Μαριέττα Γιαννάκου: Μια προοδευτική και ντόμπρα πολιτικός με μεταρρυθμιστικό στίγμα
Μεγάλο το κενό που αφήνει, όχι μόνο στην οικογένειά της, αλλά και στην πολιτική σκηνή, ο θάνατος της - Η πορεία της ζωής της και οι «μάχες»
Δεν ήταν μόνο πρότυπο ήθους, εντιμότητας και δημοκρατικής αντίληψης, στοιχεία που πρέπει να διαθέτει ένας αντιπρόσωπος του λαού. Η Μαριέττα Γιαννάκου ήταν ντόμπρος χαρακτήρας και μαχητική γυναίκα μέχρι την τελευταία, κυριολεκτικώς, στιγμή της ζωής της. Με ειλικρινή οδύνη αποχαιρέτισε όλος ο πολιτικός κόσμος τη Μαριέττα του, που ξεκίνησε την πολιτική της σταδιοδρομία από την ΟΝΝΕΔ, χωρίς ακόμη τότε να είχε σκέψεις ενασχόλησης με την πολιτική. Μάλλον για διπλωματικός ή δικαστής προοριζόταν. Όμως, είναι γνωστό ότι, όταν ο άνθρωπος κάνει όνειρα, ο Θεός γελάει. Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής στην Αθήνα και αργότερα του Πανεπιστημίου της Γάνδης, είχε ειδικότητα στην Ψυχιατρική, που ασφαλώς τη βοήθησε πολύ στην προσέγγιση των ανθρώπων και, ασφαλώς, των συναδέλφων της πολιτικών.
Στην απόφασή της να ασχοληθεί με την πολιτική μάλλον την επηρέασε η προσωπικότητα του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τον οποίο γνωρίστηκε όταν εκείνη ήταν μέλος της Νεολαίας του κόμματος. Το πρώτο βήμα στον πολιτικό στίβο το έκανε το 1984, όταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ την επέλεξε για το ψηφοδέλτιο των ευρωεκλογών. Ο Αβέρωφ, ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε, στις κάλπες εκείνες είχε οδηγήσει τη Ν.Δ. σε αύξηση των ποσοστών της και βεβαίως στην εκλογή της Μαριέττας.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, μάλιστα, είναι ότι στην Ευρωβουλή τελικώς υπηρέτησε, με διαφορά μάλιστα ετών από τη μία θητεία της στην άλλη, συνολικώς τέσσερις φορές: το 1984, βεβαίως, όταν πρωτοεξελέγη, στις επόμενες ευρωεκλογές, του 1989, με πρόεδρο της Ν.Δ. τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όταν τοποθετήθηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου, και στις ευρωεκλογές του 1999, όταν με νεοεκλεγέντα πρόεδρο τον Κώστα Καραμανλή η Ν.Δ. αύξησε τα ποσοστά της και έδειχνε ότι πλησίαζε την εξουσία. Τη θητεία της στην Ευρωβουλή, έναν χρόνο μετά, διέκοψε η υποψηφιότητά της το 2000 στην Α’ Αθηνών, όταν εξελέγη βουλευτής και ανέλαβε συγχρόνως την αντιπροεδρία της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Στις ευρωεκλογές του 2009 ήταν και πάλι επικεφαλής του ψηφοδελτίου. Ευρωβουλευτής για τέταρτη φορά.
Είχε πλέον μια συμπυκνωμένη και σπάνια εμπειρία πάνω στα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα, αν σκεφτεί κανείς σε πόσες επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου είχε συμμετάσχει και ειδικώς σε Επιτροπές Εξωτερικών Υποθέσεων. Μάλιστα, υπό την ιδιότητά της αυτή είχε εκπονήσει ένα σχέδιο για τη δομή του ευρωστρατού. Υπήρξε ακόμα η συντάκτρια μιας έκθεσης για την εξωτερική πολιτική της Ε.Ε., με την οποία απέβλεπε στη σφυρηλάτηση μιας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής, από την οποία η Ευρώπη ασφαλώς πάσχει.
Η μακρά ευρωπαϊκή πορεία, το «καυτό» χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Παιδείας και η φιλελεύθερη αντίληψη που την χαρακτήριζε
Αρχή το 1990
Στα έδρανα του ελληνικού Κοινοβουλίου κάθισε για πρώτη φορά το 1990, όταν διετέλεσε υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τής ανέθεσε το σχετικό χαρτοφυλάκιο σε μια κρίσιμη πολιτικά στιγμή και με φλέγον το ασφαλιστικό ζήτημα. Το 2004 τοποθετήθηκε από τον Κώστα Καραμανλή υπουργός Παιδείας. Στα σχεδόν τέσσερα χρόνια της θητείας της επιχείρησε να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα βάσει των προτάσεων μιας ειδικώς συσταθείσας «επιτροπής σοφών». Τότε ήταν που επιχείρησε να δώσει άλλη έννοια στο πολύπαθο πανεπιστημιακό άσυλο, αλλά -και αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της εποχής- και να τροποποιηθεί το Άρθρο 16 του Συντάγματος για να εκσυγχρονισθεί το εκπαιδευτικό σύστημα, με τη δυνατότητα ίδρυσης στη χώρα μας ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Το παραπάνω εγχείρημα προκάλεσε αντιδράσεις από κόμματα της αντιπολίτευσης και συντεχνίες. Η προσπάθειά της αυτή της στοίχισε την εκλογή το 2007, αλλά δύο χρόνια μετά τοποθετήθηκε και πάλι επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της Ν.Δ. Στο ελληνικό Κοινοβούλιο μπήκε πάλι το 2019, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, τιμώντας την προσφορά της στην πολιτική ζωή, την τοποθέτησε στη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας.
Ο πολιτικός κόσμος θα τη θυμάται όχι απλώς ως μια έντιμη πολιτικό, αλλά και ως μια φιλελεύθερη φωνή, που έδινε σημασία στον υγιή ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και πίστευε στο ελάχιστο κράτος. Συνεχώς προβληματισμένη γύρω από τον τρόπο που λειτουργεί η χώρα και η Δημοκρατία, είχε διατυπώσει τις απόψεις της ήδη από το 1990. Πίστευε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πρέπει να είναι ένα διακοσμητικό πρόσωπο, αλλά χρειάζεται να του δοθούν κάποιες εξισορροπητικές εξουσίες στο πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής ζωής. Πίστευε ακόμα ότι οι βουλευτές δεν πρέπει να είναι και μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή της κυβέρνησης. Σε μια εποχή που η προοδευτική πολιτική σκέψη είναι περιορισμένη, η απουσία της Μαριέττας γίνεται ακόμα πιο ηχηρή.