Η ιταλική εισβολή, το τελεσίγραφο και το ηρωικό «ΟΧΙ»
Το έγκληµα της Τήνου (στις 15 Αυγούστου του 1940) είχε ως αποτέλεσµα, για να µην πω έκανε το θαύµα, να δηµιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα µια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου πείστηκαν πως έναν µόνο αδυσώπητο εχθρό έχει η Ελλάδα: την Ιταλία. Και πως θα ήταν προτιµότερο να αντιµετωπιστεί ο εχθρός µε ανδρισµό, παρά να υποχωρήσει το ελληνικό έθνος µπροστά σε έναν εχθρό που δεν δίσταζε να µεταχειρίζεται τέτοια µέσα», γράφει στα αποµνηµονεύµατά του µε τίτλο «ii Principio della fi ne» («Στην αρχή του τέλους») ο τότε Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, Εµανουέλε Γκράτσι... Κι έτσι είναι. Με την απρόκλητη και θρασύδειλη επίθεση στο νησί της Παναγιάς και τον τορπιλισµό της «Ελλης», η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι είχε προσβάλει και το θρησκευτικό και το πατριωτικό συναίσθηµα του ελληνικού λαού.
Το ότι η Ιταλία θα επιχειρούσε εισβολή στην Ελλάδα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα ήταν από καιρό κοινή πεποίθηση για τους Ελληνες. Την ακριβή ηµεροµηνία την αγνοούσαν. Οµως, η αντίστροφη µέτρηση είχε ήδη αρχίσει... Και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουµε µε κάποιες αξιοµνηµόνευτες λεπτοµέρειες το χρονικό εκείνων των ηµερών του ιστορικού Οκτώβρη, που κατέληξε στο ιταµό τελεσίγραφο ότι «ξεκινά ιταλική εισβολή στην Ελλάδα», και το «Οχι» που βγήκε από τα χείλη του Ιωάννη Μεταξά και που ήταν παλλαϊκό, όπως αποδείχτηκε έµπρακτα στα πεδία των µαχών στο αλβανικό έπος των Ελλήνων.
Τρίτη 15 Οκτωβρίου 1940: Ο Ντούτσε Μπενίτο Μουσολίνι συγκαλεί στη Ρώµη Πολεµικό Συµβούλιο. Ολόκληρο το πρακτικό εκείνης της συνεδρίασης είναι καταγεγραµµένο στο προαναφερθέν βιβλίο του Γκράτσι και ξεκινά ως εξής: ΝΤΟΥΤΣΕ (παίρνει πρώτος τον λόγο): Σκοπός της συσκέψεως είναι να καθορισθούν αι λεπτοµέρειαι της κρίσεως την οποίαν, γενικώς ειπείν, απεφάσισα να αναλάβω κατά της Ελλάδος. Η δράσις αυτή, εις µίαν πρώτην φάσιν, δέον να έχη αντικειµενικούς σκοπούς και ναυτικούς και χερσαίους.
Οι εδαφικοί σκοποί είναι να καταλάβωµεν τούτο µεν ολόκληρον την έναντι των Ιονίων νήσων ακτήν, ως και τας νήσους αυτάς (Ζάκυνθον, Κεφαλληνίαν, Κέρκυραν), τούτο δε την Θεσσαλονίκην. Οταν εκπληρώσωµεν τους σκοπούς αυτούς, θα έχω µεν βελτιώσει τας έναντι των Αγγλων θέσεις µας εις την Μεσόγειον. Η δευτέρα φάσις, µεταγενέστερα, ή και σύγχρονος προς την προηγουµένην, είναι η κατάληψις ολοκλήρου της Ελλάδος, ίνα τεθή αυτή εκτός µάχης και ίνα βεβαιωθώµεν ότι καθ’ οιανδήποτε περίπτωσιν θα παραµείνη εις τον πολιτικοοικονοµικόν µας χώρο. Αφού καθόρισα ούτω το ζήτηµα, απεφάσισα και την ηµεροµηνίαν, η οποία κατά την γνώµην µου δεν δύναται να βραδύνη ούτε επί µίαν ώραν: την 26ην του παρόντος µηνός.
