Ευφυής, οξυδερκής, άριστος αθλητής, αλλά μέτριος μαθητής, ο Τζορτζ Γιανγκ ήταν για τους συμμαθητές του «γεννημένος ηγέτης». Και έγινε. Όχι όμως ο ηγέτης που όλοι θα περίμεναν, αλλά ο «El Americano», ο άνθρωπος που «έντυσε στα λευκά από κόκα και ηρωίνη» όλη την Αμερική εμπνέοντας τον Τζόνι Ντεπ που τον ενσάρκωσε στην ταινία «Blow».

Η μυθιστορηματικά περιπετειώδης ζωή του, πληθωρική σε σεξ, ναρκωτικά, ταξίδια, μεγάλη ζωή, συλλήψεις, φυλακή και εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια κερδών που σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους, έγινε ντοκιμαντέρ στο Netflix.

Το επικερδές ταξίδι του στον κόσμο των ναρκωτικών ξεκίνησε όταν μαθητής ακόμη άρχισε να καπνίζει αρχικά και να πουλάει στη συνέχεια μαριχουάνα, για να βγάλει κάποια λεφτά. Μαζί με έναν παιδικό του φίλο γνωρίζουν στην Καλιφόρνια έναν προμηθευτή από τον οποίο αγοράζουν φτηνά καλής ποιότητας μαριχουάνα, που έρχεται μέσα στις βαλίτσες αεροσυνοδών-φιλενάδων του, την οποία πουλάνε ακριβά στη Νέα Αγγλία. Το 1972, στα 29 του, ο Τζορτζ είναι ήδη εκατομμυριούχος, με καθημερινές εισπράξεις πάνω από 250.000 δολάρια. Τον συλλαμβάνουν με 300 κιλά μαριχουάνα, μπαίνει φυλακή και γνωρίζει τον Κάρλος Λέντερ Ρίβας, που τον συστήνει στον Πάμπλο Εσκομπάρ.

Δεν ήξερε πού να βάλει τα εκατομμύρια δολάρια που συσσωρεύονταν


Ο Γιανγκ κερδίζει την εμπιστοσύνη του «βαρόνου της κόκας» και συνεργάζονται πουλώντας πεντακάθαρη (στο 95%) κοκαΐνη, όταν αυτή που κυκλοφορούσε ήταν μόλις 50%, στο 80% της αγοράς των ΗΠΑ. Δεν ήξερε πού να βάλει τα εκατομμύρια δολάρια που συσσωρεύονταν. Έκανε το λάθος να υποκύψει στις πιέσεις του Λέντερ και να του αποκαλύψει το μοναδικό μεσάζοντα που είχε, τον Ρίτσαρντ Μπάριλ. Συνελήφθη και όταν του FBI του πρότεινε συμφωνία αρκεί να δώσει κάποιον μεγάλο, με την άδεια του Εσκομπάρ, κάρφωσε τον Λέντερ. Αφέθηκε ελεύθερος το 1987 και ξαναμπήκε στο παιχνίδι δυναμικά ως το 1994, όταν συνελήφθη και πάλι με 800 κιλά μαριχουάνα. Εισέπραξε 60 χρόνια φυλακής, βγήκε στα 20 διάσημος μετά την ταινία «Blow» και με τον Τζόνι Ντεπ φίλο του ως το τέλος της μυθιστορηματικής ζωής του, καθώς «έφυγε» στις αρχές Μαΐου 2021 σε ηλικία 78 ετών, μόνος στο σπίτι του στο Γουέιμουθ.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time