Μίκης Θεοδωράκης: Οι θρυλικές συναντήσεις του με εμβληματικά πρόσωπα – Από τον Τσε στον Κάστρο και από τον Μιτεράν στην Καρέζη
Τα λόγια του ίδιου του Μίκη, οι αφηγήσεις του και οι συγκλονιστικές μαρτυρίες του για τα όσα βίωσε στο κελί του στον Ωρωπό
Κατά την τρανή πορεία του ο μεγάλος συνθέτης, Μίκης Θεοδωράκης έμελλε να συναντηθεί με σπουδαία πρόσωπα της παγκόσμιας πολιτικής και πολιτιστικής σκηνής. Στα αμέτρητα ταξίδια του είχε επαφές με σπάνιες προσωπικότητες όπως του Τσε Γκεβάρα, του Φίντελ Κάστρο, του Φρανσουά Μιτεράν. Παράλληλα δεν ήταν λίγοι και οι Έλληνες με τους οποίους ο ίδιος έμελλε να συνεργαστεί. Πλέον ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται κάπου ανάμεσά τους στη… γειτονιά των Αγγέλων.
Κατά τις συναντήσεις του ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αυτός που γινόταν το κέντρο και μαγνήτιζε επάνω του τα φώτα.
Τον γνώρισε το 1962, στην Κούβα, μαζί με τον Κάστρο στην ταράτσα του ξενοδοχείου Αβάνα Λίμπρε, του πρώην Χίλτον. «Εκεί λοιπόν που τελείωνε η συνάντησή μας, άρχισε η ορχήστρα να παίζει το “Lune de miel”. Το “Honeymoon song” ήταν το εθνικό τους τραγούδι.
Μου είπαν μάλιστα ότι το έχουν γράψει και σε μια στήλη εκεί, ότι ο ραδιοφωνικός τους σταθμός ξεκίνησε με το τραγούδι αυτό, το οποίο θεωρούσαν ότι είναι μεξικάνικο. Κάποιος έξυπνος Μεξικάνος εκεί έβαλε το όνομά του από κάτω. Το τραγουδούσε ένας Μεξικάνος τραγουδιστής τον οποίο λάτρευε όλη η Νότια Αμερική, ήταν ο Καζαντζίδης, ας πούμε της Νότιας Αμερικής. Φυσικά και στην Κούβα, λόγω αυτής της διασκευής του τραγουδιού, και του τραγουδιστή, το τραγούδι ήταν στα χείλη όλων των Κουβανέζων. Λέει λοιπόν ο διερμηνέας, όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, στον Κάστρο: “Με την ευκαιρία, να σας πω ότι αυτό το τραγούδι είναι δημιουργία του κύριου εδώ”. “Πού πάτε;” λέει ο Κάστρο κατενθουσιασμένος. “Είναι δυνατόν; Γράφει τέτοια πράγματα;” Δε με άφηναν να φύγω. Και ο Τσε Γκεβάρα ετοιμαζόταν να πάει στη Σιέρα Μαέστρα για περιοδεία. “Θα σε πάρω μαζί μου αύριο”, μου λέει. “Έχει ωραίο κλίμα και άφθονο οξυγόνο εκεί που πηγαίνω”» έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης στο βιβλίο του Μίκης Θεοδωράκης 85 χρόνια Άξιος Εστί. Από τον Μεσοπόλεμο στην Χρεοκοπία.