Την επιχείρησιν αυτήν την ωρίµασα εις την σκέψιν µου από µακρών µηνών, πριν ακόµη και από την συµµετοχήν µας εις τον πόλεµον, πριν ακόµη και από την έκρηξιν του πολέµου... Τετάρτη 23 Οκτωβρίου: Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρώµη, Ιωάννης Πολίτης, ενηµερώνει µε τηλεγράφηµά του τον πρωθυπουργό ότι η εισβολή είχε προσδιοριστεί για το διάστηµα ανάµεσα στις 25 και 28 του µήνα. Ετσι, κατά την κρίσιµη στιγµή (ώρα 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου), τα διατάγµατα της επιστράτευσης του ναυτικού, της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κήρυξης της αεροπορίας σε εµπόλεµη κατάσταση, της ανάληψης της γενικής αρχηγίας των Ενόπλων ∆υνάµεων από τον βασιλιά Γεώργιο, του διορισµού του Αλέξανδρου Παπάγου ως αρχιστράτηγου των δυνάµεων ξηράς και όλα τα παρεπόµενα ήταν έτοιµα και απλώς υπογράφτηκαν από τα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου.
Στην Ηπειρο, η 8η Μεραρχία γνώριζε ακόµα και τη «διαδροµή» που οι Ιταλοί στρατηγοί είχαν επιλέξει! Πορεία προς τα Ιωάννινα και όχι προς τη Φλώρινα και τη Θεσσαλονίκη, επειδή αυτήν την είχαν αφήσει στη Βουλγαρία, καθώς οι επιτελείς του Μουσολίνι πίστευαν ότι οι Βούλγαροι θα εισέβαλλαν ταυτόχρονα µε τους Ιταλούς. Οι Ελληνες γνώριζαν πολύ καλά ότι, τουλάχιστον εκείνη τη στιγµή, από τους Βούλγαρους δεν κινδύνευαν και σχεδίασαν µια σειρά από εκπλήξεις που αποδείχτηκαν οδυνηρές για τους εισβολείς. Ακόµα, είχαν εκπονήσει σχέδιο µεταφοράς δυνάµεων από τα ελληνοβουλγαρικά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Εφαρµόστηκε αµέσως µόλις εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση...
ΝΥΧΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 26 προς 27 Οκτωβρίου: Ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Εµανουέλε Γκράτσι, έδινε δεξίωση στην πρεσβεία µε σκοπό «την αναθέρµανση των σχέσεων φιλίας που ενώνουν τους δύο λαούς». Στη δεξίωση όλα έδειχναν να κυλούν οµαλά. Πάνω στο τραπέζι, εκτός από σηµαίες της Ελλάδας και της Ιταλίας, είχε τοποθετηθεί µια τούρτα που έγραφε «Viva La Grecia» («Ζήτω η Ελλάς»).
Το «παρών» έδωσε όλη η υψηλή αθηναϊκή κοινωνία, εκτός φυσικά από τον πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, αν και καλεσµένος, προτίµησε ευλόγως να µην παραβρεθεί. Ωστόσο, επί της ουσίας, η ατµόσφαιρα µόνο γιορτινή δεν ήταν.
Κυριακή 27 Οκτωβρίου: Το βράδυ, ο Γκράτσι παίζει µπριτζ στην οικία Βλαστού (γνωστή ως «έπαυλις Ατλαντίς»), πίνει το ποτό του και λέει ανέκδοτα µε τους παρευρισκοµένους. Τα µεσάνυχτα επιστρέφει στην επίσηµη κατοικία του, στο κτίριο της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, όπου ειδοποιεί να φτάσουν επειγόντως ο στρατιωτικός του ακόλουθος και ο επίσηµος διερµηνέας του. Ο Αλβανός Ντεσάντο.
