Ο κρυμμένος Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης - Η ζωή του γελαστού «παππούλη»
Η πορεία προς την αγιοσύνη και η σχέση του με τον Άγιο Νικηφόρο τον λεπρό
Την τελευταία 20ετία, το Οικουµενικό Πατριαρχείο έχει προχωρήσει στην αγιοκατάταξη µοναχών και κληρικών που έζησαν στις µέρες µας. Κινήθηκαν ανάµεσά µας, µίλησαν µαζί µας, αφήνοντας πίσω τους ένα σηµαντικό κοινωνικό έργο, που εκτιµήθηκε από την επίσηµη Εκκλησία, αλλά κυρίως από τους πιστούς.
Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν ο ιερέας Ευµένιος Σαριδάκης. Ασθένησε από λέπρα. Νοσηλεύτηκε στο Νοσοκοµείο Λοιµωδών στην Αγία Βαρβάρα, θεραπεύτηκε και έµεινε εκεί ως ιερέας να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Βρέθηκε δίπλα στον Αγιο Νικηφόρο, που αγωνίστηκε δίπλα στους λεπρούς, αλλά και τον Οσιο Πορφύριο, ο οποίος προέτρεπε τους πιστούς: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του γέροντα Ευµένιου, γιατί είναι ο κρυµµένος άγιος των ηµερών µας. Σαν τον γέροντα Ευµένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».
Ο κρυµµένος άγιος των ηµερών µας, ο γελαστός «παππούλης» από την Κρήτη, πριν από λίγες ηµέρες µε απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Φαναρίου αγιοκατατάχθηκε και στις 23 Μαΐου η Εκκλησία θα τιµήσει τη µνήµη του 23 χρόνια µετά την κοίµησή του. Η διαδικασία της αγιοκατάταξης άρχισε πέρυσι τον Ιούνιο, όταν η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης έκανε δεκτό το αίτηµα του Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας Μακαρίου για την εγγραφή στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του αρχιµανδρίτη Ευµενίου Σαριδάκη, µε καταγωγή από την Εθιά του Ηρακλείου.
Ο αγαπηµένος «παππούλης» Ευµένιος Σαριδάκης (κατά κόσµον Κωνσταντίνος) γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1931 και ήταν το όγδοο παιδί µιας φτωχής οικογένειας από την Εθιά Μονοφατσίου του Ηρακλείου. Οταν ήταν δύο χρόνων, ο πατέρας του πέθανε, µε την οικογένειά του να ζει σε συνθήκες που όλο χειροτέρευαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος φόρεσε παπούτσια σε ηλικία 12 χρόνων.
Από παιδί ήταν κοντά στην Εκκλησία. Αργότερα έλεγε: «Εγώ δεκαεπτά χρόνων πήγα στο µοναστήρι. Ηµουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό µου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόµουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια µέρα µού λέει ο παπάς: “Ελα να σε κάνω νεωκόρο”. Πήγα κι εγώ. Αναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ό,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήµερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευµα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και µετά πήγα στο σπίτι µας. Ηταν εκεί η αδελφή µου η Ευγενία. Φάγαµε ξεροτήγανα, τηγανίτες και µακαρόνες. Εκεί που τρώγαµε, ήρθε µια λάµψη και µε τύφλωσε και µπήκε µέσα στα βάθη της ψυχής µου. Κι αµέσως, την ίδια στιγµή, φώναξα της Ευγενίας: “Ευγενία, θα γίνω καλόγερος”. Την ίδια στιγµή. Εκείνη τη στιγµή µε φώτισε ο Θεός. Την είδα µε τα µάτια µου εκείνη τη λάµψη, που µπήκε µέσα µου. Μόλις είδα αυτή τη λάµψη, είπα κατευθείαν: “Θα γίνω καλόγερος”».
Στο νοσοκοµείο είχε την τύχη να γνωρίσει τον Αγιο Νικηφόρο, που, αν και τυφλός από την ασθένειά του, έγινε µεγάλος πνευµατικός πατέρας και δάσκαλος του γέροντα Ευµένιου. Η διεύθυνση του σταθµού του νοσοκοµείου, επειδή ήταν µοναχός, του παραχώρησε µικρό κελί, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, όπου διέµεινε όλη τη ζωή του. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο νοσοκοµείο «Ευαγγελισµός». Την 23η Μαΐου 1999 εκοιµήθη και ετάφη σύµφωνα µε την επιθυµία του στον τόπο όπου γεννήθηκε, την Εθιά.
