«Η κυβέρνηση θα εξετάσει στη διάρκεια της νύχτας την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων και το κλείσιμο των τραπεζών τη Δευτέρα»

Αυτά ήταν τα λόγια του τότε υπουργού Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη, όχι μεταξύ στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ή σε κάποια παρέα, αλλά σε συνέντευξη στο BBC.

«Αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε απόψε με τις αρμόδιες αρχές σε Αθήνα και Φρανκφούρτη» έλεγε ο Γιάνης Βαρουφάκης, προσθέτοντας με νόημα: «Η άποψή μας είναι ότι μια νομισματική ένωση που δεν μπορεί να εγγυηθεί την λειτουργία των τραπεζών, ειδικά με το πρόσχημα ότι οι Έλληνες είχαν το θράσος να απαιτήσουν να έχουν λόγο στο μέλλον τους, συνεπάγεται τεράστια άρνηση της βασικής αρχής μιας νομισματικής ένωσης, ειδικά ανάμεσα σε δημοκρατικά κράτη-μέλη».

Το δημοψήφισμα είχε προκηρυχθεί από τα ξημερώματα του Σαββάτου και οι ουρές στα ΑΤΜ είχαν αρχίσει να ελαττώνονται, όχι γιατί αποκαταστάθηκε η ηρεμία μεταξύ των πολιτών, αλλά επειδή τα χρήματα είχαν τελειώσει μετά τον πανικό που είχε επικρατήσει από τη στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα για τις 5 Ιουλίου. Όπως έγινε αργότερα γνωστό το απόγευμα του Σαββάτου, το 50% των 5.000 ΑΤΜ της χώρας τέθηκε εκτός λειτουργίας λόγω έλλειψης μετρητών.

Ήταν το βράδυ που ο Αλέξης Τσίπρας πήρε την απόφαση να μην ανοίξουν οι τράπεζες την επόμενη μέρα φοβούμενος την αθρόα εκροή καταθέσεων από τους πανικόβλητους Έλληνες πολίτες. Θα ήταν η τελευταία πράξη του «τραπεζικού δράματος» το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο του 2014. Όπως έχει σημειώσει η Τράπεζα της Ελλάδος από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Απρίλιο του 2015 είχαν παρατηρηθεί υψηλές μηνιαίες εκροές, συνολικού ύψους 29,4 δισ. ευρώ, ένα ποσοστό το οποίο αντιστοιχούσε σε -19% του υπολοίπου καταθέσεων του Νοεμβρίου 2014). Στο τέλος Απριλίου 2015 το υπόλοιπο των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα ανερχόταν σε 128 δισ. ευρώ έναντι 232,8 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2009.

Η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου συντάχθηκε το βράδυ της και δημοσιεύτηκε τα ξημερώματα της 29ης Ιουνίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι τράπεζες προχώρησαν σε αργία έως τις 20 Ιουλίου και το Χρηματιστήριο Αθηνών παρέμεινε κλειστό ως τις 3 Αυγούστου.

Οι πολίτες στην πρώτη φάση των κεφαλαιακών ελέγχων δεν μπορούσαν να πάρουν από τις τράπεζες περισσότερα από 60 ευρώ την ημέρα, με τους περισσότερους να φτάνουν στα ΑΤΜ λίγο πριν τις 12 τα μεσάνυχτα και μετά την αλλαγή της ημέρας να κάνουν και τη δεύτερη ανάληψη. Αν μια ημέρα δεν εισέπρατταν το ποσό, δεν είχαν το δικαίωμα να λάβουν την επομένη το διπλάσιο. Δεν μπορούσαν να μεταφέρουν χρήματα στο εξωτερικό, να αγοράζουν μετοχές, ομόλογα ή αμοιβαία κεφάλαια, να ανοίξουν νέους τραπεζικούς λογαριασμούς, να πραγματοποιήσουν από καταστήματα του εξωτερικού ηλεκτρονικές αγορές έργων τέχνης, κοσμημάτων, ειδών ένδυσης, υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού, ηλεκτρονικών ειδών, καλλυντικών κ.ά.

Οι επιπτώσεις

Η μειωμένη ρευστότητα, το αυξημένο κόστος, αλλά και η γραφειοκρατική διαδικασία στην οποία υποβάλλονταν οι ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να πραγματοποιήσουν εισαγωγές προϊόντων ή πρώτων υλών. Οι επιπτώσεις αυτές αποτελούσαν καθημερινό βαρίδι για τις επιχειρήσεις. Oι εξαγωγές μειώθηκαν από 26,2 δισ. ευρώ σε 21,9 δισ. και οι εισαγωγές από 47,1 σε 36,4 δισ. ευρώ σε μια διετία. Επλήγησαν κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Πολλαπλασιάστηκαν τα λουκέτα, έχασαν τη δουλειά τους χιλιάδες άνθρωποι, εξαϋλώθηκε η μετοχική αξία των τραπεζών (40 δισ. ευρώ), υπέστησαν ζημιά το Δημόσιο και οι μικρομέτοχοί τους και επωμίστηκαν μεγάλο βάρος οι φορολογούμενοι, μειώθηκαν οι εισπράξεις από τη ναυτιλία, δέχθηκε πλήγμα το Χρηματιστήριο Αθηνών κ.ά.