∆ευτέρα 28 Οκτωβρίου, ώρα 2.50. Κηφισιά. Γωνία ∆αγκλή και Κεφαλληνίας: Το υπ’ αριθµόν ∆.Σ. 75 αυτοκίνητο της ιταλικής πρεσβείας φθάνει έξω από την έπαυλη του Μεταξά. Ο σκοπός χωροφύλακας βλέπει τον Ιταλό πρεσβευτή και τον συνοδό του, οι οποίοι του δηλώνουν ότι πρέπει να συναντηθούν αµέσως µε τον Ελληνα πρωθυπουργό.
Ο χωροφύλακας ειδοποιεί τον υπαξιωµατικό της υπηρεσίας, ο οποίος, µε τη σειρά του, κτυπά επιµόνως το κουδούνι της πίσω εισόδου, επί της οδού Κεφαλληνίας. Καµία απάντηση. Ο πρέσβης επιµένει. Ο υπαξιωµατικός ξυπνά αµέσως τον αρχιφύλακα, ενωµοτάρχη Τραυλό. Εκείνος καλεί από το υπηρεσιακό τηλέφωνο. Απαντά ο Μεταξάς. Ο ενωµοτάρχης τον ενηµερώνει ότι ο πρεσβευτής της Γαλλίας -έχει γίνει σύγχυση µε τα χρώµατα της σηµαίας του αυτοκινήτου- ζητεί επειγόντως να τον συναντήσει. Ο Μεταξάς ανοίγει ο ίδιος την πόρτα υπηρεσίας και δέχεται τον Γκράτσι. Τον οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Ιταλός πρεσβευτής παραδίδει έναν µεγάλο φάκελο στον πρωθυπουργό, ο οποίος αρχίζει να διαβάζει το περιεχόµενό του. Είναι το τελεσίγραφο: «... Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγµατοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύµατα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καµφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου». – Κύριε πρόεδρε, έχω εντολή να σας ανακοινώσω ότι εις περίπτωσιν µη αποδοχής των όρων, τους οποίους ανεγνώσατε, τα ιταλικά στρατεύµατα θα εισβάλουν εις την Ελλάδα την έκτην πρωινήν, επισηµαίνει ο Γκράτσι. Ο Μεταξάς σηκώνεται, λέγοντας: – Κύριε πρέσβη, το περιεχόµενον του τελεσιγράφου και ο τρόπος κατά τον οποίον µου επεδόθη σηµαίνουν κήρυξιν πολέµου εκ µέρους της Ιταλίας.
Ο Γκράτσι τον διακόπτει: – Αν δώσητε διαταγήν εις τα στρατεύµατά σας να αφήσουν εις τα ιταλικά ελευθέραν την δίοδον... – ∆εν πρόκειται να δώσω καµµίαν διαταγήν εις τα στρατεύµατά µας να αφήσουν εις τα ιταλικά ελευθέραν την δίοδον. Αλλά, προσέξατε… Και αν ακόµη επρόκειτο να την δώσω -που δεν θα την δώσω-, η ώρα είναι τρεις και µισή.
Πρέπει να ενδυθώ, να κατέβω εις τας Αθήνας, να εξυπνήσω τον βασιλέα, ο οποίος είναι εις το Τατόι, να φέρω τον υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Επιτελείου, οι οποίοι όλοι κοιµούνται, να εξυπνήσω στρατιωτικούς, υπαλλήλους, τηλεγραφητάς και να κατορθώσω να φθάση η απόφασίς µας προ της έκτης πρωινής εις τα προκεχωρηµένα φυλάκια των συνόρων µας. Αυτό πρακτικώς είναι αδύνατον.
Σας το λέγω όχι διά να νοµίσετε ότι θα έδιδα ποτέ µια τοιούτου είδους διαταγήν, αλλά διά να εννοήσετε ότι γνωρίζω ότι η Ιταλία, µη καταλιπούσα ουδεµίαν εκλογήν µεταξύ συρράξεως και ειρήνης, κηρύσσει εις την Ελλάδα τον πόλεµον, του απαντά ο Ελληνας πρωθυπουργός και, θέλοντας να του δώσει να καταλάβει πως η συνέντευξη τελείωσε, καταλήγει: Alors, c’ est la guerre («Λοιπόν, αυτό είναι πόλεµος»). Αυτή είναι, λοιπόν, σύµφωνα µε έγκυρα ιστορικά κείµενα, η καταληκτική φράση που είπε ο Ιωάννης Μεταξάς στον Εµανουέλε Γκράτσι.
