Ισαάκ Μιζάν: Ο Ελληνας που έζησε το Αουσβιτς
Ο 93χρονος Ισαάκ Μιζάν, που γλύτωσε από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος, μιλά στα «Παραπολιτικά» με δάκρυα στα μάτια για όλα όσα βίωσε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Το έγκλημα δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, ούτε μπορεί να επαναληφθεί σε τέτοια έκταση και διάσταση. Οι λέξεις περισσεύουν μπροστά στη φρίκη του Ολοκαυτώματος των 6 εκατομμυρίων Εβραίων, το οποίο σχεδιάστηκε και μεθοδεύτηκε από τους ναζί τον Ιανουάριο του 1942 στο Βανζέ του Βερολίνου.
Το μεγαλύτερο κολαστήριο παγκοσμίως, το οποίο επισκέφθηκαν στις αρχές της εβδομάδας ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά της συζύγου του, Μαρέβας, είναι το Αουσβιτς, με 1,5 εκατομμύριο νεκρούς. Στα στρατόπεδα εξόντωσης μεταφέρονταν ημερησίως κατά χιλιάδες οι Εβραίοι από όλη την Ευρώπη.
Ο 16χρονος με αριθμό βραχίονα «182641» ήταν μεταξύ των 351 Εβραίων από την Αρτα που ανέβηκε το 1943 στο καμιόνι του θανάτου και επέστρεψε τον Αύγουστο του 1944 έχοντας περάσει από το Αουσβιτς, το Μπέργκεν - Μπέλσεν και άλλα κέντρα εξόντωσης. Ο 93χρονος σήμερα Ισαάκ Μιζάν με μια από τις αδελφές του ήταν από εκείνους που γλύτωσαν.
Οι γονείς του και οι άλλες τρεις αδελφές του δεν τα κατάφεραν. Στο προαύλιο του πολωνικού στρατοπέδου, οι Γερμανοί χάραξαν στο αριστερό του μπράτσο το νέο του όνομα: «182641».
ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ
Στα λίγα που καταφέρνει να πει στα «Παραπολιτικά» με μεγάλη συγκίνηση είναι τα εξής: «Μας κατεβάσανε απ’ τα βαγόνια και, αφού μας ξεχώρισαν σε άνδρες και γυναίκες, μας πήγαν κατευθείαν στους θαλάμους. Μας χτυπούσαν συνεχώς για να συντομεύουμε.
Πρώτα μας κοίταξε ένας γιατρός των Ες-Ες για να δει ποιοι από μας μπορούσαμε να δουλέψουμε στις γραμμές παραγωγής. Τους πιο αδύναμους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαιναν κατευθείαν στους φούρνους... Ανάμεσα στους άνδρες έβαζαν μωρά, για να γίνεται πιο γρήγορα η καύση». Και συνεχίζει κομπιάζοντας: «Την ώρα που ξεχωρίσανε τον πατέρα μου από μένα, πάω στον Γερμανό και λέω “εγώ είμαι μικρός και θέλω να πάω μαζί με τον πατέρα μου”. Με έδιωξε αμέσως. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναείδα ούτε τους γονείς ούτε τις αδελφές μου».
Η καθημερινότητά του ήταν ανατριχιαστική: «Ξυπνούσαμε κάθε μέρα στις 5 το πρωί και, αν προλαβαίναμε, πίναμε λίγο τσάι. Διαφορετικά, νερό. Μετά μας έριχναν στα εργοστάσια έως τις 6 με 7 το απόγευμα». Είναι πολύ δύσκολο από συγκίνηση να συνεχίσει: «Δεν περνά μέρα που να μην τα σκέφτομαι.
Που να μη βλέπω τα κοριτσάκια να τα πηγαίνουν με τις μανάδες τους στα κρεματόρια... Ολοι πιστεύαμε ότι κάποια στιγμή δεν θα γυρίσει κανείς πίσω κι έτσι μας ήταν αδιάφορη η ζωή». Πριν από μερικά χρόνια εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στον τόπο του μαρτυρίου του. Δεν τα κατάφερε, όπως κι οι περισσότεροι από τους επιζώντες.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Από τα στοιχεία της ιστορικής έρευνας προκύπτει ότι στη διάρκεια της επιχείρησης «Τελική Λύση» 58.886 Εβραίοι της Ελλάδας από τους συνολικά 71.700 περίπου, εκτελέστηκαν, κρεμάστηκαν ή αποτεφρώθηκαν στα κρεματόρια της φρίκης.
Τρεις στους τέσσερις εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων του Μπίρκεναου αμέσως μετά την άφιξή τους. Από τους επιζώντες μόλις οι 1.200 επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και πολύ λιγότεροι σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως ο Ισάακ Μιζάν, που γύρισε στην Αρτα και το 1961 μετακόμισε στην Αθήνα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ, στην Ιταλία, στη Γαλλία και, κυρίως, στις ΗΠΑ.
ΕΚΑΤΟΜΒΕΣ
Εκείνο που έζησε η ανθρωπότητα ήταν πραγματικά πέρα από κάθε λογική. Οι εκατόμβες δεν είχαν τελειωμό. Ο αριθμός των πτωμάτων αυξανόταν. Οι ναζί εγκατέλειψαν τις λύσεις των ομαδικών τάφων και της καύσης σε λάκκους και στράφηκαν στη λύση των κρεματορίων.
