Χάρβεϊ Γουάινστιν: Ο έκπτωτος βασιλιάς του σινεμά
Αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης έως 29 ετών ο πανίσχυρος παραγωγός χολιγουντιανών ταινιών
Για δεκαετίες ολόκληρες, ο Χάρβεϊ Γουάινστιν ήταν ο βασιλιάς του Χόλιγουντ. Ενας πλούσιος και πανίσχυρος παραγωγός ταινιών, που ζούσε μέσα στη χλιδή στο Μανχάταν, φωτογραφιζόταν με τις μεγαλύτερες σταρ του κόσμου και υπέγραφε επιτυχίες όπως το «Pulp Fiction» και το «Shakespeare in Love», για να λάβει συνολικά 81 Οσκαρ.
Στο εξής, αυτός ο μεγιστάνας της showbiz θα είναι γνωστός ως ο κρατούμενος Νο. 06581138Ζ. Η καταδίκη του για βιασμό και σεξουαλική επίθεση σημαίνει ότι ο Γουάινστιν δεν θα περπατά πια στο κόκκινο χαλί, αλλά στους διαδρόμους του διαβόητου Rikers Island, μιας από τις πιο σκληρές φυλακές των ΗΠΑ. Η ετυμηγορία της δίκης του αιώνα θεωρείται ένα σημείο καμπής για το κίνημα του #MeToo και όλες τις γυναίκες που παρενοχλούνται ή κακοποιούνται σεξουαλικά στους χώρους εργασίας τους.
Στην κορυφή του κόσμου
Εως το 2017, ο Γουάινστιν έμοιαζε να βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου. Η εταιρεία του, η Weinstein Company, ήταν ένας κολοσσός αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, όταν μία χούφτα από γυναίκες αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να πουν την ιστορία τους. Να βγουν δημόσια και να αποκαλύψουν ότι αυτός ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ χρησιμοποιούσε την τεράστια δύναμή του για να τις εκφοβίζει, να τις παρενοχλεί και να τις κακοποιεί σεξουαλικά. Μέσα σε λίγο καιρό, ο πύργος από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε. Ο Γουάινστιν χώρισε με τη δεύτερη σύζυγό του, απολύθηκε από την ίδια του την εταιρεία, οδηγήθηκε σε κλινική απεξάρτησης από το σεξ και συνελήφθη. Τουλάχιστον 105 γυναίκες τον έχουν κατηγορήσει δημοσίως, βγάζοντας στο φως όχι μόνο τις ύπουλες μεθόδους ενός επικίνδυνου ερωτικά «αρπακτικού», αλλά και το σκοτεινό κύκλωμα των συνεργών που για τόσα χρόνια τον βοηθούσε να ενορχηστρώνει, να εκτελεί και στη συνέχεια να κρύβει τις σεξουαλικές επιθέσεις του.
Η ιστορία αυτή κρύβει από οδηγούς λιμουζίνων που μετέφεραν τα ανυποψίαστα θύματά του σε δήθεν επαγγελματικά ραντεβού σε σουίτες ξενοδοχείων έως νεαρές γραμματείς που γίνονταν μάρτυρες των ανήθικων προτάσεών του και πανάκριβους δικηγόρους που ανάγκαζαν τα θύματά του σε συμφωνίες εχεμύθειας, όταν όλα είχαν τελειώσει. Στη δίκη, που συντάραξε το Μανχάταν, οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον Γουάινστιν για τις κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση πρώτου βαθμού με βάση την κατάθεση της Μίριαμ Χάλεϊ και για βιασμό τρίτου βαθμού με βάση την κατάθεση της Τζέσικα Μαν.
Με δάκρυα στα μάτια
Η Χάλεϊ, μία πρώην βοηθός παραγωγής της τηλεοπτικής σειράς «Project Runway», είχε περιγράψει με δάκρυα στα μάτια πώς ο Γουάινστιν τη στρίμωξε μέσα στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, το 2006. «Κάθε φορά που προσπαθούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, με έσπρωχνε και με κρατούσε κάτω. Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Επεφτα θύμα βιασμού», είπε. Αλλά και η Τζέσικα Μαν, που κάποτε φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός, περιέγραψε πώς η κατά καιρούς συναινετική της σχέση με τον Γουάινστιν έγινε βίαιη και καταχρηστική, με συνέπεια ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ να τη βιάσει δύο φορές. Οι δικηγόροι του πρώην παραγωγού επιχείρησαν να παρουσιάσουν τις σεξουαλικές συνευρέσεις του πελάτη τους ως συναινετικές, φέρνοντας μάλιστα ως αποδεικτικά στοιχεία τα θερμά μηνύματα που του έστελναν οι γυναίκες που τον κατηγορούσαν, ακόμα και μετά την κακοποίησή τους.
