Στη διατριβή του Κυριάκου Μητσοτάκη το μυστικό της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης
Η µεγάλη µπλε κούπα για καφέ µε το έµβληµα του Χάρβαρντ είναι το εµφανές αναµνηστικό από το αµερικανικό πανεπιστήµιο που έχει στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίµου ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το αφανές, αυτό που ίσως πολλοί δεν γνωρίζουν, είναι η βαθιά γνώση για ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής που άρχισε να αποκτά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ως φοιτητής στη Βοστώνη και τα οποία αποτέλεσαν τη βάση για τη διαµόρφωση της προσωπικής του αντίληψης για τις διεθνείς σχέσεις και για την εξωτερική µας πολιτική. Πάνω σε αυτή την αντίληψη «πατά» το τελευταίο επτάµηνο ο πρωθυπουργός, που έχει δώσει σαφή πλέον δείγµατα της εξωτερικής πολιτικής που ασκεί και τους στόχους που θέτει: ισότιµη σχέση µε τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ενωση και συνδιαµόρφωση των πολιτικών της Ε.Ε., ενίσχυση των περιφερειακών συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο, ενδυνάµωση και εµβάθυνση των ελληνοαµερικανικών σχέσεων.
Αµέσως, λοιπόν, µετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, το 1986, ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε τις σπουδές του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σπουδάζοντας Kοινωνικές Eπιστήµες στο Harvard. Από εκεί αποφοίτησε µε την ανώτατη τιµητική διάκριση «Summa cum laude», ενώ τιµήθηκε µε τα έπαθλα «Thomas T. Hoopes» και «Tocqueville» για την εκπόνηση της διατριβής του µε θέµα την ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ - και το αντίστροφο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Stanford, στον τοµέα των ∆ιεθνών Οικονοµικών Σχέσεων, και τις ολοκλήρωσε στο Harvard Business School στον τοµέα της ∆ιοίκησης Επιχειρήσεων.
Η µελέτη της διατριβής (πτυχιακή εργασία) του τελειόφοιτου Κυριάκου Μητσοτάκη στο Harvard το 1990 «ξεκλειδώνει» σηµαντικές πτυχές της σκέψης του για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, ιδίως δε έναντι των Ηνωµένων Πολιτειών. «Το θεµελιώδες πρόβληµα µιας δηµοκρατικής διακυβέρνησης σε σχέση µε τις διεθνείς υποθέσεις», όπως αναγνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης στη διατριβή του, «είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις η κοινή γνώµη δεν εκτιµά την αξία της άσκησης µιας σαφούς και ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής και τείνει να πιέζει την ηγεσία να ακολουθήσει µια πορεία ενεργειών η οποία, αν και ανταποκρίνεται στο λαϊκό αίσθηµα, µπορεί τελικά να αποβεί επιζήµια για τα εθνικά συµφέροντα της χώρας». Το βασικό αντικείµενο που απασχολεί την εργασία του είναι οι ελληνοαµερικανικές σχέσεις µετά το 1974, ιδίως δε σε σχέση µε τις αµερικανικές βάσεις στην Ελλάδα.
«Οι Ελληνες πολιτικοί ηγέτες µετά το 1974», γράφει ο κ. Μητσοτάκης, «έπρεπε να λάβουν µια δύσκολη απόφαση: Είτε να ακολουθήσουν µια πολιτική συνεργασίας µε τις Ηνωµένες Πολιτείες, η οποία, αν και θα προωθούσε αποτελεσµατικά τα εθνικά συµφέροντα της χώρας, θα δυσαρεστούσε ωστόσο ένα σηµαντικό κοµµάτι του ελληνικού εκλογικού σώµατος, είτε να διεκδικήσουν την “ανεξαρτησία” της Ελλάδας από την αµερικανική επιρροή και να συµβιβαστούν µε τις προτιµήσεις του ελληνικού κοινού».
