Ο «άγνωστος» Χρήστος Κυριαζής - Η ζωή και τα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες
Το γκρουπ, η περιπέτεια, η «αλητεία», η μελωδία για μια γυναίκα. Αυτά ήταν που έκαναν τον Χρήστο Κυριαζή να αγαπήσει το χώρο της μουσικής
Συγκίνηση προκάλεσε στο πανελλήνιο η είδηση του θανάτου του Χρήστου Κυριαζή. Ο αγαπημένος τραγουδιστής έδινε μάχη με τον καρκίνο το τελευταίο διάστημα και δυστυχώς τα ξημερώματα έφυγε από τη ζωή στο σπίτι του στο πλάι της συζύγου του, Σοφίας.
Ο Χρήστος Κυριαζής γεννήθηκε το 1953 στον Πειραιά και μεγάλωσε στα Καμίνια. Ο πατέρας του εργαζόταν ως επιπλοποιός και λόγω της οικογενειακής παράδοσης κι εκείνος έμαθε τη τέχνη. Ποτέ όμως δεν έκρυψε την αγάπη του για τη μουσική. Στην διάρκεια της ζωής του το όνομά του συνδέθηκε και με την κατασκευή επίπλων.
Σε ηλικία 12 ετών πήρε μία χειροποίητη κιθάρα κι άρχισε να προσπαθεί μέσα από αυτήν, να μάθει τις νότες.
Ο ίδιος θυμάται ότι «Παρόλο που είχε χιλιάδες κόσμου, όση ώρα παίζαμε είχε απόλυτη ησυχία. Σκέφτηκα ότι θα μας πετούσαν ντομάτες, αλλά μόλις τελειώσαμε ακούστηκε ένα απίστευτο χειροκρότημα. Πρόσεχαν όλοι τους στίχους». Εκεί τους άκουσε ο Φαληρέας και τους πήγε στη Lyra για το πρώτο τους κομμάτι «Διαμορφώσου».
Ακολούθησαν προσωπικοί του δίσκοι στη Lyra όπου ξεχώρισε με την ιδιαίτερη φωνή του το «Έλα μωράκι» και η πρώτη εκτέλεση από το «Βράδυ Σαββάτου», κομμάτι που συμπεριέλαβε το 1992 ο Βασίλης Παπακωνστναντίνου σε μια νέα εκτέλεση στο δίσκο «Σφεντόνα» με την προσθήκη ενός ρεφρέν.
Αν και κατάφερε να φέρει τα πάνω κάτω στην Λευκάδα και κάθε βράδυ γινόταν χαμός όταν έπαιζε στο νησί, εκείνος παρατάει τις Πρόκες και την Ελλάδα και πάει στην Ιταλία. Εκεί σπουδάζει σχέδιο και γοητεύεται από την ιταλική αρχιτεκτονική.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα αποφασίζει να δουλέψει μαζί με τα αδέρφια του μέχρι να δει τι θα κάνει με τη μουσική. Τους δίνει τα σχέδιά του και πολύ γρήγορα εκτόξευσαν τις πωλήσεις. Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα δικά του καταστήματα που πήγαιναν πολύ καλά και γοήτευαν τους Αθηναίους.
Το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» δεν έπεισε κανέναν εκτός από τη γυναίκα του Δημήτρη Γιαρμενίδη, διευθυντή της Sony. Τα πρώτα 2.000 αντίτυπα έγιναν ανάρπαστα και από τότε η πορεία ήταν λαμπρή.
Μια δεύτερη καριέρα, πιο πετυχημένη αυτή τη φορά ξεκίνησε, με όλη την Ελλάδα να τραγουδάει κομμάτια του. Ακολούθησαν πετυχημένοι δίσκοι και τραγούδια που άφησαν εποχή. «Επιμένω», «Ημεροβίγλι», «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια».
Μια κουβέντα του Άκη Πάνου είναι αυτή που τον επαναφέρει στο μποέμικο του χαρακτήρα του. «Κυριαζή, ξέρεις το κόλπο και γράφεις καλά τραγούδια. Πρόσεχε μη σε κάνουν γυαλιστερό. Μην κυκλοφορείς πολύ σε τηλεόραση και εξώφυλλα». Μόλις μου είπε αυτό, γύρισα στην Αθήνα και σταμάτησα τα πάντα τραγουδώντας πλέον μόνο για πάρτη μου, σε φίλους, σε εκδρομές και ψαρέματα» έχει εξομολογηθεί ο ίδιος.