Σε άλλο του άρθρο συνέχιζε την αφήγηση για τον Τσε ως εξής: «…κάναμε απλές συζητήσεις με έναν διερμηνέα που δεν ήξερε και πάρα πολύ καλά τα ισπανικά. Εκείνο το καλαμπούρι που έκανα μαζί του είναι ότι παντού έλεγε “Μουέρτε ο λιμπερτά”, ξέρεις, “Ελευθερία ή θάνατος”. Μάλιστα με πήγε και σε ένα μοντέρνο σφαγείο και δεν ήθελα να μπω μέσα, και είδα την πινακίδα: “Ελευθερία ή θάνατος”. Του λέω “Εδώ, αγαπητέ σύντροφε, κοροϊδεύετε τα ζώα, εδώ μόνο ο θάνατος τα περιμένει. Τι μου λες και βάζεις το “ή” ; Είναι σκέτο “μουέρτε”, του λέω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πήγαμε σε ένα κέντρο που είχε μουσική και χορέψαμε. Σηκώθηκε ο ίδιος επάνω και είπε στην ορχήστρα να παίξουμε το τραγούδι αυτό, ενθουσιάστηκε ο κόσμος και μετά με φώναξε πάνω και είπε “Αυτός είναι ο συνθέτης”, και χειροκρότησαν όλοι. Αγαπήθηκα πολύ στην Κούβα ως λαϊκός συνθέτης, δε γίνεται παραπάνω…»
Όταν δολοφονήθηκε ο Τσε Γκεβάρα και κυκλοφόρησαν αυτές οι φρικτές φωτογραφίες που οι εκτελεστές έδειχναν το νεκρό του σώμα ως τρόπαιο, ο Μίκης ήταν για μια ακόμα φορά φυλακή. Χούντα. Φυσικά συγκλονίστηκε. Ως χρέος τιμής το 1976 έγραψε το τραγούδι «Ο Άγιος Τσε – Στο κατώφλι των καιρών» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη. Κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Στο κατώφλι των καιρών». Στο κατώφλι των καιρών γνέθουν οι μητέρες την ελπίδα και πριν γνωρίσουν τα φιλιά φεύγουν τα παιδιά και γίνονται άντρες στα βουνά, και τα κορίτσια που αγαπούν τη Γκουέρνικα κεντούν… Άγια είναι η λευτεριά κι ο καημός του κόσμου σημαία πλατιά τη σκιά χαιρετά του Τσε Γκεβάρα είναι ο δρόμος μακρινός. Πάμε για τη μάχη κι ίσως να ‘σαι, μάνα αύριο μονάχη…»
Όταν στις 26 Νοεμβρίου του 2016 ο Κάστρο πέθανε, ο Μίκης Θεοδωράκης του έγραψε: Αγαπητέ Φιντέλ. Μας άφησες και είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ μαζί σου.
Το βράδυ χτυπούν στην ταράτσα. Ο Αντρέας με ειδοποιεί πως πρόκειται για κάποιον Λαμπράκη. Ουρλιαχτά. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Πότε επιτέλους θα γλυτώσω απ’ το ανθρώπινο σφαγείο; Τότε σαν αστραπή χτύπησε τη σκέψη μου η ιδέα της απεργίας πείνας. Όχι μόνο για μένα. Για όλους. Ο Αντρέας συμφωνεί. Τι λέει η απομόνωση; Συμφωνεί. Ειδοποιώ τους φρουρούς. Έρχεται ο αξιωματικός. Του αναγγέλλω την απόφασή μου.«Πόσο»; Με ρωτά. «Έως το τέλος». «Δεν κάνεις καλά». «Δικός μου λογαριασμός» απάντησα.
«Να πίνεις νερό με λίγη ζάχαρη», χτυπά ο Αντρέας. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα. Οι πιο δύσκολες, γιατί ο οργανισμός διαμαρτύρεται, αντιδρά, πονά. Μετά ζαλάδες. Ξαπλώνω. Ημέρα δωδέκατη. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει στους διαδρόμους: «Δολοφόνοι». Θυμάμαι το τελευταίο μου μήνυμα: «Αρχίζω την τελευταία μου μάχη για τη Λευτεριά του Λαού μας…».
Ο Αντρέας χτυπά γρήγορα και δυνατά. Διαμαρτύρεται. Και μετά: «Δεν είναι η τελευταία. Θα δώσουμε μαζί κι άλλες ως την τελική νίκη…». Με μεταφέρουν στα χέρια. Αυτοκίνητο. «Άγιος Παύλος…».
Κατά τις συναντήσεις του ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν αυτός που γινόταν το κέντρο και μαγνήτιζε επάνω του τα φώτα.