Σηµαντικό ρόλο στη ζωή του γέροντα Ευµένιου έπαιξε ο Αγιος Νικηφόρος (κατά κόσµον Νικόλαος Τζανακάκης), ο οποίος καταγόταν από το Σηρικάρι των Χανίων. Σε ηλικία 13 ετών χτυπήθηκε από τη νόσο του Χάνσεν και, για να αποφύγει τη Σπιναλόγκα, ταξίδεψε έως την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οταν τα σηµάδια της λέπρας ήταν πλέον εµφανή, κατέληξε στο Λεπροκοµείο της Χίου, όπου γνωρίστηκε µε τον Αγιο Ανθιµο. Το 1957, όταν έκλεισε το Λωβοκοµείο της Χίου, ο Νικηφόρος µεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθµό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Εκεί ο Ευµένιος γνωρίστηκε µε τον άγιο και έγινε υποτακτικός του. Ο Νικηφόρος εκοιµήθη το 1964 και, σύµφωνα µε µαρτυρίες του Ευµένιου ο «άγιος γέροντας» έκανε πολλά θαύµατα. Με την αγιοκατάταξη του Ευµένιου, έκλεισε ο κύκλος αναγνώρισης της προσφοράς των Αγίων Ανθιµου, Νικηφόρου και του ιδίου προς τους πάσχοντες από λέπρα, µια ασθένεια που σηµάδεψε τον 20ό αιώνα.
Ακόμη, στις αγιολογικές δέλτους ανεγράφησαν ο μακαριστός μητροπολίτης Χίου Πλάτων και όσοι μαρτύρησαν κατά τη σφαγή, καθώς και ο λόγιος δάσκαλος Αναστάσιος Γόρδιος. Οι επτά αρχιερείς είναι: Αγχιάλου Ευγένιος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Δέρκων Γρηγόριος, Εφέσου Διονύσιος, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Νικομηδείας Αθανάσιος και Τυρνόβου Ιωαννίκιος. Και οι επτά φυλακίστηκαν μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ την ίδια ημέρα και στη συνέχεια απαγχονίστηκαν, δίδοντας τη μαρτυρία και την ομολογία της πίστεως. Επίσης, αγιοκατατάχθηκε ο δάσκαλος Αναστασίου Γορδίου. Την ίδια περίοδο, η Εκκλησία της Κύπρου προχώρησε στην αγιοκατάταξη του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, τον οποίο κρέμασαν οι Τούρκοι όταν ξέσπασε η επανάσταση. Την ίδια χρονιά, όμως, έγινε άγιος και ο Οσιος Μελέτιος ο Ρόδιος, που έζησε επί τουρκοκρατίας, ενώ το 2009 αποφασίστηκαν οι αγιοκατατάξεις των μελών της οικογένειας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Στις 20 Οκτωβρίου 2019 αγιοκατατάχθηκαν οι αγιορείτες Εφραίμ Κατουνακιώτης, Δανιήλ Κατουνακιώτης και ο Ιωσήφ Ησυχαστής. Εναν χρόνο πριν, είχε γίνει άγιος ο γέροντας της Πάτμου Αμφιλόχιος Μακρής. Το 2016 αγιοκατατάχθηκε ο Αγιος Βλάσιος.
Ο Άγιος Παΐσιος
Από το 2008 έως το 2015 αναγνωρίστηκαν οι πλέον γνωστοί άγιοι των ημερών μας. Πρόκειται για τους: Παΐσιο, Πορφύριο, Ιάκωβο (Τσαλίκη) και Γεώργιο Καρσλίδη. Η περίπτωση του τελευταίου είχε προκαλέσει. Ο μοναχός είχε υποστεί διώξεις κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Γεωργία, ίδρυσε το Μοναστήρι της Αναλήψεως και πέθανε το 1959, ωστόσο, σύμφωνα με τις αρνητικές εισηγήσεις που υπήρξαν, δεν πληρούσε τα κριτήρια για να ενταχθεί στο αγιολόγιο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Νοεμβρίου, μαζί με την αδελφή του, η οποία είχε προηγηθεί στην αγιοκατάταξη, αφού είχε πεθάνει σε ηλικία 14 ετών, το 1910.