Στο εξής, αυτός ο μεγιστάνας της showbiz θα είναι γνωστός ως ο κρατούμενος Νο. 06581138Ζ. Η καταδίκη του για βιασμό και σεξουαλική επίθεση σημαίνει ότι ο Γουάινστιν δεν θα περπατά πια στο κόκκινο χαλί, αλλά στους διαδρόμους του διαβόητου Rikers Island, μιας από τις πιο σκληρές φυλακές των ΗΠΑ. Η ετυμηγορία της δίκης του αιώνα θεωρείται ένα σημείο καμπής για το κίνημα του #MeToo και όλες τις γυναίκες που παρενοχλούνται ή κακοποιούνται σεξουαλικά στους χώρους εργασίας τους.
Στην κορυφή του κόσμου
Εως το 2017, ο Γουάινστιν έμοιαζε να βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου. Η εταιρεία του, η Weinstein Company, ήταν ένας κολοσσός αξίας εκατομμυρίων δολαρίων, όταν μία χούφτα από γυναίκες αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να πουν την ιστορία τους. Να βγουν δημόσια και να αποκαλύψουν ότι αυτός ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ χρησιμοποιούσε την τεράστια δύναμή του για να τις εκφοβίζει, να τις παρενοχλεί και να τις κακοποιεί σεξουαλικά. Μέσα σε λίγο καιρό, ο πύργος από τραπουλόχαρτα κατέρρευσε. Ο Γουάινστιν χώρισε με τη δεύτερη σύζυγό του, απολύθηκε από την ίδια του την εταιρεία, οδηγήθηκε σε κλινική απεξάρτησης από το σεξ και συνελήφθη. Τουλάχιστον 105 γυναίκες τον έχουν κατηγορήσει δημοσίως, βγάζοντας στο φως όχι μόνο τις ύπουλες μεθόδους ενός επικίνδυνου ερωτικά «αρπακτικού», αλλά και το σκοτεινό κύκλωμα των συνεργών που για τόσα χρόνια τον βοηθούσε να ενορχηστρώνει, να εκτελεί και στη συνέχεια να κρύβει τις σεξουαλικές επιθέσεις του.
Η ιστορία αυτή κρύβει από οδηγούς λιμουζίνων που μετέφεραν τα ανυποψίαστα θύματά του σε δήθεν επαγγελματικά ραντεβού σε σουίτες ξενοδοχείων έως νεαρές γραμματείς που γίνονταν μάρτυρες των ανήθικων προτάσεών του και πανάκριβους δικηγόρους που ανάγκαζαν τα θύματά του σε συμφωνίες εχεμύθειας, όταν όλα είχαν τελειώσει. Στη δίκη, που συντάραξε το Μανχάταν, οι ένορκοι έκριναν ένοχο τον Γουάινστιν για τις κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση πρώτου βαθμού με βάση την κατάθεση της Μίριαμ Χάλεϊ και για βιασμό τρίτου βαθμού με βάση την κατάθεση της Τζέσικα Μαν.
Με δάκρυα στα μάτια
Η Χάλεϊ, μία πρώην βοηθός παραγωγής της τηλεοπτικής σειράς «Project Runway», είχε περιγράψει με δάκρυα στα μάτια πώς ο Γουάινστιν τη στρίμωξε μέσα στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη, το 2006. «Κάθε φορά που προσπαθούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, με έσπρωχνε και με κρατούσε κάτω. Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Επεφτα θύμα βιασμού», είπε. Αλλά και η Τζέσικα Μαν, που κάποτε φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός, περιέγραψε πώς η κατά καιρούς συναινετική της σχέση με τον Γουάινστιν έγινε βίαιη και καταχρηστική, με συνέπεια ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ να τη βιάσει δύο φορές. Οι δικηγόροι του πρώην παραγωγού επιχείρησαν να παρουσιάσουν τις σεξουαλικές συνευρέσεις του πελάτη τους ως συναινετικές, φέρνοντας μάλιστα ως αποδεικτικά στοιχεία τα θερμά μηνύματα που του έστελναν οι γυναίκες που τον κατηγορούσαν, ακόμα και μετά την κακοποίησή τους.