Ενα δημοσίευμα του τουρκικού περιοδικού «Γκερτσέκ Χαγιάτ» («Gerçek Hayat») στάθηκε αφορµή για να ταραχθούν τα ήρεµα νερά του Κεράτιου Κόλπου, που βρέχουν το Φανάρι, όπου εδρεύει το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Στο δηµοσίευµα, που παρουσιάζει τον Οικουµενικό Πατριάρχη Βαρθολοµαίο ως έναν από τους ανθρώπους που βοήθησαν τον Φετουλάχ Γκιουλέν να οργανώσει το αποτυχηµένο πραξικόπηµα εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016, το Φανάρι απάντησε άµεσα. Με µια ανακοίνωση στη σελίδα του Πατριαρχείου στο Facebook, αφού ξεκαθαρίζει ότι οι ισχυρισµοί του δηµοσιεύµατος είναι «ανεύθυνοι και µη ρεαλιστικοί», προσθέτει ότι προκαλούν ανησυχία, καθώς υπάρχει «πιθανότητα να εµφανιστούν ρατσιστικά φαινόµενα και βεβηλώσεις, όπως συµβαίνει σε διάφορες χώρες», όπως επισηµαίνεται σχετικά. Παράλληλα, εκφράζεται τόσο η στενοχώρια του Πατριάρχη για τις κατηγορίες που του προσάπτει το δηµοσίευµα όσο και η βεβαιότητα ότι το τουρκικό κράτος θα πράξει τα δέοντα.




Αμεση η αντίδραση του Φαναρίου στην πρωτοφανή αυτή επίθεση και ανησυχία για τις προεκτάσεις που μπορεί να λάβει το ανυπόστατο δημοσίευμα
Στο δηµοσίευµα αναφέρονται και άλλες προσωπικότητες για τις σχέσεις τους µε τον Γκιουλέν, όπως οι Ισµέτ Ινονού, Μπουλέντ Ετσεβίτ, Σουλεϊµάν Ντεµιρέλ, Χίλαρι Κλίντον, αλλά και θρησκευτικοί ηγέτες, όπως ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β’, ο αρχιραββίνος της Τουρκίας, Ισαάκ Χαλέβα, και ο πρώην Πατριάρχης των Αρµενίων της Τουρκίας, Σνορκ Καλουστιάν. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τις επίσηµες αντιδράσεις της εβραϊκής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης και του Αρµενικού Πατριαρχείου.

Η πρωτοφανής αυτή επίθεση στον Οικουµενικό Πατριάρχη από περιοδικό που ανήκει σε όµιλο ο οποίος απηχεί τις απόψεις και τις θέσεις του Ταγίπ Ερντογάν συνδυάζεται µε διαδικτυακό σηµείωµα του Φαχρετίν Αλτούν, διευθυντή επικοινωνίας του Τούρκου προέδρου, που έγραψε «Μας έλειψε» κάτω από φωτογραφία της Αγίας Σοφίας. Το tweet, που συνοδεύτηκε από µακροσκελές άρθρο της «Hürriyet» για την ιστορία της Αγίας Σοφίας, ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού Τούρκων πολιτών. Ελληνες διπλωμάτες θυμίζουν ότι τον Μάρτιο του 2019 στις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη ο Ερντογάν είχε δηλώσει ότι «η μετατροπή τη Αγίας Σοφίας σε τζαμί αποτελεί προσδοκία ολόκληρου του τουρκικού έθνους και του μουσουλμανικού κόσμου».

Ανθρωποι που παρακολουθούν εδώ και πολλά χρόνια τα συμβαίνοντα στη χριστιανική κοινότητα στην Κωνσταντινούπολη επισημαίνουν με νόημα ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι θρησκευτικές κοινότητες στοχοποιούνται με τέτοιον τρόπο, μέσω δημοσιευμάτων δηλαδή. Σε εκείνο, όμως, όπου εφιστούν την προσοχή είναι στις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει ένα δημοσίευμα. Οπως σημειώνουν, δεν θα είναι η πρώτη φορά που κάτι που είναι ανυπόστατο και χαρακτηρίζεται γραφικό έπειτα από λίγο καιρό μπορεί να αποκτήσει ευρεία αποδοχή, όπως έχει γίνει στο παρελθόν με άλλα ζητήματα.

Αλλοι κάνουν λόγο για το παγκόσμιο φαινόμενο των fake news, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση αποκτά πολιτικοθρησκευτικά χαρακτηριστικά. Από αυτήν την πολυπαραγοντική εξίσωση δεν πρέπει, σύμφωνα με τους ίδιους, να εξαιρούνται τα εσωτερικά προβλήματα της γειτονικής χώρας.

Πρόκειται για προβλήματα τα οποία προϋπήρχαν της πανδημίας του κορονοϊού και τώρα έχουν μεγεθυνθεί, όπως είναι η περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας και η παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων.

Την ίδια ώρα, στην Κωνσταντινούπολη αναπτύσσεται έντονος σκεπτικισμός για τους χειρισμούς της κυβέρνησης Ερντογάν στο μέτωπο της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που τονίζεται είναι ότι το μέλλον θα δείξει αν το δημοσίευμα, που δεν στρεφόταν αποκλειστικά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά στοχοποιούσε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, θα αποτελέσει μεμονωμένο περιστατικό ή θα τύχει ευρύτερης αποδοχής και θα έχει συνέχεια.