Οδοιπορικό του parapolitika.gr στην Αρμενία και τα σύνορα με το Ναγκόρνο Καραμπάχ – Ο πόλεμος, οι πρόσφυγες και οι ελπίδες που διαψεύστηκαν
Μετά από ταξίδι 4 ωρών και έχοντας διανύσει 235 χλμ από το Γερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας, φτάνουμε στο Γκορίς, την πόλη που απέχει κάτι λιγότερο από μισή ώρα από το σημείο επαφής της Αρμενίας με το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Μακριά από ισορροπίες δυνάμεων και γεωπολιτικά παιχνίδια, οι ντόπιοι προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους, σε μία πόλη με εμφανές το σοβιετικό αποτύπωμα τόσο στα κτήρια όσο και στα αυτοκίνητα μάρκας Lada που βρίσκονται στον δρόμο.
Άνθρωποι ανέκφραστοι, που δυσκολεύονται να χαμογελάσουν, κοιτάζουν καχύποπτα οποιονδήποτε μοιάζει ξένος και προσπαθούν να ζήσουν μία καθημερινότητα που έχει διαταραχθεί.
Μεταξύ των σπιτιών υπάρχουν και μερικά με αναμένο ένα εξωτερικό φως κατά τη διάρκεια της μέρας. Όπως ανέφεραν ντόπιοι, είναι σπίτια που έχουν χάσει κάποιον στον πόλεμο και το φως μένει αναμένο για 40 μέρες ως ελάχιστος φόρος τιμής.
Μεταξύ των σπιτιών και μερικά που φιλοξενούν πρόσφυγες από το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Σε ένα από αυτά τα σπίτια, συναντήσαμε τον 79χρονο Μίσα Μαρντανιάν, με τις κόρες του Ζεπιούς, Νέκταρ και τα μικρά του εγγόνια, από την περιοχή Χαντρούτ.
«Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου στις 7 το πρωί άκουσα ήχους και δεν καταλάβαινα τι είναι. Βγήκα στο μπαλκόνι και είδα τα drones. Ήμουν μόνος μου στο σπίτι, δεν μπορούσα να κάνω κάτι» ανέφερε ο 79χρονος Μίσα περιγράφοντας το ξέσπασμα του πολέμου ενώ συμπλήρωσε ότι η αρχική του πεποίθηση ήταν ότι η σύγκρουση θα κρατούσε 3-4 μέρες.
«Ο πόλεμος το 2016 κράτησε τόσο» είπε,εκφράζοντας την απορία γιατί να χτυπήσουν ένα μικρό χωριό, όπως το δικό του.
«Έλεγα στα παιδιά μου ότι ήταν ο κακός καιρός, αλλά ήταν βόμβες» περιγράφει η ίδια, με την αδελφή της, Νέκταρ, να διηγείται τις 10 μέρες που έμεινε στο καταφύγιο ενώ οι μάχες μαίνονταν.
«Δεν ήθελα να φύγω, αλλά δεν ήταν ασφαλές να μείνω», σχολίασε η ίδια για την απόφαση να αφήσει το σπίτι της και να πάει στο Γκορίς.
«Κάθε μέρα ελπίζουμε ότι αύριο θα γυρίσουμε πίσω» μας λέει ο Μίσα λίγο πριν μας χαιρετίσει ενώνοντας ψηλά τα δύο του χέρια, για να συμπληρώσει «θέλουμε να γυρίσουμε πίσω στον τόπο μας», χωρίς ποτέ να ξεχνάει να υπενθυμίσει τον ρόλο της Τουρκίας εναντίον της Αρμενίας.
Όσοι έφυγαν από τις περιοχές αυτές, πήραν την απόφαση να βάλουν φωτιά και να κάψουν τα σπίτια τους -«Είναι το σπίτι μου, δεν μπορώ να το αφήσω στους Τούρκους» -όπως συχνά χαρακτηρίζουν οι Αρμένιοι τους Αζέρους- εξήγουσε στο AFP ο ιδιοκτήτης ενός εκ των φλεγόμενων σπιτιών πριν φύγουν.