Τα στρατόπεδα θεωρούνταν τμήμα της εθνικής οικονομίας του Ράιχ, τόσο για τη βαριά βιομηχανία όσο και για την ιατρική και τη φαρμακοβιομηχανία. Οι όμηροι, εκτός από εργάτες, γίνονται ανθρώπινα πειραματόζωα στα χέρια ναζιστών γιατρών, οι οποίοι μετατρέπονταν σε κατά συρροήν δολοφόνους.
Το μεγαλύτερο κολαστήριο παγκοσμίως, το οποίο επισκέφθηκαν στις αρχές της εβδομάδας ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά της συζύγου του, Μαρέβας, είναι το Αουσβιτς, με 1,5 εκατομμύριο νεκρούς. Στα στρατόπεδα εξόντωσης μεταφέρονταν ημερησίως κατά χιλιάδες οι Εβραίοι από όλη την Ευρώπη.
Τους πιο αδύναμους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαιναν κατευθείαν στους φούρνους
Ο 16χρονος με αριθμό βραχίονα «182641» ήταν μεταξύ των 351 Εβραίων από την Αρτα που ανέβηκε το 1943 στο καμιόνι του θανάτου και επέστρεψε τον Αύγουστο του 1944 έχοντας περάσει από το Αουσβιτς, το Μπέργκεν - Μπέλσεν και άλλα κέντρα εξόντωσης. Ο 93χρονος σήμερα Ισαάκ Μιζάν με μια από τις αδελφές του ήταν από εκείνους που γλύτωσαν.
Οι γονείς του και οι άλλες τρεις αδελφές του δεν τα κατάφεραν. Στο προαύλιο του πολωνικού στρατοπέδου, οι Γερμανοί χάραξαν στο αριστερό του μπράτσο το νέο του όνομα: «182641».
ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ
Στα λίγα που καταφέρνει να πει στα «Παραπολιτικά» με μεγάλη συγκίνηση είναι τα εξής: «Μας κατεβάσανε απ’ τα βαγόνια και, αφού μας ξεχώρισαν σε άνδρες και γυναίκες, μας πήγαν κατευθείαν στους θαλάμους. Μας χτυπούσαν συνεχώς για να συντομεύουμε.
Πρώτα μας κοίταξε ένας γιατρός των Ες-Ες για να δει ποιοι από μας μπορούσαμε να δουλέψουμε στις γραμμές παραγωγής. Τους πιο αδύναμους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαιναν κατευθείαν στους φούρνους... Ανάμεσα στους άνδρες έβαζαν μωρά, για να γίνεται πιο γρήγορα η καύση». Και συνεχίζει κομπιάζοντας: «Την ώρα που ξεχωρίσανε τον πατέρα μου από μένα, πάω στον Γερμανό και λέω “εγώ είμαι μικρός και θέλω να πάω μαζί με τον πατέρα μου”. Με έδιωξε αμέσως. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναείδα ούτε τους γονείς ούτε τις αδελφές μου».
Η καθημερινότητά του ήταν ανατριχιαστική: «Ξυπνούσαμε κάθε μέρα στις 5 το πρωί και, αν προλαβαίναμε, πίναμε λίγο τσάι. Διαφορετικά, νερό. Μετά μας έριχναν στα εργοστάσια έως τις 6 με 7 το απόγευμα». Είναι πολύ δύσκολο από συγκίνηση να συνεχίσει: «Δεν περνά μέρα που να μην τα σκέφτομαι.
Που να μη βλέπω τα κοριτσάκια να τα πηγαίνουν με τις μανάδες τους στα κρεματόρια... Ολοι πιστεύαμε ότι κάποια στιγμή δεν θα γυρίσει κανείς πίσω κι έτσι μας ήταν αδιάφορη η ζωή». Πριν από μερικά χρόνια εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στον τόπο του μαρτυρίου του. Δεν τα κατάφερε, όπως κι οι περισσότεροι από τους επιζώντες.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Από τα στοιχεία της ιστορικής έρευνας προκύπτει ότι στη διάρκεια της επιχείρησης «Τελική Λύση» 58.886 Εβραίοι της Ελλάδας από τους συνολικά 71.700 περίπου, εκτελέστηκαν, κρεμάστηκαν ή αποτεφρώθηκαν στα κρεματόρια της φρίκης.
Τρεις στους τέσσερις εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων του Μπίρκεναου αμέσως μετά την άφιξή τους. Από τους επιζώντες μόλις οι 1.200 επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη και πολύ λιγότεροι σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως ο Ισάακ Μιζάν, που γύρισε στην Αρτα και το 1961 μετακόμισε στην Αθήνα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ, στην Ιταλία, στη Γαλλία και, κυρίως, στις ΗΠΑ.
ΕΚΑΤΟΜΒΕΣ
Εκείνο που έζησε η ανθρωπότητα ήταν πραγματικά πέρα από κάθε λογική. Οι εκατόμβες δεν είχαν τελειωμό. Ο αριθμός των πτωμάτων αυξανόταν. Οι ναζί εγκατέλειψαν τις λύσεις των ομαδικών τάφων και της καύσης σε λάκκους και στράφηκαν στη λύση των κρεματορίων.
Τα στρατόπεδα θεωρούνταν τμήμα της εθνικής οικονομίας του Ράιχ, τόσο για τη βαριά βιομηχανία όσο και για την ιατρική και τη φαρμακοβιομηχανία. Οι όμηροι, εκτός από εργάτες, γίνονται ανθρώπινα πειραματόζωα στα χέρια ναζιστών γιατρών, οι οποίοι μετατρέπονταν σε κατά συρροήν δολοφόνους.