Ο Γκράτσι υποκλίθηκε και, χωρίς να δοθεί καµία χειραψία, αποχώρησε. Ο ίδιος «εξοµολογείται» στα αποµνηµονεύµατά του: «Ενιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Ελληνα πρωθυπουργό και έφυγα µε το κεφάλι σκυµµένο»...
ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας υπάρχει η εξής εγγραφή στο προσωπικό ηµερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά: «Νύκτα στις τρες µε ξυπνούν, ο Τραυλός. Ερχεται ο Grazzi - πόλεµος! -Ζητώ αµέσως Νικολούδη, Μαυρουδή. -Αναφέρω Βασιλέα. -Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθειαν Αγγλίας. -Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συµβούλιον. Ολοι πιστοί, και Μαυρουδής. -Ολοι, πλην Κύρου. -Βασιλεύς. Περιφορά µαζί του. Φανατισµός του λαού αφάνταστος. -Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου. -Βοµβαρδισµοί. Σειρήνες. -Αρχίζουµε και τακτοποιούµεθα. Ο Θεός βοηθός!».
Στις 5 το πρωί, κατά τα συµφωνηθέντα στις τηλεφωνικές συνοµιλίες του πρωθυπουργού, πρώτα µε τον βασιλέα Γεώργιο και ακολούθως µε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, συγκαλείται το Υπουργικό Συµβούλιο προκειµένου να εκδοθούν τα απαραίτητα διατάγµατα (Γενικής Επιστράτευσης κ.λπ.), ώστε να τεθεί η χώρα σε κατάσταση πολέµου. Αξιοσηµείωτη είναι η µαρτυρία του τότε υπουργού ∆ιοικήσεως Πρωτευούσης (και ιστορικού δηµάρχου Αθηναίων), Κώστα Κοτζιά, όπως καταγράφεται σε κείµενό του: «Οταν ετέθησαν τα ∆ιατάγµατα προς υπογραφήν, κατά παράβασιν της αρχής να υπογράφη ο πρωθυπουργός τελευταίος, εζήτησε να υπογράψη πρώτος. Επήρε την πένναν, έκαµε τον σταυρόν του και είπε: Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα...».
Το ότι η Ιταλία θα επιχειρούσε εισβολή στην Ελλάδα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα ήταν από καιρό κοινή πεποίθηση για τους Ελληνες. Την ακριβή ηµεροµηνία την αγνοούσαν. Οµως, η αντίστροφη µέτρηση είχε ήδη αρχίσει... Και έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουµε µε κάποιες αξιοµνηµόνευτες λεπτοµέρειες το χρονικό εκείνων των ηµερών του ιστορικού Οκτώβρη, που κατέληξε στο ιταµό τελεσίγραφο ότι «ξεκινά ιταλική εισβολή στην Ελλάδα», και το «Οχι» που βγήκε από τα χείλη του Ιωάννη Μεταξά και που ήταν παλλαϊκό, όπως αποδείχτηκε έµπρακτα στα πεδία των µαχών στο αλβανικό έπος των Ελλήνων.
Τρίτη 15 Οκτωβρίου 1940: Ο Ντούτσε Μπενίτο Μουσολίνι συγκαλεί στη Ρώµη Πολεµικό Συµβούλιο. Ολόκληρο το πρακτικό εκείνης της συνεδρίασης είναι καταγεγραµµένο στο προαναφερθέν βιβλίο του Γκράτσι και ξεκινά ως εξής: ΝΤΟΥΤΣΕ (παίρνει πρώτος τον λόγο): Σκοπός της συσκέψεως είναι να καθορισθούν αι λεπτοµέρειαι της κρίσεως την οποίαν, γενικώς ειπείν, απεφάσισα να αναλάβω κατά της Ελλάδος. Η δράσις αυτή, εις µίαν πρώτην φάσιν, δέον να έχη αντικειµενικούς σκοπούς και ναυτικούς και χερσαίους.
