Πενήντα χρόνια φαγούρα: Η επεισοδιακή σχέση της Βρετανίας με την Ευρώπη
Στις 31 Ιανουαρίου 2020, όταν το ρολόι δείξει 23:00 (ώρα Βρετανίας), το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την ΕΕ των «28». Μια ιστορική στιγμή, χωρίς αμφιβολία, καθώς είναι η πρώτη χώρα που εγκαταλείπει το κοινό ευρωπαϊκό όραμα ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό.
Η αποχώρηση έρχεται μετά το δημοψήφισμα του 2016, το οποίο αποφάσισε να διοργανώσει ο τότε συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Ο ίδιος παραιτήθηκε μόλις κέρδισε το «όχι» στην ΕΕ, για να αναλάβει η Τερέζα Μέι. Εκείνη άντεξε 3 χρόνια στην πρωθυπουργία και αποχώρησε με δάκρυα στα μάτια, καθώς δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή των Κοινοτήτων το σχέδιο «διαζυγίου» που έφερε από τις Βρυξέλλες.
Ο ευρωσκεπτικιστής Μπόρις Τζόνσον που την διαδέχθηκε είχε ένα άλλο σχέδιο. Κυρίως όμως αντιλήφθηκε έγκαιρα την κούραση των συμπολιτών του από μία υπόθεση που έγινε σίριαλ και έκανε σημαία του το Brexit με κάθε κόστος. Και τα κατάφερε σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα.
Το τι θα συμβεί στη συνέχεια, είναι μια άλλη ιστορία.
Μιλώντας για Ιστορία: Η σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας με το ευρωπαϊκό όραμα έχει περάσει από σαράντα κύματα.
Η πρώτη φορά που το Λονδίνο χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης ήταν το 1961, τέσσερα χρόνια μετά την Ιδρυτική Διακήρυξη.
Δυστυχώς για τους Βρετανούς, την πόρτα άνοιξε ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ. Ο πατέρας της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας έβαλε βέτο στην αίτηση του 1963 και του 1967, λέγοντας ότι οι Βρετανοί δεν έχουν καμία αληθινή αγάπη για την Ευρώπη.
Η πόρτα έκλεισε κυριολεκτικά στα μούτρα των Βρετανών.
Περισσότερες ελπίδες δημιουργήθηκαν όταν ο Ντε Γκωλ παραιτήθηκε και την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας ανέλαβε ο Ζορζ Πομπιντού. Η νέα αίτηση έγινε το 1969 και η Βρετανία μπήκε στην Κοινή Αγορά (όπως λεγόταν τότε) την 1η Ιανουαρίου 1973. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ ήταν εκείνος που έβαλε την υπογραφή του.
Στο Εργατικό Κόμμα υπήρχαν σφοδρές αντιδράσεις, αλλά όχι από όλους. Το 1974 οι Εργατικοί ήρθαν στην εξουσία και υποσχέθηκαν «αναδιαπραγμάτευση» με την Ευρώπη και δημοψήφισμα. Δεν πέτυχαν καμία αλλαγή, αλλά το δημοψήφισμα έγινε το 1975. Οι Βρετανοί ψήφισαν να μείνουν.
Η επόμενη ταραχή στη σχέση Λονδίνου-Βρυξελλών ήρθε τη δεκαετία του 1980, τότε που στην εξουσία βρισκόταν η συντηρητική Μάργκαρετ Θάτσερ. Αν και η ίδια είχε στηρίξει την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ως πρωθυπουργός δεν έχανε την ευκαιρία να τσακωθεί.
Το 1984, για παράδειγμα, ζητούσε τα χρήματά της πίσω. Γιατί ο Βρετανός να πληρώνει τις αγροτικές επιδοτήσεις για τους Έλληνες ή τους Γάλλους; Εκείνη την περίοδο το 70% του προϋπολογισμού της ΕΟΚ πήγαινε στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και οι Βρετανοί ελάχιστα κέρδιζαν.
Πάντως το 1986 η Θάτσερ υπέγραψε μαζί με τους 12 (πλέον) της Ευρώπης την λεγόμενη Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη με την οποία αναθεωρήθηκε η Συνθήκη της Ρώμης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Αυτό έγινε για να δοθεί νέα ώθηση στο όραμα και για να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά έως την 1η Ιανουαρίου 1993.
Τροποποιήθηκαν επίσης οι κανόνες λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων και διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε πολλούς τομείς πολιτικής. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη άνοιξε το δρόμο της πολιτικής ολοκλήρωσης και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, που κατοχυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Νέα σύννεφα εμφανίστηκαν το 1988, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί την υπερ-κυριαρχία των Βρυξελλών στη λήψη αποφάσεων. Για πολλούς εκείνο ήταν το κομβικό σημείο για τα όσα θα ακολουθούσαν. Για άλλους, η Θάτσερ απλώς υπερασπιζόταν μια εκδοχή του ευρωπαϊκού οράματος: Συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών.
