Αναξιόπιστοι ιδεολογικοί τσαρλατάνοι της Αριστεράς
Ενας ασύλληπτος κυνισμός, που έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά στην ελληνική κοινωνία, θα τερματιστεί
Το μοναδικό πλεονέκτημα που έχει απομείνει στο Μαξίμου είναι αυτό που καμία αστική πολιτική δύναμη δεν θα μπορούσε να αποκτήσει… Δηλαδή, είναι αδίστακτη στο πόσο χαμηλά μπορεί να οδηγήσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Οι αποκαλύψεις των «Παραπολιτικών» του περασμένου Σαββάτου από τη σπουδαία έρευνα του Παναγιώτη Τζένου γκρεμίζουν την οποιαδήποτε αναστολή θα μπορούσε να έχει ο πολίτης για το δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα» του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Μάλλον τίποτα στο τέλος της ημέρας, γιατί ο πολιτικός κύκλος της Αριστεράς σύντομα θα κλείσει και η φθορά θα είναι αμείλικτη για τον κ. Τσίπρα. Ετσι, ένας ασύλληπτος κυνισμός, που έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά στην ελληνική κοινωνία, θα τερματιστεί.
Ο εθισμός να αποδέχονται οι πολίτες τα πάντα, τις κωλοτούμπες, τις μεταλλάξεις χωρίς τέλος, τα χτυπήματα κάτω από τη μέση σαν αναπόσπαστα κομμάτια του πολιτικού μας πολιτισμού, σταθερά θα σβήσει, αφήνοντας περιθώριο για οράματα και τον καθαρό, ειλικρινή λόγο. Προφανώς, η αυριανή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα πώς θα κάνει πολιτική σε ένα τόσο βραχώδες και λασπωμένο ταυτόχρονα γήπεδο.
Οντως δύσκολο σταυροδρόμι, αλλά έχει ανάγκη η κοινωνία να ξεφύγει από το τέλμα. Δεν έχει πια ανάγκη η μεσαία τάξη να σύρεται στην κουλτούρα της βρώμας και να χλευάζει ως «μικροαστική ευπρέπεια» και «αποστειρωμένο καθωσπρεπισμό» αυτά που υποτίθεται ότι πρέπει να υπερασπιστεί. Aπό άκρη σε άκρη του φάσματος, η πολιτική της Αριστεράς είναι παλαιοημερολογίτικη, κολλημένη στον διεθνισμό, δηλαδή στον Iστορικό Yλισμό του μαρξισμού-λενινισμού ή της Goldman Sachs - δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
H πίκρα για την κυρίαρχη κοινωνική αδικία προφανώς θα αιωρείται καταστρέφοντας κάθε απόηχο ελπίδας στην εκτράχυνση της προεκλογικής σύγκρουσης, που έχει ξεκινήσει. Αλλά η απάντηση στον λαϊκισμό της Αριστεράς δεν είναι ασφαλώς ο λαϊκισμός του «εκσυγχρονισμού». Nηφάλια και ψύχραιμη, έως τώρα, η οργή και των θυμάτων της Αριστεράς που είχαν παρασυρθεί από τον αμοραλισμό των ψευδαισθήσεων.
Σήμερα, τα δεδομένα είναι πολύ σαφέστερα: η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εφαρμόζει ένα δεξιό ταξικό ρεβανσισμό απέναντι στους εργαζομένους και τους μικροεπιχειρηματίες, ξεπουλά τον δημόσιο πλούτο στο όνομα της «αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας», επιτίθεται στο εισόδημα και την ιδιοκτησία με υπερφορολόγηση των μικρών και απαλλαγές των μεγάλων και εφαρμόζει μια δήθεν αντιμεταρρύθμιση στο όνομα της «ευρωπαϊκής πορείας» της χώρας. Η αντιπολίτευση θα παραλάβει πραγματικό χάος και «καμένη γη».
Αν κάτι μάθαμε στον 20ό αιώνα, είναι ότι οι κοινωνίες είναι σύνθετα συστήματα, με ιστορία, άρρητους κώδικες επικοινωνίας και ετερογενείς αξίες. Ο κοινωνικός μηχανισμός όχι μόνο δεν διαθέτει πλήρη και ακλόνητη γνώση για τη ριζική κοινωνική αλλαγή, αλλά είναι μέρος της κοινωνίας που θέλει να αλλάξει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δική του αξιακή συγκρότηση και συμπεριφορά.
Αλλάζοντας επίπεδο ανάλυσης, όσοι θεωρούν τον εαυτό τους «αμόλυντο» από τις πρακτικές που υπόσχονταν να καταργήσουν, υποπίπτουν, κατ’ αναλογία, στα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ της Καμπότζης (1974-1979): η φαυλότητα συγκροτεί ένα πλέγμα αξιών -μια νοοτροπία- που κυριαρχεί.
Είναι σίγουρο ότι στην Ελλάδα γεννήθηκε η τραγωδία; Διότι, από μια κάποια απόσταση, τα πάντα φαίνονται κωμικά έως και γελοία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Για να μην παρεξηγηθώ: η διερώτηση δεν συνιστά περιφρόνηση στην αγωνία επιβίωσης που βασανίζει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό.
Για να σοβαρευτούμε, ένα μέρος της κωμωδίας έχει να κάνει και με τους «ηθικούς» τακτικισμούς του πρωθυπουργού στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Και εδώ, όντως, η κωμωδία γυρνάει σε τραγωδία - για τη χώρα. Περιμένουμε, με αγωνία, με ελπίδα. Ωστόσο, με όλα μπορεί κανείς να αστειευτεί. Εδώ, ο Δαντόν, κατασυκοφαντημένος από τον αιμοσταγή Ροβεσπιέρο το 1794, όταν ανέβαινε στο ικρίωμα της γκιλοτίνας, γύρισε και είπε στον δήμιο: «Δείξε το κεφάλι μου στον λαό, αξίζει τον κόπο». Ή δεν αστειευόταν;