Σε εκκρεμότητα παραμένει η πρόταση της Μητρόπολης Πατρών για την αγιοκατάταξη του γέροντος Γερβάσιου Παρασκευόπουλου, φίλου του Αγίου Νεκταρίου.
Πριν από την περίπτωση του Θεολόγου συζήτηση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι αναγορεύτηκε άγιος ο μακαριστός Mητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος (1919-1984), με δυναμική παρέμβαση του Ναυπάκτου Ιερόθεου. Ο Καλλίνικος την περίοδο 1946-1949 είχε υπηρετήσει στον εθνικό Στρατό ως καταδρομέας. Ωστόσο, στη συνέχεια του βίου του ήταν από τους ιεράρχες που διακρίνονταν για την αφοσίωσή τους στον Θεό και τον άνθρωπο.
α) Να έχει περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τη ζωή και τον θάνατό του.
β) Να υπάρχουν αποδείξεις για τα θαύματα που έχει κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
γ) Το λείψανό του να παραμένει άφθαρτο ή να ευωδιάζει.
δ) Να υπάρχουν μαρτυρίες για την αγιότητά του.
Παράλληλα, ο τοπικός μητροπολίτης συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με τον βίο του προσώπου και έπειτα με έκθεσή του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο εισηγείται την αγιοκατάταξή του.
Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν ο ιερέας Ευµένιος Σαριδάκης. Ασθένησε από λέπρα. Νοσηλεύτηκε στο Νοσοκοµείο Λοιµωδών στην Αγία Βαρβάρα, θεραπεύτηκε και έµεινε εκεί ως ιερέας να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Βρέθηκε δίπλα στον Αγιο Νικηφόρο, που αγωνίστηκε δίπλα στους λεπρούς, αλλά και τον Οσιο Πορφύριο, ο οποίος προέτρεπε τους πιστούς: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του γέροντα Ευµένιου, γιατί είναι ο κρυµµένος άγιος των ηµερών µας. Σαν τον γέροντα Ευµένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».
Ο αγαπηµένος «παππούλης» Ευµένιος Σαριδάκης (κατά κόσµον Κωνσταντίνος) γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1931 και ήταν το όγδοο παιδί µιας φτωχής οικογένειας από την Εθιά Μονοφατσίου του Ηρακλείου. Οταν ήταν δύο χρόνων, ο πατέρας του πέθανε, µε την οικογένειά του να ζει σε συνθήκες που όλο χειροτέρευαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος φόρεσε παπούτσια σε ηλικία 12 χρόνων.
Από παιδί ήταν κοντά στην Εκκλησία. Αργότερα έλεγε: «Εγώ δεκαεπτά χρόνων πήγα στο µοναστήρι. Ηµουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό µου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόµουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια µέρα µού λέει ο παπάς: “Ελα να σε κάνω νεωκόρο”. Πήγα κι εγώ. Αναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ό,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήµερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευµα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και µετά πήγα στο σπίτι µας. Ηταν εκεί η αδελφή µου η Ευγενία. Φάγαµε ξεροτήγανα, τηγανίτες και µακαρόνες. Εκεί που τρώγαµε, ήρθε µια λάµψη και µε τύφλωσε και µπήκε µέσα στα βάθη της ψυχής µου. Κι αµέσως, την ίδια στιγµή, φώναξα της Ευγενίας: “Ευγενία, θα γίνω καλόγερος”. Την ίδια στιγµή. Εκείνη τη στιγµή µε φώτισε ο Θεός. Την είδα µε τα µάτια µου εκείνη τη λάµψη, που µπήκε µέσα µου. Μόλις είδα αυτή τη λάµψη, είπα κατευθείαν: “Θα γίνω καλόγερος”».