Οι εδαφικοί σκοποί είναι να καταλάβωµεν τούτο µεν ολόκληρον την έναντι των Ιονίων νήσων ακτήν, ως και τας νήσους αυτάς (Ζάκυνθον, Κεφαλληνίαν, Κέρκυραν), τούτο δε την Θεσσαλονίκην. Οταν εκπληρώσωµεν τους σκοπούς αυτούς, θα έχω µεν βελτιώσει τας έναντι των Αγγλων θέσεις µας εις την Μεσόγειον. Η δευτέρα φάσις, µεταγενέστερα, ή και σύγχρονος προς την προηγουµένην, είναι η κατάληψις ολοκλήρου της Ελλάδος, ίνα τεθή αυτή εκτός µάχης και ίνα βεβαιωθώµεν ότι καθ’ οιανδήποτε περίπτωσιν θα παραµείνη εις τον πολιτικοοικονοµικόν µας χώρο. Αφού καθόρισα ούτω το ζήτηµα, απεφάσισα και την ηµεροµηνίαν, η οποία κατά την γνώµην µου δεν δύναται να βραδύνη ούτε επί µίαν ώραν: την 26ην του παρόντος µηνός.
Την επιχείρησιν αυτήν την ωρίµασα εις την σκέψιν µου από µακρών µηνών, πριν ακόµη και από την συµµετοχήν µας εις τον πόλεµον, πριν ακόµη και από την έκρηξιν του πολέµου... Τετάρτη 23 Οκτωβρίου: Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρώµη, Ιωάννης Πολίτης, ενηµερώνει µε τηλεγράφηµά του τον πρωθυπουργό ότι η εισβολή είχε προσδιοριστεί για το διάστηµα ανάµεσα στις 25 και 28 του µήνα. Ετσι, κατά την κρίσιµη στιγµή (ώρα 5.30 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου), τα διατάγµατα της επιστράτευσης του ναυτικού, της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, της κήρυξης της αεροπορίας σε εµπόλεµη κατάσταση, της ανάληψης της γενικής αρχηγίας των Ενόπλων ∆υνάµεων από τον βασιλιά Γεώργιο, του διορισµού του Αλέξανδρου Παπάγου ως αρχιστράτηγου των δυνάµεων ξηράς και όλα τα παρεπόµενα ήταν έτοιµα και απλώς υπογράφτηκαν από τα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου.
Στην Ηπειρο, η 8η Μεραρχία γνώριζε ακόµα και τη «διαδροµή» που οι Ιταλοί στρατηγοί είχαν επιλέξει! Πορεία προς τα Ιωάννινα και όχι προς τη Φλώρινα και τη Θεσσαλονίκη, επειδή αυτήν την είχαν αφήσει στη Βουλγαρία, καθώς οι επιτελείς του Μουσολίνι πίστευαν ότι οι Βούλγαροι θα εισέβαλλαν ταυτόχρονα µε τους Ιταλούς. Οι Ελληνες γνώριζαν πολύ καλά ότι, τουλάχιστον εκείνη τη στιγµή, από τους Βούλγαρους δεν κινδύνευαν και σχεδίασαν µια σειρά από εκπλήξεις που αποδείχτηκαν οδυνηρές για τους εισβολείς. Ακόµα, είχαν εκπονήσει σχέδιο µεταφοράς δυνάµεων από τα ελληνοβουλγαρικά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Εφαρµόστηκε αµέσως µόλις εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση...
ΝΥΧΤΑ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 26 προς 27 Οκτωβρίου: Ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Εµανουέλε Γκράτσι, έδινε δεξίωση στην πρεσβεία µε σκοπό «την αναθέρµανση των σχέσεων φιλίας που ενώνουν τους δύο λαούς». Στη δεξίωση όλα έδειχναν να κυλούν οµαλά. Πάνω στο τραπέζι, εκτός από σηµαίες της Ελλάδας και της Ιταλίας, είχε τοποθετηθεί µια τούρτα που έγραφε «Viva La Grecia» («Ζήτω η Ελλάς»).