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η ελληνική κοινή γνώµη βλέπει πολύ πιο ευνοϊκά τη συνεργασία µε τις ΗΠΑ, η οποία τους τελευταίους επτά µήνες «τρέχει» µε ταχύτατους ρυθµούς. Στον στρατιωτικό τοµέα, υπεγράφη η νέα συµφωνία αµυντικής συνεργασίας ανάµεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ (MDCΑ), που έχει επιταχύνει σηµαντικά τον βηµατισµό της συµµαχικής σχέσης Αθήνας - Ουάσινγκτον, αναβαθµίζοντας τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας. Στην ατζέντα των συνοµιλιών των δύο πλευρών βρίσκεται επίσης η ενίσχυση της ελληνικής αµυντικής βιοµηχανίας σε συνεργασία µε τις HΠΑ, µεταξύ άλλων µέσω της αναβάθµισης των F-16, της προοπτικής αγοράς F-35, καθώς και της ενδεχόµενης συµπαραγωγής drones. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ψηφίστηκε το EastMed Act, ένας νόµος που αφορά στην εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και προστατεύει ουσιαστικά τη µεταφορά αερίου από τα κοιτάσµατα της Aνατολικής Μεσογείου, µέσω της Κύπρου και της Ελλάδας προς την Ευρώπη.
Η επιρροή της πολιτικής και της σκέψης του Ελευθέριου Βενιζέλου στον Κυ ριάκο Μητσοτάκη είναι κάτι που και ο ίδιος έχει παραδεχθεί. «Η πίστη του Βενιζέλου στον φιλελευθερισµό και στον ρεαλισµό ήταν, άλλωστε, που έφεραν και τη µεγαλύτερη διεθνή επιτυχία του κράτους µας: την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Απόδειξη του αναστήµατος που µπορεί να έχει στον παγκόσµιο στίβο µια µικρότερη δύναµη, όταν διαβάζει σωστά τις ισορροπίες, έχει µακρόπνοο σχέδιο και διαθέτει αποφασισµένη και υπεύθυνη ηγεσία», έγραφε σε πρόσφατο άρθρο του ο πρωθυπουργός.
Σηµαντική επιρροή, ωστόσο, έχει και η εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραµανλή, την οποία µελέτησε σε βάθος στο πλαίσιο της διπλωµατικής του εργασίας. «Το κόµµα», σηµειώνει σχετικά µε την περίοδο 1974-1981, «διέθετε µια πραγµατιστική ηγεσία και ιδεολογία, ενώ η κυβέρνηση διαµόρφωσε την εξωτερική της πολιτική έναντι των ΗΠΑ σύµφωνα κυρίως µε τα αντικειµενικά δεδοµένα και αγνόησε τις επιπτώσεις των εξωτερικών της επιλογών στον εσωτερικό χώρο». Η διπλή ισχύς του Κωνσταντίνου Καραµανλή, τόσο λόγω της µεγάλης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που απολάµβανε όσο και λόγω της ισχύος του Μεγάρου Μαξίµου στη διαµόρφωση πολιτικής, εκτιµήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι έπαιξε ρόλο στην εξωτερική πολιτική. «Η ύπαρξη µιας κεντρικής εξουσίας, η οποία ήταν το άµεσο αποτέλεσµα τόσο της δοµής του νέου πολιτικού συστήµατος όσο και των βουλευτικών εκλογών του 1974, έγινε το κύριο θεσµικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας διαµόρφωσης της µεταδικτατορικής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», γράφει χαρακτηριστικά, µε τις συγκρίσεις µε τη σηµερινή εποχή -τηρουµένων πάντα των αναλογιών- να µπορούν εύλογα να γίνουν.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι, στο πλαίσιο της εκπόνησης της διπλωµατικής του διατριβής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνώρισε και συνοµίλησε µε αρκετούς από τους διαµορφωτές εκείνη την περίοδο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, όπως ο Χρήστος Ζαχαράκις, ο Γιάννης Καψής, ο Αντώνης Σαµαράς, ο Ασηµάκης Φωτήλας, ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος και άλλους διπλωµάτες, πολιτικούς και πανεπιστηµιακούς, ενώ φυσικά πολύτιµη ήταν και η συµβολή του πατέρα του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Σχόλια επί της εργασίας, πριν από την τελική παράδοσή της, είχε κάνει ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για το βιβλίο του «Ελένη», Νίκος Γκατζογιάννης (Nick Gage), ο οποίος παραµένει και σήµερα τακτικός συνοµιλητής του κ. Μητσοτάκη.