Στην δύση της πρωθυπουργίας της η Θάτσερ έγραψε ιστορία με τον γνωστό λόγο που εκφώνησε στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Όχι, όχι, όχι» απαντούσε στον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και στο σχέδιό του για ενοποίηση.
Το 1992 υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση. Με αυτήν δημιουργήθηκε η ΕΕ και έμπαιναν οι βάσεις για το κοινό νόμισμα, την ΕΚΤ, την κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, το κοινοτικό δίκαιο.
Στην πρωθυπουργία ήταν ο Τζον Μέιτζορ, ο άνθρωπος που διαδέχθηκε την Θάτσερ. Πάλευε με τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του και τις Βρυξέλλες για να εξασφαλίσει «εξαιρέσεις» για τη Βρετανία. Η πλειοψηφία του στη Βουλή των Κοινοτήτων ήταν ισχνή. Εξίσου ισχνά και τα αποτελέσματα των προσπαθειών του. Ήταν η εποχή που ο ευρωσκεπτικισμός έμπαινε για τα καλά στην πολιτική ατζέντα του Συντηρητικού Κόμματος. Θα παρέμενε εκεί μέχρι το Brexit.
H επόμενη κακή στιγμή ήρθε με την «Μαύρη Τετάρτη» της 16ης Σεπτεμβρίου 1992, όταν η Βρετανία αναγκάστηκε να αποσύρει τη λίρα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.
Είχαν προηγηθεί τα κερδοσκοπικά παιχνίδια (με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Σόρος) που θεωρούσαν δεδομένο ότι η λίρα δεν θα αντέξει να παραμείνει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ισοτιμιών. Η κυβέρνηση Μέιτζορ έριξε δισεκατομμύρια για να στηρίξει τη λίρα, αλλά η ήττα ήταν μεγαλειώδης και η κατρακύλα του εθνικού νομίσματος πρωτοφανής. Η δυσπιστία για τα ευρωπαϊκά οράματα φούντωσε ακόμα περισσότερο.
Έτσι, την 1η Ιανουαρίου 2002 που μπήκε σε κυκλοφορία το ευρώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, απλώς αδιαφόρησαν.
Το 2004 η ΕΕ απέκτησε δέκα νέα μέλη, μεταξύ αυτών η Κύπρος. Τότε μπήκε στη ζωή όλων η θεωρία του «Πολωνού υδραυλικού»: Εκατομμύρια πολίτες από χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης απέκτησαν το δικαίωμα να ζήσουν το δικό τους όνειρο σε χώρες με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και καλύτερους μισθούς. Πολλοί βρέθηκαν στην Βρετανία.
Για τον Εργατικό Τόνι Μπλερ που ήταν στην πρωθυπουργία, όλο αυτό ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα. Δεν είχε όμως την ίδια άποψη ο ευρωσκεπτικιστής πολιτικός του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ, που έβλεπε «εισβολή» και απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας. Ναι, τότε μπήκε για τα καλά στην πολιτική ζωή της χώρας ο Φάρατζ…
Στις 13 Δεκεμβρίου 2007 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έδωσε εξουσίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το έθεσε σε ισότιμη βάση με το Συμβούλιο Υπουργών όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων.
Αν και εξαφανίστηκε ο όρος «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» από τη Συνθήκη, διατηρήθηκαν οι περισσότερες θεσμικές καινοτομίες που είχαν συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπως η θέση προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο ‘Υπατος Εκπρόσωπος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, η δυνατότητα της ΕΕ να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες κλπ.
Ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, έφτασε καθυστερημένος στην πορτογαλική πρωτεύουσα για την υπογραφή και την έβαλε μόνος του. Βολικό να βρεθεί μακριά από τις κάμερες...
Το 2013 στην πρωθυπουργία ήταν ο συντηρητικός Ντέβιντ Κάμερον. Σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του, δεσμεύθηκε να «αναδιαπραγματευθεί» τη σχέση της χώρας του με την ΕΕ. Τίποτα δεν είχε μάθει από παλαιότερους πρωθυπουργούς που έδωσαν τέτοια υπόσχεση...
