Πολυτεχνείο 1995: Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα;
Ο Νοέμβρης του 1973 και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στάθηκε αφορμή εκτός του να βγει ο κόσμος στους δρόμους κατά χιλιάδες, εκφράζοντας ουσιαστικά μετά από επτά χρόνια πλήρους σκοταδισμού, την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, η ευκαιρία για κάποιους από τους βασικούς πρωταγωνιστές εκείνης της εποχής, να δημιουργήσουν πολιτικές καριέρες.
Για να μην είμαστε ολιστικοί, κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών, πήραν την απόφαση να αποσυρθούν διακριτικά χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς να προσπαθήσουν να μετουσιώσουν σε πολιτική εκμετάλλευση την παρουσία τους στα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί ακόμα μετακόμισαν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο και αν μερίδα του κόσμου επιχειρηματολογεί για το αντίθετο, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είτε ευθέως είτε υποσυνείδητα στάθηκε το σημείο αναφοράς για ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Από το 1974 και ύστερα όλες οι πορείες ανεξαιρέτως, κάποιες ειρηνικές και κάποιες οι οποίες συνοδεύτηκαν από ταραχές μικρής και πολύ μεγάλης κλίμακας, συγκέντρωναν την προσοχή τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και του απλού κόσμου.
Βρισκόμαστε λοιπόν στην 22η επέτειο από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και πιο συγκεκριμένα στις 17 Νοεμβρίου 1995. Η ημέρα είναι Παρασκευή και λίγες ημέρες πριν (14 Νοεμβρίου) έχει προηγηθεί η μεγάλη εξέγερση στις φυλακές του Κορυδαλλού που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον ενός κρατουμένου και τον τραυματισμό πολλών ακόμα ύστερα από τρεις μέρες επεισοδίων και συγκρούσεων με τα ΜΑΤ.
Μετά την ολοκλήρωση της καθιερωμένης πορείας που καταλήγει στην Αμερικάνικη πρεσβεία, στην Βασιλίσσης Σοφίας, μια ομάδα περίπου 150 ατόμων επιστρέφουν στο Πολυτεχνείο ή δεν ακολουθούν καν την πορεία και εκμεταλλευόμενοι το πανεπιστημιακό άσυλο ξεκινούν βίαια επεισόδια με τα ΜΑΤ. Καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας οι συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις είναι ιδιαίτερα βίαιες και οι ολονύχτιες συγκρούσεις πέριξ του κτηρίου μεταδίδονται για πρώτη φορά ζωντανά στις οθόνες εκατομμυρίων τηλεθεατών. Όταν η κατάσταση δείχνει πως έχει ήδη ξεφύγει από τον έλεγχο των Πρυτανικών αρχών, γίνεται η πρώτη προσπάθεια για άρση του ασύλου, ώστε οι αστυνομικές δυνάμεις να εισέλθουν στο Πολυτεχνείο και να βγάλουν τους καταληψίες οι οποίοι όσο η ώρα περνάει αυξάνονται.
Υπενθυμίζεται πως την εποχή εκείνη, η άρση του ασύλου δεν είναι απλή υπόθεση καθώς χρειάζεται να συγκληθεί και να συνεδριάσει η πενταμελής επιτροπή ασύλου υπό τον Πρύτανη, Νίκο Μαρκάτο. Τελικά παρά τις αντιξοότητες των συνθηκών η επιτροπή συνεδριάζει και αρχικά δίνει το πράσινο φως στα ΜΑΤ να εισέλθουν στον χώρο του ιδρύματος.
Πολύ γρήγορα όμως, φοβούμενοι μάλλον πως θα προκληθεί μακελειό αφού οι καταληψίες έχουν ξεπεράσει τους 600, παίρνει πίσω την απόφασή της, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή, όσοι βρίσκονται μέσα στο Πολυτεχνείο θα φύγουν μόνοι τους. Τα τελεσίγραφα των πρυτανικών αρχών και της ΕΛ.ΑΣ. διαδέχεται το ένα το άλλο επικρατώντας σύγχυση και αναποφασιστικότητα. Ταυτόχρονα ο χώρος του Πολυτεχνείου έχει μετατραπεί σε κανονικό ορμητήριο αντιεξουσιαστών οι οποίοι έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στον χώρο του ιδρύματος με αποκορύφωμα τα κτήρια της Πρυτανείας , της Ανωτάτης Σχολής καλών Τεχνών, των Μηχανολόγων και των Πολιτικών Μηχανικών. Αμφιθέατρα και εργαστήρια καταστρέφονται ολοσχερώς ενώ πολλά αντικείμενα αφαιρούνται από τα εργαστήρια. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ομάδες αντιεξουσιαστών βγαίνουν στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου και καίνε ελληνικές σημαίες.