Το 2006, ο τότε νεοεκλεγείς βουλευτής της Ν.∆. είχε εκδώσει µάλιστα βιβλίο µε βάση την πτυχιακή του εργασία µε τίτλο «Οι συµπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής - Εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαµερικανικές διαπραγµατεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985» (Εκδόσεις Πατάκη).
Αµέσως, λοιπόν, µετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, το 1986, ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε τις σπουδές του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σπουδάζοντας Kοινωνικές Eπιστήµες στο Harvard. Από εκεί αποφοίτησε µε την ανώτατη τιµητική διάκριση «Summa cum laude», ενώ τιµήθηκε µε τα έπαθλα «Thomas T. Hoopes» και «Tocqueville» για την εκπόνηση της διατριβής του µε θέµα την ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στις ΗΠΑ - και το αντίστροφο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Stanford, στον τοµέα των ∆ιεθνών Οικονοµικών Σχέσεων, και τις ολοκλήρωσε στο Harvard Business School στον τοµέα της ∆ιοίκησης Επιχειρήσεων.
Η µελέτη της διατριβής (πτυχιακή εργασία) του τελειόφοιτου Κυριάκου Μητσοτάκη στο Harvard το 1990 «ξεκλειδώνει» σηµαντικές πτυχές της σκέψης του για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, ιδίως δε έναντι των Ηνωµένων Πολιτειών. «Το θεµελιώδες πρόβληµα µιας δηµοκρατικής διακυβέρνησης σε σχέση µε τις διεθνείς υποθέσεις», όπως αναγνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης στη διατριβή του, «είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις η κοινή γνώµη δεν εκτιµά την αξία της άσκησης µιας σαφούς και ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής και τείνει να πιέζει την ηγεσία να ακολουθήσει µια πορεία ενεργειών η οποία, αν και ανταποκρίνεται στο λαϊκό αίσθηµα, µπορεί τελικά να αποβεί επιζήµια για τα εθνικά συµφέροντα της χώρας». Το βασικό αντικείµενο που απασχολεί την εργασία του είναι οι ελληνοαµερικανικές σχέσεις µετά το 1974, ιδίως δε σε σχέση µε τις αµερικανικές βάσεις στην Ελλάδα.
«Οι Ελληνες πολιτικοί ηγέτες µετά το 1974», γράφει ο κ. Μητσοτάκης, «έπρεπε να λάβουν µια δύσκολη απόφαση: Είτε να ακολουθήσουν µια πολιτική συνεργασίας µε τις Ηνωµένες Πολιτείες, η οποία, αν και θα προωθούσε αποτελεσµατικά τα εθνικά συµφέροντα της χώρας, θα δυσαρεστούσε ωστόσο ένα σηµαντικό κοµµάτι του ελληνικού εκλογικού σώµατος, είτε να διεκδικήσουν την “ανεξαρτησία” της Ελλάδας από την αµερικανική επιρροή και να συµβιβαστούν µε τις προτιµήσεις του ελληνικού κοινού».
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, η ελληνική κοινή γνώµη βλέπει πολύ πιο ευνοϊκά τη συνεργασία µε τις ΗΠΑ, η οποία τους τελευταίους επτά µήνες «τρέχει» µε ταχύτατους ρυθµούς. Στον στρατιωτικό τοµέα, υπεγράφη η νέα συµφωνία αµυντικής συνεργασίας ανάµεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ (MDCΑ), που έχει επιταχύνει σηµαντικά τον βηµατισµό της συµµαχικής σχέσης Αθήνας - Ουάσινγκτον, αναβαθµίζοντας τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας. Στην ατζέντα των συνοµιλιών των δύο πλευρών βρίσκεται επίσης η ενίσχυση της ελληνικής αµυντικής βιοµηχανίας σε συνεργασία µε τις HΠΑ, µεταξύ άλλων µέσω της αναβάθµισης των F-16, της προοπτικής αγοράς F-35, καθώς και της ενδεχόµενης συµπαραγωγής drones. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ψηφίστηκε το EastMed Act, ένας νόµος που αφορά στην εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και προστατεύει ουσιαστικά τη µεταφορά αερίου από τα κοιτάσµατα της Aνατολικής Μεσογείου, µέσω της Κύπρου και της Ελλάδας προς την Ευρώπη.