Σε πολύ μικρή απόσταση, έξω από το ξενοδοχείο Goris Hotel, μικρά παιδιά παίζουν ξεχνώντας στιγμιαία τη φρίκη του πολέμου και το γεγονός ότι βρέθηκαν μακριά από τα σπίτια τους και τα σχολεία τους.
Μέσα στο ξενοδοχείο συναντήσαμε την Φλόρα Ανζουβιάν, πρόσφυγα από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, η οποία άφησε το σπίτι της αφού όπως μας είπε «δεν είχα άλλη επιλογή, δεν θα έφευγα, δεν θα άφηνα τον τόπο μου
Κι ενώ ο καιρός έχει αρχίσει να μυρίζει βροχή και τα παιδιά του ξενοδοχείου συνεχίζουν να παίζουν και να τραγουδούν συναντάμε για λίγα λεπτά τον 35χρονο Αγκόπ Σεξενιάν. «Ήμουν στην Αμερική και είδα για τον πόλεμο στην τηλεόραση. Μετά από λίγες ημέρες ήμουν σε ένα αεροπλάνο από το Παρίσι και ήρθα εδώ» αναφέρει χαρακτηριστικά για το πώς ένας Αρμένιος της διασποράς βρέθηκε για να βοηθήσει στον πόλεμο, όχι ως στρατιώτης αλλά ως φυσικός.
«Είναι πέραν κάθε φαντασίας ότι στον 21ο αιώνα το ανθρώπινο είδος είναι ικανό για τέτοια πράγματα» λέει ο νεαρός επιστήμονας σχολιάζοντας όσα έζησε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η μαρτυρία ενός 19χρονου στρατιώτη που έζησε τη φρίκη του πολέμουΠεριγράφοντας όσα είδε σχτέκεται τόσο στους τραυματισμούς αλλά και στα ψυχολογικά τραύματα 90χρονων και 80χρονων ανθρώπων «οι οποίοι σωματικά μπορεί να είναι καλά αλλά πνευματικά» όπως σημειώνει.
Ανατριχιαστική είναι η διήγησή του για έναν 19χρονο στρατιώτη. «Μιλούσε και έκλαιγε» αναφέρει συγκινημένος προσθέτοντας: «Τα βράδια σηκωνόταν, περπατούσε, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται. Μου είπε για πράγματα που είδε στο πεδίο της μάχης, όπως όταν ένας ανώτερός του, πολεμούσε δίπλα του, του έριξαν στο κεφάλι και αποκεφαλίστηκε μπροστά στα μάτια του. Είδε τους συμπολεμιστές του να καίγονται γύρω του ζωντανοί μετά από χτύπημα drone. Ένιωθε ένοχος που ήταν ζωνταντός ενώ οι φίλοι του πέθαναν».
Αφήνοντας πίσω το συννεφιασμένο Γκορίς, η φρίκη του πολέμου αποτυπώνεται σε ένα στιγμιότυπο. Ένας στρατιωτικός πηγαίνει στο προσωρινό στρατιωτικό νεκροταφείο για να αφήσει ένα λουλούδι και να θρηνησει τον χαμό ενός συμπολεμιστή του.
Η επίσκεψη στο Ετσμιατζίν και η συζήτηση με τον Καθολικό Πατριάρχη Απάντων των Αρμενίων, Καρεκίν Β΄
Μία ημέρα νωρίτερα, διασχίζουμε τους δρόμους του Γερεβάν για να φτάσουμε στο Ετσμιατζίν, την έδρα της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, της πρώτης εθνικής εκκλησίας στην ιστορία του χριστιανισμού.
Σε όλη τη διαδρομή αντικρίζει κανείς στις κολόνες, τα σπίτια και τα καταστήματα, σημαίες της Αρμενίας και της Δημοκρατίας του Αρτσάχ.