Τελικά, Στις 8 το πρωί της επόμενης μέρας, 18 Νοεμβρίου δίνεται η εντολή για εισβολή των αστυνομικών δυνάμεων, από τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Σήφη Βαλυράκη, αφού είχε εκπνεύσει και το τελευταίο τελεσίγραφο των αρχών, μετά από 14 ώρες σκληρών επεισοδίων. Η ΕΛ.ΑΣ. προχώρησε σε πάνω από 600 προσαγωγές και 423 συλλήψεις για την μεταφορά των οποίων χρειάστηκαν πάνω από 20 κλούβες. Σύμφωνα με την καταγραφή της αστυνομίας οι 85 από τους συλληφθέντες ήταν ανήλικοι. Ακόμη υπήρχαν 66 φοιτητές, 42 σπουδαστές, 96 άνεργοι, 54 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 24 ελεύθεροι επαγγελματίες, 17 εργάτες, 6 δημόσιοι υπάλληλοι, 3 στρατιώτες. Δύο από τους προσαχθέντες ήταν αλλοδαποί.
Η πολιτεία ποτέ δεν έδωσε την δέουσα προσοχή για κάποιους από τους συλληφθέντες. Τουλάχιστον τρεις από τους συλληφθέντες που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στον «Επαναστατικό Αγώνα», συμμετείχαν στα γεγονότα του 1995. Ο Σαράντος Νικητόπουλος ήταν 17χρονος μαθητής, ο Νίκος Μαζιώτης ήταν 24χρονος άεργος και η Παναγιώτα Ρούπα ήταν τότε 26χρονη ιδιωτική υπάλληλος, αλλά και ο Λάμπρος Φούντας, που έπεσε νεκρός μετά από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Δάφνη, ήταν τότε 20χρονος φοιτητής.
Εκεί παραβρίσκονταν και άλλοι, ύποπτοι σήμερα για συμμετοχή στην οργάνωση. Στην ίδια λίστα συλληφθέντων η Ασφάλεια ανακάλυψε τους 17χρονους και 18χρονους εμπλεκομένους στην υπόθεση των «ληστών με τα μαύρα», που έδρασαν την περίοδο 2003-2006, όπως και άλλους τέσσερις που έχουν κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια για εμπρηστικές επιθέσεις, κλοπή οπλισμού και άλλες ενέργειες.
Σήμερα, το πιο πιθανό σενάριο είναι πως οι περισσότεροι από τους τότε συλληφθέντες, από τους οποίους η μεγαλύτερη μερίδα αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από μερικές μέρες, να έχουν οικογένειες, και να έχουν δημιουργήσει την δική τους μικροαστική καθημερινότητα και μάλλον τα γεγονότα του 1995 μοιάζουν με μια παλιά «αταξία» των παιδικών τους χρόνων. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα (;).
Για να μην είμαστε ολιστικοί, κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών, πήραν την απόφαση να αποσυρθούν διακριτικά χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς να προσπαθήσουν να μετουσιώσουν σε πολιτική εκμετάλλευση την παρουσία τους στα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πολλοί ακόμα μετακόμισαν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όσο και αν μερίδα του κόσμου επιχειρηματολογεί για το αντίθετο, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είτε ευθέως είτε υποσυνείδητα στάθηκε το σημείο αναφοράς για ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Από το 1974 και ύστερα όλες οι πορείες ανεξαιρέτως, κάποιες ειρηνικές και κάποιες οι οποίες συνοδεύτηκαν από ταραχές μικρής και πολύ μεγάλης κλίμακας, συγκέντρωναν την προσοχή τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και του απλού κόσμου.
Βρισκόμαστε λοιπόν στην 22η επέτειο από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και πιο συγκεκριμένα στις 17 Νοεμβρίου 1995. Η ημέρα είναι Παρασκευή και λίγες ημέρες πριν (14 Νοεμβρίου) έχει προηγηθεί η μεγάλη εξέγερση στις φυλακές του Κορυδαλλού που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον ενός κρατουμένου και τον τραυματισμό πολλών ακόμα ύστερα από τρεις μέρες επεισοδίων και συγκρούσεων με τα ΜΑΤ.
Μετά την ολοκλήρωση της καθιερωμένης πορείας που καταλήγει στην Αμερικάνικη πρεσβεία, στην Βασιλίσσης Σοφίας, μια ομάδα περίπου 150 ατόμων επιστρέφουν στο Πολυτεχνείο ή δεν ακολουθούν καν την πορεία και εκμεταλλευόμενοι το πανεπιστημιακό άσυλο ξεκινούν βίαια επεισόδια με τα ΜΑΤ. Καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας οι συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις είναι ιδιαίτερα βίαιες και οι ολονύχτιες συγκρούσεις πέριξ του κτηρίου μεταδίδονται για πρώτη φορά ζωντανά στις οθόνες εκατομμυρίων τηλεθεατών. Όταν η κατάσταση δείχνει πως έχει ήδη ξεφύγει από τον έλεγχο των Πρυτανικών αρχών, γίνεται η πρώτη προσπάθεια για άρση του ασύλου, ώστε οι αστυνομικές δυνάμεις να εισέλθουν στο Πολυτεχνείο και να βγάλουν τους καταληψίες οι οποίοι όσο η ώρα περνάει αυξάνονται.