Όταν προφανέστατα απέτυχε, ανακοίνωσε στους συμπολίτες του ότι θα τους δώσει το δικαίωμα να αποφασίσουν οι ίδιοι για το αν θέλουν να είναι στην ΕΕ. Κοινώς: Δημοψήφισμα. Με αυτή την υπόσχεση κέρδισε τις εκλογές του 2015. Στη συνέχεια, αναγκάστηκε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του. Και όταν οι συμπολίτες του ψήφισαν Brexit, ο Κάμερον παραιτήθηκε.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Η αποχώρηση έρχεται μετά το δημοψήφισμα του 2016, το οποίο αποφάσισε να διοργανώσει ο τότε συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Ο ίδιος παραιτήθηκε μόλις κέρδισε το «όχι» στην ΕΕ, για να αναλάβει η Τερέζα Μέι. Εκείνη άντεξε 3 χρόνια στην πρωθυπουργία και αποχώρησε με δάκρυα στα μάτια, καθώς δεν κατάφερε να περάσει από τη Βουλή των Κοινοτήτων το σχέδιο «διαζυγίου» που έφερε από τις Βρυξέλλες.
Ο ευρωσκεπτικιστής Μπόρις Τζόνσον που την διαδέχθηκε είχε ένα άλλο σχέδιο. Κυρίως όμως αντιλήφθηκε έγκαιρα την κούραση των συμπολιτών του από μία υπόθεση που έγινε σίριαλ και έκανε σημαία του το Brexit με κάθε κόστος. Και τα κατάφερε σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα.
Το τι θα συμβεί στη συνέχεια, είναι μια άλλη ιστορία.
Μιλώντας για Ιστορία: Η σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας με το ευρωπαϊκό όραμα έχει περάσει από σαράντα κύματα.
Η πρώτη φορά που το Λονδίνο χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης ήταν το 1961, τέσσερα χρόνια μετά την Ιδρυτική Διακήρυξη.
Δυστυχώς για τους Βρετανούς, την πόρτα άνοιξε ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ. Ο πατέρας της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας έβαλε βέτο στην αίτηση του 1963 και του 1967, λέγοντας ότι οι Βρετανοί δεν έχουν καμία αληθινή αγάπη για την Ευρώπη.
Η πόρτα έκλεισε κυριολεκτικά στα μούτρα των Βρετανών.
Περισσότερες ελπίδες δημιουργήθηκαν όταν ο Ντε Γκωλ παραιτήθηκε και την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας ανέλαβε ο Ζορζ Πομπιντού. Η νέα αίτηση έγινε το 1969 και η Βρετανία μπήκε στην Κοινή Αγορά (όπως λεγόταν τότε) την 1η Ιανουαρίου 1973. Ο συντηρητικός πρωθυπουργός Έντουαρντ Χιθ ήταν εκείνος που έβαλε την υπογραφή του.
Στο Εργατικό Κόμμα υπήρχαν σφοδρές αντιδράσεις, αλλά όχι από όλους. Το 1974 οι Εργατικοί ήρθαν στην εξουσία και υποσχέθηκαν «αναδιαπραγμάτευση» με την Ευρώπη και δημοψήφισμα. Δεν πέτυχαν καμία αλλαγή, αλλά το δημοψήφισμα έγινε το 1975. Οι Βρετανοί ψήφισαν να μείνουν.
Η επόμενη ταραχή στη σχέση Λονδίνου-Βρυξελλών ήρθε τη δεκαετία του 1980, τότε που στην εξουσία βρισκόταν η συντηρητική Μάργκαρετ Θάτσερ. Αν και η ίδια είχε στηρίξει την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ως πρωθυπουργός δεν έχανε την ευκαιρία να τσακωθεί.
Το 1984, για παράδειγμα, ζητούσε τα χρήματά της πίσω. Γιατί ο Βρετανός να πληρώνει τις αγροτικές επιδοτήσεις για τους Έλληνες ή τους Γάλλους; Εκείνη την περίοδο το 70% του προϋπολογισμού της ΕΟΚ πήγαινε στην Κοινή Αγροτική Πολιτική και οι Βρετανοί ελάχιστα κέρδιζαν.
Πάντως το 1986 η Θάτσερ υπέγραψε μαζί με τους 12 (πλέον) της Ευρώπης την λεγόμενη Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη με την οποία αναθεωρήθηκε η Συνθήκη της Ρώμης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Αυτό έγινε για να δοθεί νέα ώθηση στο όραμα και για να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά έως την 1η Ιανουαρίου 1993.
Τροποποιήθηκαν επίσης οι κανόνες λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων και διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε πολλούς τομείς πολιτικής. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη άνοιξε το δρόμο της πολιτικής ολοκλήρωσης και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, που κατοχυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Νέα σύννεφα εμφανίστηκαν το 1988, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί την υπερ-κυριαρχία των Βρυξελλών στη λήψη αποφάσεων. Για πολλούς εκείνο ήταν το κομβικό σημείο για τα όσα θα ακολουθούσαν. Για άλλους, η Θάτσερ απλώς υπερασπιζόταν μια εκδοχή του ευρωπαϊκού οράματος: Συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών.