Φτάνοντας στην Αγία Έδρα του Ετσιμιατζίν, το πνευματικό και διοικητικό κέντρο της Αρμενικής Εκκλησίας, συναντάμε τον τον Καθολικό Πατριάρχη Απάντων των Αρμενίων, Καρεκίν Β΄.
Έκανε δε ιδιαίτερη αναφορά στις καταστροφές, τον πόνο και τα δεινά που προκαλούνται από τις ένοπλες δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν και τους μισθοφόρους τρομοκράτες με την υποστήριξη της Τουρκίας.
Σε ερώτηση του parapolitika.gr για τη στάση της χριστιανοσύνης απέναντι σε όσα συμβαίνουν, ευχαρίστησε τα Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες για τη συμπαράστασή τους, κάνοντας μάλιστα ειδική αναφορά για τη στάση του προκαθήμενου της Ελλαδικής Εκκλησίας, αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου.
Οι πρόσφυγες στο Ετσμιατζίν
Μπαίνοντας, μερικά παιδιά έχουν εντελώς διαφορετική διάθεση από τους ανθρώπους που μένουν εκεί. Παίζουν και κρύβονται ανάμεσα στα δέντρα που είναι φυτεμένα στον κήπο.
Είναι ελάχιστα από τα μικρά παιδιά των 310 οικογενειών που διαμένουν στους 5 προσφυγικούς καταυλισμούς που συντηρεί η Εκκλησία.
Καταυλισμοί όμως που κατοικούνται μόνο από υπερήλικες, γυναίκες και παιδιά. Οι άντρες που είναι σε παραγωγική ηλικία βρίσκονται στο μέτωπο για τον πόλεμο.
Άλλες γυναίκες φτιάχνουν ένα δίχτυ καμουφλάζ για να το στείλουν μαζί με τα υπόλοιπα στο μέτωπο.
Μεταξύ των προσφύγων που συναντάμε είναι και ο 73χρονος Βασκέν Αβανεσιάν. Τα λόγια του κρύβουν μεγάλη οργή για τους Τούρκους, συμμάχους των Αζέρων, τους οποίους κατηγορεί για χρήση χημικών όπλων και για δεύτερη γεννοκτονία στα εδάφη του Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Όταν μαθαίνει ότι είμαστε από την Ελλάδα, εκφράζει τις ευχαριστίες του για τη στήριξη προς την Αρμενία, προσθέτοντας με νόημα: «Είμαστε στο πλευρό της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία».
Ο 73χρονος Βασκέν, τη μέρα που τον είδαμε δεν είχε χάσει την ελπίδα του για επιστροφή στον τόπο του.
«Κανένας δεν τα παρατάει. Είναι το δικαίωμά μας στην ελευθερία και τη ζωή» μας λέει με νόημα υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
Η Μάρθα, 33 ετών με 4 παιδιά, μας περιγράφει την εμπειρία της από τον πόλεμο. Και εκείνη είχε την ίδια εντύπωση για τη διάρκεια του πολέμου, ότι θα κρατήσει δηλαδή 3-4 μέρες.
Η στιγμή να φύγουμε φτάνει και η Λουσέν που κάθεται δίπλα στον Βασκέν, συνεχίζει να πλέκει καλύμματα για τα κράνη των στρατιωτών και τα παιδιά συνεχίζουν να παίζουν στον κήπο αμέριμνα.
Είναι όλοι άνθρωποι που έχασαν τα σπίτια τους, την καθημερινή ζωή τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν ως φιλοξενούμενοι και κάποιοι έχασαν και τους ανθρώπους τους.
Ήρθε μία συνθηκολόγηση που δεν ήθελαν, τερματίστηκε ένας πόλεμος που ήθελαν να συνεχιστεί και οι περισσότεροι δεν θα επιστρέψουν ποτέ στον τόπο τους, παρά μόνο ως επισκέπτες.