Ο Τσε Γκεβάρα και ο ύμνος του
Έχουν γράψει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο Τσε Γκεβάρα της Ευρώπης. Κομπλιμέντο ξεχωριστό για τον Έλληνα συνθέτη και πολιτικό ακτιβιστή που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Γκεβάρα και να νιώσει από πρώτο χέρι το μεγαλείο και τον βυθό της προσωπικότητας του Τσε.Τον γνώρισε το 1962, στην Κούβα, μαζί με τον Κάστρο στην ταράτσα του ξενοδοχείου Αβάνα Λίμπρε, του πρώην Χίλτον. «Εκεί λοιπόν που τελείωνε η συνάντησή μας, άρχισε η ορχήστρα να παίζει το “Lune de miel”. Το “Honeymoon song” ήταν το εθνικό τους τραγούδι.
Μου είπαν μάλιστα ότι το έχουν γράψει και σε μια στήλη εκεί, ότι ο ραδιοφωνικός τους σταθμός ξεκίνησε με το τραγούδι αυτό, το οποίο θεωρούσαν ότι είναι μεξικάνικο. Κάποιος έξυπνος Μεξικάνος εκεί έβαλε το όνομά του από κάτω. Το τραγουδούσε ένας Μεξικάνος τραγουδιστής τον οποίο λάτρευε όλη η Νότια Αμερική, ήταν ο Καζαντζίδης, ας πούμε της Νότιας Αμερικής. Φυσικά και στην Κούβα, λόγω αυτής της διασκευής του τραγουδιού, και του τραγουδιστή, το τραγούδι ήταν στα χείλη όλων των Κουβανέζων. Λέει λοιπόν ο διερμηνέας, όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, στον Κάστρο: “Με την ευκαιρία, να σας πω ότι αυτό το τραγούδι είναι δημιουργία του κύριου εδώ”. “Πού πάτε;” λέει ο Κάστρο κατενθουσιασμένος. “Είναι δυνατόν; Γράφει τέτοια πράγματα;” Δε με άφηναν να φύγω. Και ο Τσε Γκεβάρα ετοιμαζόταν να πάει στη Σιέρα Μαέστρα για περιοδεία. “Θα σε πάρω μαζί μου αύριο”, μου λέει. “Έχει ωραίο κλίμα και άφθονο οξυγόνο εκεί που πηγαίνω”» έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης στο βιβλίο του Μίκης Θεοδωράκης 85 χρόνια Άξιος Εστί. Από τον Μεσοπόλεμο στην Χρεοκοπία.
Σε άλλο του άρθρο συνέχιζε την αφήγηση για τον Τσε ως εξής: «…κάναμε απλές συζητήσεις με έναν διερμηνέα που δεν ήξερε και πάρα πολύ καλά τα ισπανικά. Εκείνο το καλαμπούρι που έκανα μαζί του είναι ότι παντού έλεγε “Μουέρτε ο λιμπερτά”, ξέρεις, “Ελευθερία ή θάνατος”. Μάλιστα με πήγε και σε ένα μοντέρνο σφαγείο και δεν ήθελα να μπω μέσα, και είδα την πινακίδα: “Ελευθερία ή θάνατος”. Του λέω “Εδώ, αγαπητέ σύντροφε, κοροϊδεύετε τα ζώα, εδώ μόνο ο θάνατος τα περιμένει. Τι μου λες και βάζεις το “ή” ; Είναι σκέτο “μουέρτε”, του λέω. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πήγαμε σε ένα κέντρο που είχε μουσική και χορέψαμε. Σηκώθηκε ο ίδιος επάνω και είπε στην ορχήστρα να παίξουμε το τραγούδι αυτό, ενθουσιάστηκε ο κόσμος και μετά με φώναξε πάνω και είπε “Αυτός είναι ο συνθέτης”, και χειροκρότησαν όλοι. Αγαπήθηκα πολύ στην Κούβα ως λαϊκός συνθέτης, δε γίνεται παραπάνω…»