Στον στρατό
Για να υπηρετήσει τον Θεό, πήγε στη Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, όπου τρία χρόνια µετά εκάρη µοναχός και έλαβε το όνοµα Σωφρόνιος. Στη συνέχεια, πήγε στον Στρατό, όµως αρρώστησε βαριά από λέπρα και νοσηλεύτηκε στο Νοσοκοµείο Λοιµωδών στην Αγία Βαρβάρα Αθηνών, όπου θεραπεύτηκε. Οµως, ζώντας από κοντά το δράµα των λεπρών, αποφάσισε να παραµείνει στο νοσοκοµείο ως ιερέας στον Ναό των Αγίων Αναργύρων Ιατρών, Κοσµά και ∆αµιανού, µέσα στο Λοιµωδών.Στο νοσοκοµείο είχε την τύχη να γνωρίσει τον Αγιο Νικηφόρο, που, αν και τυφλός από την ασθένειά του, έγινε µεγάλος πνευµατικός πατέρας και δάσκαλος του γέροντα Ευµένιου. Η διεύθυνση του σταθµού του νοσοκοµείου, επειδή ήταν µοναχός, του παραχώρησε µικρό κελί, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, όπου διέµεινε όλη τη ζωή του. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο νοσοκοµείο «Ευαγγελισµός». Την 23η Μαΐου 1999 εκοιµήθη και ετάφη σύµφωνα µε την επιθυµία του στον τόπο όπου γεννήθηκε, την Εθιά.
Σηµαντικό ρόλο στη ζωή του γέροντα Ευµένιου έπαιξε ο Αγιος Νικηφόρος (κατά κόσµον Νικόλαος Τζανακάκης), ο οποίος καταγόταν από το Σηρικάρι των Χανίων. Σε ηλικία 13 ετών χτυπήθηκε από τη νόσο του Χάνσεν και, για να αποφύγει τη Σπιναλόγκα, ταξίδεψε έως την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οταν τα σηµάδια της λέπρας ήταν πλέον εµφανή, κατέληξε στο Λεπροκοµείο της Χίου, όπου γνωρίστηκε µε τον Αγιο Ανθιµο. Το 1957, όταν έκλεισε το Λωβοκοµείο της Χίου, ο Νικηφόρος µεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθµό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Εκεί ο Ευµένιος γνωρίστηκε µε τον άγιο και έγινε υποτακτικός του. Ο Νικηφόρος εκοιµήθη το 1964 και, σύµφωνα µε µαρτυρίες του Ευµένιου ο «άγιος γέροντας» έκανε πολλά θαύµατα. Με την αγιοκατάταξη του Ευµένιου, έκλεισε ο κύκλος αναγνώρισης της προσφοράς των Αγίων Ανθιµου, Νικηφόρου και του ιδίου προς τους πάσχοντες από λέπρα, µια ασθένεια που σηµάδεψε τον 20ό αιώνα.
Οι άγιοι των ημερών μας και η Επανάσταση
Δεκάδες είναι οι κληρικοί και οι λαϊκοί που αγιοκατατάχθηκαν τον 21ο αιώνα, με τελευταίο (14 Απριλίου) τον γελαστό «παππούλη» Ευμένιο Σαριδάκη. Με αφορμή και τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε την αγιοκατάταξη προσώπων που συνδέθηκαν με την «καθοδήγηση» του λαού, αλλά και τη μεγάλη προσφορά στην Παιδεία και τη διατήρηση της πίστης, αξίες για τις οποίες θυσιάστηκαν. Παράλληλα με τον «ηρωισμό των παπάδων», το Φανάρι αναγνώρισε το έργο δεκάδων μοναχών που ηγήθηκαν μιας σύγχρονης προσπάθειας παρέμβασης για μια κοινωνία πιο κοντά στον Θεό. Τον Φεβρουάριο του 2020, το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπέγραψε την πράξη αγιοκατάταξης των Μάρκου-Πέτρου Μαρκούλη εκ Κλεισούρας, Ιωάννη-Νούλτζου εκ Καστορίας και των συν αυτώ αθλησάντων, Γεωργίου του εκ Καστορίας, ιερέως Βασιλείου Καλαπαλίκη, εφημερίου Χιλιοδέντρου Καστορίας και αρχιμανδρίτου Πλάτωνος Αϊβαζίδη. Με τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση, το Φανάρι προχώρησε στην αγιοκατάταξη και των επτά αρχιερέων που μαρτύρησαν μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.Η απόφαση να γίνει μοναχός και η παραμονή του στο Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα, όπου στάθηκε και αγωνίστηκε στο πλευρό των λεπρών