Στην δύση της πρωθυπουργίας της η Θάτσερ έγραψε ιστορία με τον γνωστό λόγο που εκφώνησε στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Όχι, όχι, όχι» απαντούσε στον τότε πρόεδρο της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και στο σχέδιό του για ενοποίηση.
Το 1992 υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ για την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση. Με αυτήν δημιουργήθηκε η ΕΕ και έμπαιναν οι βάσεις για το κοινό νόμισμα, την ΕΚΤ, την κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, το κοινοτικό δίκαιο.
Στην πρωθυπουργία ήταν ο Τζον Μέιτζορ, ο άνθρωπος που διαδέχθηκε την Θάτσερ. Πάλευε με τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του και τις Βρυξέλλες για να εξασφαλίσει «εξαιρέσεις» για τη Βρετανία. Η πλειοψηφία του στη Βουλή των Κοινοτήτων ήταν ισχνή. Εξίσου ισχνά και τα αποτελέσματα των προσπαθειών του. Ήταν η εποχή που ο ευρωσκεπτικισμός έμπαινε για τα καλά στην πολιτική ατζέντα του Συντηρητικού Κόμματος. Θα παρέμενε εκεί μέχρι το Brexit.
H επόμενη κακή στιγμή ήρθε με την «Μαύρη Τετάρτη» της 16ης Σεπτεμβρίου 1992, όταν η Βρετανία αναγκάστηκε να αποσύρει τη λίρα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών.
Είχαν προηγηθεί τα κερδοσκοπικά παιχνίδια (με πρωταγωνιστή τον Τζορτζ Σόρος) που θεωρούσαν δεδομένο ότι η λίρα δεν θα αντέξει να παραμείνει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ισοτιμιών. Η κυβέρνηση Μέιτζορ έριξε δισεκατομμύρια για να στηρίξει τη λίρα, αλλά η ήττα ήταν μεγαλειώδης και η κατρακύλα του εθνικού νομίσματος πρωτοφανής. Η δυσπιστία για τα ευρωπαϊκά οράματα φούντωσε ακόμα περισσότερο.
Έτσι, την 1η Ιανουαρίου 2002 που μπήκε σε κυκλοφορία το ευρώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, απλώς αδιαφόρησαν.
Το 2004 η ΕΕ απέκτησε δέκα νέα μέλη, μεταξύ αυτών η Κύπρος. Τότε μπήκε στη ζωή όλων η θεωρία του «Πολωνού υδραυλικού»: Εκατομμύρια πολίτες από χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης απέκτησαν το δικαίωμα να ζήσουν το δικό τους όνειρο σε χώρες με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και καλύτερους μισθούς. Πολλοί βρέθηκαν στην Βρετανία.
Για τον Εργατικό Τόνι Μπλερ που ήταν στην πρωθυπουργία, όλο αυτό ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα. Δεν είχε όμως την ίδια άποψη ο ευρωσκεπτικιστής πολιτικός του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ, που έβλεπε «εισβολή» και απώλειες χιλιάδων θέσεων εργασίας. Ναι, τότε μπήκε για τα καλά στην πολιτική ζωή της χώρας ο Φάρατζ…
Στις 13 Δεκεμβρίου 2007 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία έδωσε εξουσίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το έθεσε σε ισότιμη βάση με το Συμβούλιο Υπουργών όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων.
Αν και εξαφανίστηκε ο όρος «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» από τη Συνθήκη, διατηρήθηκαν οι περισσότερες θεσμικές καινοτομίες που είχαν συμφωνηθεί στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπως η θέση προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο ‘Υπατος Εκπρόσωπος για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, η δυνατότητα της ΕΕ να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες κλπ.
Ο τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, έφτασε καθυστερημένος στην πορτογαλική πρωτεύουσα για την υπογραφή και την έβαλε μόνος του. Βολικό να βρεθεί μακριά από τις κάμερες...
Το 2013 στην πρωθυπουργία ήταν ο συντηρητικός Ντέβιντ Κάμερον. Σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του, δεσμεύθηκε να «αναδιαπραγματευθεί» τη σχέση της χώρας του με την ΕΕ. Τίποτα δεν είχε μάθει από παλαιότερους πρωθυπουργούς που έδωσαν τέτοια υπόσχεση...
Όταν προφανέστατα απέτυχε, ανακοίνωσε στους συμπολίτες του ότι θα τους δώσει το δικαίωμα να αποφασίσουν οι ίδιοι για το αν θέλουν να είναι στην ΕΕ. Κοινώς: Δημοψήφισμα. Με αυτή την υπόσχεση κέρδισε τις εκλογές του 2015. Στη συνέχεια, αναγκάστηκε να υλοποιήσει την υπόσχεσή του. Και όταν οι συμπολίτες του ψήφισαν Brexit, ο Κάμερον παραιτήθηκε.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.