενη αυτή πραγματικότητα, αξίζει να τεθεί το ερώτημα. Είμαστε ένα ένοπλο εθνικά κυρίαρχο (από γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής άποψης) κράτος;
΄Η είμαστε ένα προτεκτοράτο της Μέρκελ, που επιδιώκει να γίνουμε δορυφόρος της Τουρκίας; Η επόμενη ημέρα, με την Ελλάδα να μην έχει απαντήσει στις τουρκικές κινήσεις εισβολής και καταπάτησης κυριαρχίας, ενώ έχει διακηρύξει το αντίθετο, σημαίνει διάλογο εφ’ όλης της ύλης από θέση αδυναμίας. Ετσι, καταλήγουμε στο μοιραίο: η Τουρκία να μπορεί επισήμως να διεκδικεί τα πάντα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά εμείς να περιμένουμε τη λύση μόνο με τον διάλογο!