Ακόμη, στις αγιολογικές δέλτους ανεγράφησαν ο μακαριστός μητροπολίτης Χίου Πλάτων και όσοι μαρτύρησαν κατά τη σφαγή, καθώς και ο λόγιος δάσκαλος Αναστάσιος Γόρδιος. Οι επτά αρχιερείς είναι: Αγχιάλου Ευγένιος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Δέρκων Γρηγόριος, Εφέσου Διονύσιος, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Νικομηδείας Αθανάσιος και Τυρνόβου Ιωαννίκιος. Και οι επτά φυλακίστηκαν μαζί με τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ την ίδια ημέρα και στη συνέχεια απαγχονίστηκαν, δίδοντας τη μαρτυρία και την ομολογία της πίστεως. Επίσης, αγιοκατατάχθηκε ο δάσκαλος Αναστασίου Γορδίου. Την ίδια περίοδο, η Εκκλησία της Κύπρου προχώρησε στην αγιοκατάταξη του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, τον οποίο κρέμασαν οι Τούρκοι όταν ξέσπασε η επανάσταση. Την ίδια χρονιά, όμως, έγινε άγιος και ο Οσιος Μελέτιος ο Ρόδιος, που έζησε επί τουρκοκρατίας, ενώ το 2009 αποφασίστηκαν οι αγιοκατατάξεις των μελών της οικογένειας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Στις 20 Οκτωβρίου 2019 αγιοκατατάχθηκαν οι αγιορείτες Εφραίμ Κατουνακιώτης, Δανιήλ Κατουνακιώτης και ο Ιωσήφ Ησυχαστής. Εναν χρόνο πριν, είχε γίνει άγιος ο γέροντας της Πάτμου Αμφιλόχιος Μακρής. Το 2016 αγιοκατατάχθηκε ο Αγιος Βλάσιος.
Σε εκκρεμότητα παραμένει η πρόταση της Μητρόπολης Πατρών για την αγιοκατάταξη του γέροντος Γερβάσιου Παρασκευόπουλου, φίλου του Αγίου Νεκταρίου.
Οι μητροπολίτες έχουν τον πρώτο λόγο στην επιλογή
Οι μητροπολίτες είναι αυτοί που πρωταγωνιστούν στην επιλογή των στοιχείων τα οποία και κατατίθενται ως αίτημα προς αγιοκατάταξη. Στοιχείων που σπανίως απορρίπτονται. Προς το παρόν, δύο είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η Εκκλησία αρνήθηκε αιτήματα προς αγιοκατάταξη. Αυτή που αφορούσε τον Αθανάσιο Διάκο (το αίτημα απορρίφθηκε το 2003) και μία πρόσφατη για τον μακαριστό Mητροπολίτη Λαρίσης Θεολόγο, τον οποίο είχε διορίσει η χούντα. Η πρόταση είχε προκαλέσει δημόσια αντιπαράθεση, με τον Mητροπολίτη Γουμενίσσης Δημήτριο να ζητά με επιστολή του στη Σύνοδο να είναι προσεκτική: «Η αγιοσύνη των αγίων είναι χάρισμα του Θεού και μέθεξη των αγιαζομένων ανθρώπων δεν είναι επιτήδευμα των ανθρώπων προσθετικό στα του Θεού».Πριν από την περίπτωση του Θεολόγου συζήτηση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι αναγορεύτηκε άγιος ο μακαριστός Mητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος (1919-1984), με δυναμική παρέμβαση του Ναυπάκτου Ιερόθεου. Ο Καλλίνικος την περίοδο 1946-1949 είχε υπηρετήσει στον εθνικό Στρατό ως καταδρομέας. Ωστόσο, στη συνέχεια του βίου του ήταν από τους ιεράρχες που διακρίνονταν για την αφοσίωσή τους στον Θεό και τον άνθρωπο.
Πώς γίνεται η αγιοκατάταξη
Τα βασικά κριτήρια για την αγιοκατάταξη ενός προσώπου είναι τα εξής:α) Να έχει περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από τη ζωή και τον θάνατό του.
β) Να υπάρχουν αποδείξεις για τα θαύματα που έχει κάνει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
γ) Το λείψανό του να παραμένει άφθαρτο ή να ευωδιάζει.
δ) Να υπάρχουν μαρτυρίες για την αγιότητά του.
Παράλληλα, ο τοπικός μητροπολίτης συγκεντρώνει στοιχεία σχετικά με τον βίο του προσώπου και έπειτα με έκθεσή του προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο εισηγείται την αγιοκατάταξή του.