Όταν δολοφονήθηκε ο Τσε Γκεβάρα και κυκλοφόρησαν αυτές οι φρικτές φωτογραφίες που οι εκτελεστές έδειχναν το νεκρό του σώμα ως τρόπαιο, ο Μίκης ήταν για μια ακόμα φορά φυλακή. Χούντα. Φυσικά συγκλονίστηκε. Ως χρέος τιμής το 1976 έγραψε το τραγούδι «Ο Άγιος Τσε – Στο κατώφλι των καιρών» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη. Κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Στο κατώφλι των καιρών». Στο κατώφλι των καιρών γνέθουν οι μητέρες την ελπίδα και πριν γνωρίσουν τα φιλιά φεύγουν τα παιδιά και γίνονται άντρες στα βουνά, και τα κορίτσια που αγαπούν τη Γκουέρνικα κεντούν… Άγια είναι η λευτεριά κι ο καημός του κόσμου σημαία πλατιά τη σκιά χαιρετά του Τσε Γκεβάρα είναι ο δρόμος μακρινός. Πάμε για τη μάχη κι ίσως να ‘σαι, μάνα αύριο μονάχη…»
Σβήνοντας τα κεράκια στην τούρτα μαζί με τον Φιντέλ Κάστρο
Το ίδιο βράδυ που γνώρισε τον Τσε, συνάντησε και τον Φιντέλ Κάστρο που ακαριαία γοητεύτηκε από τον Μίκη και τον έλουσε με φιλοφρονήσεις. Η σχέση αμέσως έγινε δυνατή, ακολούθησε τακτική επικοινωνία και το 1981 ένα δώρο μεγάλο. Έφτασε ξανά στην Αβάνα ο Μίκης φέρνοντας μαζί το επικό έργο του Canto General. Μια μεγαλειώδης συναυλία έγινε μπροστά στον καθεδρικό ναό της Αβάνας που για πρώτη φορά από το 1959 άναψαν οι πολυέλαιοι και άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής τραγουδούσαν. Παραλήρημα. Τα πλήθη ούρλιαζαν. Στην τελευταία συναυλία, στις 29 Ιουλίου έρχεται και ο Κάστρο. Λίγο αργότερα, οι δυο τους, αγκαλιασμένοι -ο Κάστρο με το πούρο στο χέρι- έσκυψαν πάνω από μια τούρτα και έσβησαν τα κεριά. Βλέπετε ήταν και οι δυο γεννημένοι με δυο εβδομάδες διαφορά, 29 Ιουλίου ο Μίκης, 13 Αυγούστου ο Κάστρο. Ο Κάστρο είπε στις κάμερες «Πιστεύω ότι η μουσική είναι ακόμα πιο δύσκολη από την πολιτική. Η απόδειξη είναι ότι υπάρχουν περισσότεροι πολιτικοί στον κόσμο και λιγότεροι μουσικοί. Υπάρχουν, όμως, ακόμα λιγότεροι επαναστάτες καλλιτέχνες, αν και οι καλλιτέχνες γενικά εύχονται την επανάσταση. Υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που δεν είναι επαναστάτες. Έτσι, το ποσοστό των επαναστατών καλλιτεχνών είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των πολιτικών».29 Ιουλίου 1981 σβήνουν μαζί τα κεράκια στην τούρτα. Είναι τα γενέθλια του Μίκη ενώ στις 13 Αυγούστου ήταν αυτά του Κάστρο.
Όταν στις 26 Νοεμβρίου του 2016 ο Κάστρο πέθανε, ο Μίκης Θεοδωράκης του έγραψε: Αγαπητέ Φιντέλ. Μας άφησες και είναι η πρώτη φορά που διαφωνώ μαζί σου.