Το «παρών» έδωσε όλη η υψηλή αθηναϊκή κοινωνία, εκτός φυσικά από τον πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, αν και καλεσµένος, προτίµησε ευλόγως να µην παραβρεθεί. Ωστόσο, επί της ουσίας, η ατµόσφαιρα µόνο γιορτινή δεν ήταν.
Κυριακή 27 Οκτωβρίου: Το βράδυ, ο Γκράτσι παίζει µπριτζ στην οικία Βλαστού (γνωστή ως «έπαυλις Ατλαντίς»), πίνει το ποτό του και λέει ανέκδοτα µε τους παρευρισκοµένους. Τα µεσάνυχτα επιστρέφει στην επίσηµη κατοικία του, στο κτίριο της ιταλικής πρεσβείας στην Αθήνα, όπου ειδοποιεί να φτάσουν επειγόντως ο στρατιωτικός του ακόλουθος και ο επίσηµος διερµηνέας του. Ο Αλβανός Ντεσάντο.
∆ευτέρα 28 Οκτωβρίου, ώρα 2.50. Κηφισιά. Γωνία ∆αγκλή και Κεφαλληνίας: Το υπ’ αριθµόν ∆.Σ. 75 αυτοκίνητο της ιταλικής πρεσβείας φθάνει έξω από την έπαυλη του Μεταξά. Ο σκοπός χωροφύλακας βλέπει τον Ιταλό πρεσβευτή και τον συνοδό του, οι οποίοι του δηλώνουν ότι πρέπει να συναντηθούν αµέσως µε τον Ελληνα πρωθυπουργό.
Ο χωροφύλακας ειδοποιεί τον υπαξιωµατικό της υπηρεσίας, ο οποίος, µε τη σειρά του, κτυπά επιµόνως το κουδούνι της πίσω εισόδου, επί της οδού Κεφαλληνίας. Καµία απάντηση. Ο πρέσβης επιµένει. Ο υπαξιωµατικός ξυπνά αµέσως τον αρχιφύλακα, ενωµοτάρχη Τραυλό. Εκείνος καλεί από το υπηρεσιακό τηλέφωνο. Απαντά ο Μεταξάς. Ο ενωµοτάρχης τον ενηµερώνει ότι ο πρεσβευτής της Γαλλίας -έχει γίνει σύγχυση µε τα χρώµατα της σηµαίας του αυτοκινήτου- ζητεί επειγόντως να τον συναντήσει. Ο Μεταξάς ανοίγει ο ίδιος την πόρτα υπηρεσίας και δέχεται τον Γκράτσι. Τον οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Ιταλός πρεσβευτής παραδίδει έναν µεγάλο φάκελο στον πρωθυπουργό, ο οποίος αρχίζει να διαβάζει το περιεχόµενό του. Είναι το τελεσίγραφο: «... Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγµατοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύµατα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καµφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου». – Κύριε πρόεδρε, έχω εντολή να σας ανακοινώσω ότι εις περίπτωσιν µη αποδοχής των όρων, τους οποίους ανεγνώσατε, τα ιταλικά στρατεύµατα θα εισβάλουν εις την Ελλάδα την έκτην πρωινήν, επισηµαίνει ο Γκράτσι. Ο Μεταξάς σηκώνεται, λέγοντας: – Κύριε πρέσβη, το περιεχόµενον του τελεσιγράφου και ο τρόπος κατά τον οποίον µου επεδόθη σηµαίνουν κήρυξιν πολέµου εκ µέρους της Ιταλίας.