Υπενθυμίζεται πως την εποχή εκείνη, η άρση του ασύλου δεν είναι απλή υπόθεση καθώς χρειάζεται να συγκληθεί και να συνεδριάσει η πενταμελής επιτροπή ασύλου υπό τον Πρύτανη, Νίκο Μαρκάτο. Τελικά παρά τις αντιξοότητες των συνθηκών η επιτροπή συνεδριάζει και αρχικά δίνει το πράσινο φως στα ΜΑΤ να εισέλθουν στον χώρο του ιδρύματος.
Πολύ γρήγορα όμως, φοβούμενοι μάλλον πως θα προκληθεί μακελειό αφού οι καταληψίες έχουν ξεπεράσει τους 600, παίρνει πίσω την απόφασή της, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή, όσοι βρίσκονται μέσα στο Πολυτεχνείο θα φύγουν μόνοι τους. Τα τελεσίγραφα των πρυτανικών αρχών και της ΕΛ.ΑΣ. διαδέχεται το ένα το άλλο επικρατώντας σύγχυση και αναποφασιστικότητα. Ταυτόχρονα ο χώρος του Πολυτεχνείου έχει μετατραπεί σε κανονικό ορμητήριο αντιεξουσιαστών οι οποίοι έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτες ζημιές στον χώρο του ιδρύματος με αποκορύφωμα τα κτήρια της Πρυτανείας , της Ανωτάτης Σχολής καλών Τεχνών, των Μηχανολόγων και των Πολιτικών Μηχανικών. Αμφιθέατρα και εργαστήρια καταστρέφονται ολοσχερώς ενώ πολλά αντικείμενα αφαιρούνται από τα εργαστήρια. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ομάδες αντιεξουσιαστών βγαίνουν στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου και καίνε ελληνικές σημαίες.
Τελικά, Στις 8 το πρωί της επόμενης μέρας, 18 Νοεμβρίου δίνεται η εντολή για εισβολή των αστυνομικών δυνάμεων, από τον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, Σήφη Βαλυράκη, αφού είχε εκπνεύσει και το τελευταίο τελεσίγραφο των αρχών, μετά από 14 ώρες σκληρών επεισοδίων. Η ΕΛ.ΑΣ. προχώρησε σε πάνω από 600 προσαγωγές και 423 συλλήψεις για την μεταφορά των οποίων χρειάστηκαν πάνω από 20 κλούβες. Σύμφωνα με την καταγραφή της αστυνομίας οι 85 από τους συλληφθέντες ήταν ανήλικοι. Ακόμη υπήρχαν 66 φοιτητές, 42 σπουδαστές, 96 άνεργοι, 54 ιδιωτικοί υπάλληλοι, 24 ελεύθεροι επαγγελματίες, 17 εργάτες, 6 δημόσιοι υπάλληλοι, 3 στρατιώτες. Δύο από τους προσαχθέντες ήταν αλλοδαποί.
Η πολιτεία ποτέ δεν έδωσε την δέουσα προσοχή για κάποιους από τους συλληφθέντες. Τουλάχιστον τρεις από τους συλληφθέντες που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στον «Επαναστατικό Αγώνα», συμμετείχαν στα γεγονότα του 1995. Ο Σαράντος Νικητόπουλος ήταν 17χρονος μαθητής, ο Νίκος Μαζιώτης ήταν 24χρονος άεργος και η Παναγιώτα Ρούπα ήταν τότε 26χρονη ιδιωτική υπάλληλος, αλλά και ο Λάμπρος Φούντας, που έπεσε νεκρός μετά από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Δάφνη, ήταν τότε 20χρονος φοιτητής.
Εκεί παραβρίσκονταν και άλλοι, ύποπτοι σήμερα για συμμετοχή στην οργάνωση. Στην ίδια λίστα συλληφθέντων η Ασφάλεια ανακάλυψε τους 17χρονους και 18χρονους εμπλεκομένους στην υπόθεση των «ληστών με τα μαύρα», που έδρασαν την περίοδο 2003-2006, όπως και άλλους τέσσερις που έχουν κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια για εμπρηστικές επιθέσεις, κλοπή οπλισμού και άλλες ενέργειες.
Σήμερα, το πιο πιθανό σενάριο είναι πως οι περισσότεροι από τους τότε συλληφθέντες, από τους οποίους η μεγαλύτερη μερίδα αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από μερικές μέρες, να έχουν οικογένειες, και να έχουν δημιουργήσει την δική τους μικροαστική καθημερινότητα και μάλλον τα γεγονότα του 1995 μοιάζουν με μια παλιά «αταξία» των παιδικών τους χρόνων. Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα (;).