Και αυτό ακριβώς έκανε. Τα παράτησε όλα και επέστρεψε για λίγο στην επιπλοποιία. Ο χώρος όμως έχει αλλάξει, οι νέοι μάστορες δεν είναι όσο μερακλήδες ήθελε ο ίδιος και αποφασίζει να εγκαταλείψει τον κλάδο.
Σίγουρα η σχέση που μονοπώλησε το ενδιαφέρον των media ήταν εκείνη με την ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στις αρχές των 90s. Μάλιστα οι φήμες ήθελαν οι δύο μεγάλες του επιτυχίες «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» και «Έχω κλάψει» να έχουν γραφτεί για τα μάτια της Βάνας Μπάρμπα… Όπως δήλωσε και η ίδια σε συνέντευξή της το 2016 στη Freddo, «Ήμασταν μαζί δύο χρόνια περίπου. Έχω να θυμάμαι υπέροχα πράγματα…. Πέρασα υπέροχα. Για μένα ήταν από τις πιο ωραίες μου σχέσεις. Τον αγαπάω βαθιά και οι άνθρωποι που αγαπιούνται, στην ουσία δεν χωρίζουν ποτέ. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να έχουμε ποιοτικές σχέσεις και όχι ποσοτικές».
Εδώ και δύο δεκαετίες ήταν αχώριστος με τη σύντροφό του τη Σοφία. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας χούσε μία απλή ζωή, ενώ εδώ και αρκετούς μήνες ξεκίνησε η μάχη του με τον καρκίνο. «Έχω αγαπηθεί πολύ και έχω πληγωθεί πολύ. Φυσικά και έχω κλάψει για γυναίκα, δεν είναι ντροπή. Αλλά αυτό δεν είναι και το νόημα της ζωής; Τι θα ήταν η ζωή χωρίς τις γυναίκες;». Παρότι ο κόσμος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για την προσωπική του ζωή, παρά μόνο για την παθιασμένη σχέση του με τη Βάνα Μπάρμπα, ο ίδιος επιμένει να την κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. «Έχω την οικογένειά μου, αλλά δεν μου αρέσει να προβάλλω την προσωπική μου ζωή», ξεκαθαρίζει το 2018, ενώ, όταν ερωτάται αν στην πορεία της μέχρι σήμερα ζωής του βρήκε την ιδανική γυναίκα, απαντά: «Με βρήκε εκείνη! Ήταν το καλοκαίρι του 2000 στην Αίγινα. Από τότε άλλαξε η ζωή μου για πάντα!».
Το γκρουπ, η περιπέτεια, η «αλητεία», η μελωδία για μια γυναίκα. Αυτά ήταν που έκαναν τον Χρήστο Κυριαζή να αγαπήσει το χώρο της μουσικής. Τα εφέ, τα γυαλιστερά ρούχα, τα πολλά χρήματα και οι γνωριμίες τον άφηναν πάντα αδιάφορο. Έτσι επέλεξε να ζήσει και έτσι έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Σε ηλικία 12 ετών πήρε μία χειροποίητη κιθάρα κι άρχισε να προσπαθεί μέσα από αυτήν, να μάθει τις νότες.
Από τις Πρόκες στη Lyra
Ο Χρήστος Κυριαζής δημιουργεί γκρουπάκια και παίζει πρωινά σε κινηματογράφους και γνωστά στέκια του Πειραιά. Με τις Πρόκες συχνάζουν στο ιστορικό Fontana και παίζουν support στην θρυλική συναυλία των Socrates στο Σπόρτινγκ.Ο ίδιος θυμάται ότι «Παρόλο που είχε χιλιάδες κόσμου, όση ώρα παίζαμε είχε απόλυτη ησυχία. Σκέφτηκα ότι θα μας πετούσαν ντομάτες, αλλά μόλις τελειώσαμε ακούστηκε ένα απίστευτο χειροκρότημα. Πρόσεχαν όλοι τους στίχους». Εκεί τους άκουσε ο Φαληρέας και τους πήγε στη Lyra για το πρώτο τους κομμάτι «Διαμορφώσου».