Ο Γκράτσι τον διακόπτει: – Αν δώσητε διαταγήν εις τα στρατεύµατά σας να αφήσουν εις τα ιταλικά ελευθέραν την δίοδον... – ∆εν πρόκειται να δώσω καµµίαν διαταγήν εις τα στρατεύµατά µας να αφήσουν εις τα ιταλικά ελευθέραν την δίοδον. Αλλά, προσέξατε… Και αν ακόµη επρόκειτο να την δώσω -που δεν θα την δώσω-, η ώρα είναι τρεις και µισή.
Πρέπει να ενδυθώ, να κατέβω εις τας Αθήνας, να εξυπνήσω τον βασιλέα, ο οποίος είναι εις το Τατόι, να φέρω τον υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Επιτελείου, οι οποίοι όλοι κοιµούνται, να εξυπνήσω στρατιωτικούς, υπαλλήλους, τηλεγραφητάς και να κατορθώσω να φθάση η απόφασίς µας προ της έκτης πρωινής εις τα προκεχωρηµένα φυλάκια των συνόρων µας. Αυτό πρακτικώς είναι αδύνατον.
Σας το λέγω όχι διά να νοµίσετε ότι θα έδιδα ποτέ µια τοιούτου είδους διαταγήν, αλλά διά να εννοήσετε ότι γνωρίζω ότι η Ιταλία, µη καταλιπούσα ουδεµίαν εκλογήν µεταξύ συρράξεως και ειρήνης, κηρύσσει εις την Ελλάδα τον πόλεµον, του απαντά ο Ελληνας πρωθυπουργός και, θέλοντας να του δώσει να καταλάβει πως η συνέντευξη τελείωσε, καταλήγει: Alors, c’ est la guerre («Λοιπόν, αυτό είναι πόλεµος»). Αυτή είναι, λοιπόν, σύµφωνα µε έγκυρα ιστορικά κείµενα, η καταληκτική φράση που είπε ο Ιωάννης Μεταξάς στον Εµανουέλε Γκράτσι.
Ο Γκράτσι υποκλίθηκε και, χωρίς να δοθεί καµία χειραψία, αποχώρησε. Ο ίδιος «εξοµολογείται» στα αποµνηµονεύµατά του: «Ενιωσα ντροπή. Με ευλάβεια υποκλίθηκα στον Ελληνα πρωθυπουργό και έφυγα µε το κεφάλι σκυµµένο»...
ΑΜΕΣΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας υπάρχει η εξής εγγραφή στο προσωπικό ηµερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά: «Νύκτα στις τρες µε ξυπνούν, ο Τραυλός. Ερχεται ο Grazzi - πόλεµος! -Ζητώ αµέσως Νικολούδη, Μαυρουδή. -Αναφέρω Βασιλέα. -Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθειαν Αγγλίας. -Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συµβούλιον. Ολοι πιστοί, και Μαυρουδής. -Ολοι, πλην Κύρου. -Βασιλεύς. Περιφορά µαζί του. Φανατισµός του λαού αφάνταστος. -Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου. -Βοµβαρδισµοί. Σειρήνες. -Αρχίζουµε και τακτοποιούµεθα. Ο Θεός βοηθός!».
Στις 5 το πρωί, κατά τα συµφωνηθέντα στις τηλεφωνικές συνοµιλίες του πρωθυπουργού, πρώτα µε τον βασιλέα Γεώργιο και ακολούθως µε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, συγκαλείται το Υπουργικό Συµβούλιο προκειµένου να εκδοθούν τα απαραίτητα διατάγµατα (Γενικής Επιστράτευσης κ.λπ.), ώστε να τεθεί η χώρα σε κατάσταση πολέµου. Αξιοσηµείωτη είναι η µαρτυρία του τότε υπουργού ∆ιοικήσεως Πρωτευούσης (και ιστορικού δηµάρχου Αθηναίων), Κώστα Κοτζιά, όπως καταγράφεται σε κείµενό του: «Οταν ετέθησαν τα ∆ιατάγµατα προς υπογραφήν, κατά παράβασιν της αρχής να υπογράφη ο πρωθυπουργός τελευταίος, εζήτησε να υπογράψη πρώτος. Επήρε την πένναν, έκαµε τον σταυρόν του και είπε: Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα...».