Η επιρροή της πολιτικής και της σκέψης του Ελευθέριου Βενιζέλου στον Κυ ριάκο Μητσοτάκη είναι κάτι που και ο ίδιος έχει παραδεχθεί. «Η πίστη του Βενιζέλου στον φιλελευθερισµό και στον ρεαλισµό ήταν, άλλωστε, που έφεραν και τη µεγαλύτερη διεθνή επιτυχία του κράτους µας: την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Απόδειξη του αναστήµατος που µπορεί να έχει στον παγκόσµιο στίβο µια µικρότερη δύναµη, όταν διαβάζει σωστά τις ισορροπίες, έχει µακρόπνοο σχέδιο και διαθέτει αποφασισµένη και υπεύθυνη ηγεσία», έγραφε σε πρόσφατο άρθρο του ο πρωθυπουργός.
Σηµαντική επιρροή, ωστόσο, έχει και η εξωτερική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραµανλή, την οποία µελέτησε σε βάθος στο πλαίσιο της διπλωµατικής του εργασίας. «Το κόµµα», σηµειώνει σχετικά µε την περίοδο 1974-1981, «διέθετε µια πραγµατιστική ηγεσία και ιδεολογία, ενώ η κυβέρνηση διαµόρφωσε την εξωτερική της πολιτική έναντι των ΗΠΑ σύµφωνα κυρίως µε τα αντικειµενικά δεδοµένα και αγνόησε τις επιπτώσεις των εξωτερικών της επιλογών στον εσωτερικό χώρο». Η διπλή ισχύς του Κωνσταντίνου Καραµανλή, τόσο λόγω της µεγάλης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που απολάµβανε όσο και λόγω της ισχύος του Μεγάρου Μαξίµου στη διαµόρφωση πολιτικής, εκτιµήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι έπαιξε ρόλο στην εξωτερική πολιτική. «Η ύπαρξη µιας κεντρικής εξουσίας, η οποία ήταν το άµεσο αποτέλεσµα τόσο της δοµής του νέου πολιτικού συστήµατος όσο και των βουλευτικών εκλογών του 1974, έγινε το κύριο θεσµικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας διαµόρφωσης της µεταδικτατορικής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», γράφει χαρακτηριστικά, µε τις συγκρίσεις µε τη σηµερινή εποχή -τηρουµένων πάντα των αναλογιών- να µπορούν εύλογα να γίνουν.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι, στο πλαίσιο της εκπόνησης της διπλωµατικής του διατριβής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνώρισε και συνοµίλησε µε αρκετούς από τους διαµορφωτές εκείνη την περίοδο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, όπως ο Χρήστος Ζαχαράκις, ο Γιάννης Καψής, ο Αντώνης Σαµαράς, ο Ασηµάκης Φωτήλας, ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος και άλλους διπλωµάτες, πολιτικούς και πανεπιστηµιακούς, ενώ φυσικά πολύτιµη ήταν και η συµβολή του πατέρα του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Σχόλια επί της εργασίας, πριν από την τελική παράδοσή της, είχε κάνει ο δηµοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός για το βιβλίο του «Ελένη», Νίκος Γκατζογιάννης (Nick Gage), ο οποίος παραµένει και σήµερα τακτικός συνοµιλητής του κ. Μητσοτάκη.
Το 2006, ο τότε νεοεκλεγείς βουλευτής της Ν.∆. είχε εκδώσει µάλιστα βιβλίο µε βάση την πτυχιακή του εργασία µε τίτλο «Οι συµπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής - Εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις στις ελληνοαµερικανικές διαπραγµατεύσεις για τις βάσεις, 1974-1985» (Εκδόσεις Πατάκη).