Τον ανακάλυψε ο Βλάσσης Μπονάτσος
Όπως έχει πει ο Χρήστος Κυριαζής σε συνέντευξή του, «Όταν ήρθε ο Βλάσσης Μπονάτσος στο υπόγειο του “Hobbit” της πλατείας Αμερικής, μου είπε: “Ρε συ, έλα εδώ. Τα τραγούδια αυτά ποιανού είναι;”. Του λέω “δικά μου”. “Τα στιχάκια;”, “δικά μου κι αυτά”, του απάντησα. Και έτσι με πήρε μαζί του στο “Τσιν Τσιν”. Ο Βλάσσης Μπονάτσος είχε τότε το συγκρότημα “Πελόμα Μποκιού” και είχαν κάνει επιτυχία με το “Γαρύφαλλε”. Πάω και βλέπω το μαγαζί γεμάτο με 2000 άτομα μέσα. Τρελάθηκα και ξεκίνησα εκεί. Ο Βλάσσης τότε με βοήθησε πάρα πολύ, με γούσταρε και με αγαπούσε. Προ πάντων, όμως, του άρεσαν τα τραγούδια μου, οι στίχοι, αυτά που λέω. Όταν γίνονται αυτά, συμβαίνει το πραξικόπημα του 1967 και, θυμάμαι, είχαμε βγει έξω από το μαγαζί και ακούγαμε τα τανκς. Τότε πάλι σταμάτησα, δεν ξέραμε τι να κάνουμε τότε, διαλύθηκαν τα πάντα, όλα. Τότε έφυγα, γνώρισα ένα κορίτσι και πήγα στην Ιταλία. Μου βγήκε σε καλό, γιατί εκεί σπούδασα σχέδιο και, όταν γύρισα πίσω, έκανα τα δικά μου έπιπλα και μαγαζιά και πήγα πολύ καλά».Πάντα επιπλοποιός
Τα αδέρφια του Κυριαζή είχαν επιπλοποιείο, αλλά ο ίδιος δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα. Μετά από αρκετά live και επιτυχία σε συγκεκριμένους κύκλους στην Αθήνα ο Κυριαζής τα παρατάει όλα και πηγαίνει στην Ιταλία ακολουθώντας έναν έρωτα.Αν και κατάφερε να φέρει τα πάνω κάτω στην Λευκάδα και κάθε βράδυ γινόταν χαμός όταν έπαιζε στο νησί, εκείνος παρατάει τις Πρόκες και την Ελλάδα και πάει στην Ιταλία. Εκεί σπουδάζει σχέδιο και γοητεύεται από την ιταλική αρχιτεκτονική.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα αποφασίζει να δουλέψει μαζί με τα αδέρφια του μέχρι να δει τι θα κάνει με τη μουσική. Τους δίνει τα σχέδιά του και πολύ γρήγορα εκτόξευσαν τις πωλήσεις. Κάπως έτσι ξεκίνησαν τα δικά του καταστήματα που πήγαιναν πολύ καλά και γοήτευαν τους Αθηναίους.
Το «Βράδυ Σαββάτου» και ο Γιώργος Πολυχρονίου
Η Μάγκυ Χαραλαμπίδου του ζήτησε ένα δίσκο να πάει ο Πολυχρονίου στη Sony, αν και τον είχαν ήδη απορρίψει όλες οι άλλες δισκογραφικές.Το «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» δεν έπεισε κανέναν εκτός από τη γυναίκα του Δημήτρη Γιαρμενίδη, διευθυντή της Sony. Τα πρώτα 2.000 αντίτυπα έγιναν ανάρπαστα και από τότε η πορεία ήταν λαμπρή.
Μια δεύτερη καριέρα, πιο πετυχημένη αυτή τη φορά ξεκίνησε, με όλη την Ελλάδα να τραγουδάει κομμάτια του. Ακολούθησαν πετυχημένοι δίσκοι και τραγούδια που άφησαν εποχή. «Επιμένω», «Ημεροβίγλι», «Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια».