Ο Λοΐζος ήταν μια πλαγιά με πολύχρωμα λουλούδια
Πληθωρικός αλλά και δοτικός, αναγνώριζε το ταλέντο και το αγκάλιαζε στους νεώτερους. Σαν να ήταν χρέος του. Με μια πατρική φροντίδα. Ένας από αυτούς που ξεχώρισε και που βαθύτατα πληγώθηκε ο Θεοδωράκης όταν πέθανε πρόωρα ήταν ο Μάνος Λοΐζος. Έγραψε ο ίδιος στο περιοδικό «Άνθρωποι» το 2015. «Είχα την ευτυχία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοΐζο από τα πρώτα του βήματα -θα πει ο Θεοδωράκης-. Τον θυμάμαι στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, να κάθεται απέναντί μου ώρες αμέτρητες καθώς οι συζητήσεις μας δεν είχαν τελειωμό… Ο Λοΐζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε. Γεννούσε. Κι αυτό γιατί έτσι το ένιωθε… Τρυφερός και καλός, γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες, στον αγώνα. Δεν ήταν πλατάνι ή βαλανιδιά. Ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου!»Μάνος Λοϊζος, Μίκης Θεοδωράκης, Χαρούλα Αλεξίου, Μαρία Φαραντούρη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νταλάρας
Συγκλονιστικές στιγμές στην απομόνωση με τον Ανδρέα Λεντάκη
«Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα». Σπαρακτικό, συγκλονιστικό το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη για τα βασανιστήρια που υπέστη στη χούντα ο Ανδρέας Λεντάκης έχει σφραγίσει τη σκληρότητα της εποχής αλλά και τον ηρωισμό των Ελλήνων που αντιστάθηκε στη χούντα. Η σχέση τους σφυρηλατήθηκε μέσα στις φυλακές, στην πρώτη απομόνωση του Μίκη. Περιγράφει ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης μοναδικά στο βιβλίο του «Το χρέος»: «ΚΕΛΙ ΑΡ.3. Το κελί των γυναικών. Στον τοίχο κολλημένες φωτογραφίες παιδιών. Το γυναικείο άρωμα κρέμεται από το ταβάνι. Πλησιάζω το παράθυρο. Ο φωταγωγός. Η ταράτσα. Ο θόρυβος των γραφείων. Οι άγριες φωνές. Χτυπώ. Πλάι στο αποχωρητήριο, το πρώτο μου κελί. Ο ιούδας ανοιχτός. Βάζω βιαστικά το μάτι. Ο Αντρέας! Υποχωρώ. Ένα μάτι με παρατηρεί. Μετά μεγαλώνει. Μπαίνω στο «μέρος». Χτυπώ τον τοίχο συνθηματικά. Ξαναβγαίνω. Μια γρήγορη ματιά. Ο Αντρέας καθισμένος κατάχαμα, χορεύει! Μέσ’ στο κελί ετοιμάζω το Μορς των φυλακών. ΑΒΓΔ-ΕΖΗΘ-ΙΚΛΜ κ.λ.π. Χτυπάς πρώτα τη σειρά της ομάδας και στη συνέχεια τη σειρά του γράμματος μέσα στην ομάδα. Το απόγιομα πετώ το χαρτάκι από την τρύπα του ιούδα. Μετά ξαπλώνω πλάι στον τοίχο κι αρχίζουμε το κουβεντολόι. Ο Αντρέας μου διηγήθηκε τη δράση του και τη σύλληψή του. Τις ανακρίσεις και το μαρτύριό του πάνω στην ταράτσα. «Με χτυπούσαν με μικρούς σάκους γιομάτους με άμμο στο κεφάλι, γιατί γνώριζαν πως είχα μετατραυματική επιληψία…». Ο Λάμπρου αγαπούσε και θαύμαζε το «κεφάλι» του. «Θαυμάζω τους Λαμπράκηδές σου, μου έλεγε. Έχουν όλοι θαυμάσιο μυαλό. Ο Μανωλάκος, ο Λεντάκης…» Την άλλη μέρα μου φέρνουν τον Θέμο, τον πρώτο μου σύντροφο στην παρανομία. Μεγάλη χαρά. Ως το βράδυ μου διηγείται. Τα νέα της παρανομίας κι ύστερα τα νέα της Ασφάλειας δεν έχουν τέλος.Ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης το 1997
«Να πίνεις νερό με λίγη ζάχαρη», χτυπά ο Αντρέας. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη μέρα. Οι πιο δύσκολες, γιατί ο οργανισμός διαμαρτύρεται, αντιδρά, πονά. Μετά ζαλάδες. Ξαπλώνω. Ημέρα δωδέκατη. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ακούω τη γυναίκα μου να φωνάζει στους διαδρόμους: «Δολοφόνοι». Θυμάμαι το τελευταίο μου μήνυμα: «Αρχίζω την τελευταία μου μάχη για τη Λευτεριά του Λαού μας…».
Ο Αντρέας χτυπά γρήγορα και δυνατά. Διαμαρτύρεται. Και μετά: «Δεν είναι η τελευταία. Θα δώσουμε μαζί κι άλλες ως την τελική νίκη…». Με μεταφέρουν στα χέρια. Αυτοκίνητο. «Άγιος Παύλος…».