Η συμβουλή του Άκη Πάνου
Τα μαγαζιά γεμίζουν, τα τραγούδια του ακούγονται παντού και ο ίδιος ζει μεγάλες στιγμές.Μια κουβέντα του Άκη Πάνου είναι αυτή που τον επαναφέρει στο μποέμικο του χαρακτήρα του. «Κυριαζή, ξέρεις το κόλπο και γράφεις καλά τραγούδια. Πρόσεχε μη σε κάνουν γυαλιστερό. Μην κυκλοφορείς πολύ σε τηλεόραση και εξώφυλλα». Μόλις μου είπε αυτό, γύρισα στην Αθήνα και σταμάτησα τα πάντα τραγουδώντας πλέον μόνο για πάρτη μου, σε φίλους, σε εκδρομές και ψαρέματα» έχει εξομολογηθεί ο ίδιος.
Και αυτό ακριβώς έκανε. Τα παράτησε όλα και επέστρεψε για λίγο στην επιπλοποιία. Ο χώρος όμως έχει αλλάξει, οι νέοι μάστορες δεν είναι όσο μερακλήδες ήθελε ο ίδιος και αποφασίζει να εγκαταλείψει τον κλάδο.
Ο έρωτας με τη Βάνα Μπάρμπα και το «λιμάνι» του η Σοφία
Ο Χρήστος Κυριαζής παντρεύτηκε τη Μαρία Διαμαντή Πατέρα, της γνωστής ναυτιλιακής οικογένειας ενώ μαζί απέκτησαν έναν γιο τον Άρη. Χαμηλών τόνων ο Άρης, ήταν εκείνος που γνώρισε στον πατέρα του τον Θοδωρή Μαραντίνη, με τον οποίο έγινε φίλος και προέκυψε η συνεργασία τους στη σκηνή του Anodos Live Stage, το 2016, έπειτα από 20 χρόνια απουσίας.Σίγουρα η σχέση που μονοπώλησε το ενδιαφέρον των media ήταν εκείνη με την ηθοποιό Βάνα Μπάρμπα στις αρχές των 90s. Μάλιστα οι φήμες ήθελαν οι δύο μεγάλες του επιτυχίες «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» και «Έχω κλάψει» να έχουν γραφτεί για τα μάτια της Βάνας Μπάρμπα… Όπως δήλωσε και η ίδια σε συνέντευξή της το 2016 στη Freddo, «Ήμασταν μαζί δύο χρόνια περίπου. Έχω να θυμάμαι υπέροχα πράγματα…. Πέρασα υπέροχα. Για μένα ήταν από τις πιο ωραίες μου σχέσεις. Τον αγαπάω βαθιά και οι άνθρωποι που αγαπιούνται, στην ουσία δεν χωρίζουν ποτέ. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να έχουμε ποιοτικές σχέσεις και όχι ποσοτικές».
Εδώ και δύο δεκαετίες ήταν αχώριστος με τη σύντροφό του τη Σοφία. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας χούσε μία απλή ζωή, ενώ εδώ και αρκετούς μήνες ξεκίνησε η μάχη του με τον καρκίνο. «Έχω αγαπηθεί πολύ και έχω πληγωθεί πολύ. Φυσικά και έχω κλάψει για γυναίκα, δεν είναι ντροπή. Αλλά αυτό δεν είναι και το νόημα της ζωής; Τι θα ήταν η ζωή χωρίς τις γυναίκες;». Παρότι ο κόσμος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για την προσωπική του ζωή, παρά μόνο για την παθιασμένη σχέση του με τη Βάνα Μπάρμπα, ο ίδιος επιμένει να την κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. «Έχω την οικογένειά μου, αλλά δεν μου αρέσει να προβάλλω την προσωπική μου ζωή», ξεκαθαρίζει το 2018, ενώ, όταν ερωτάται αν στην πορεία της μέχρι σήμερα ζωής του βρήκε την ιδανική γυναίκα, απαντά: «Με βρήκε εκείνη! Ήταν το καλοκαίρι του 2000 στην Αίγινα. Από τότε άλλαξε η ζωή μου για πάντα!».
Το γκρουπ, η περιπέτεια, η «αλητεία», η μελωδία για μια γυναίκα. Αυτά ήταν που έκαναν τον Χρήστο Κυριαζή να αγαπήσει το χώρο της μουσικής. Τα εφέ, τα γυαλιστερά ρούχα, τα πολλά χρήματα και οι γνωριμίες τον άφηναν πάντα αδιάφορο. Έτσι επέλεξε να ζήσει και έτσι έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.