Σαλμάν Ρούσντι: Ο συγγραφέας που έγινε άθελά του σύμβολο της ελευθερίας της έκφρασης
«Το πρόβλημά μου είναι ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να με βλέπουν μόνο μέσα από το πρίσμα του φετφά», είχε πει κάποτε ο ίδιος
Ο Σαλμάν Ρούσντι, ο συγγραφέας του παγκόσμιου μπεστ-σέλερ «Οι σατανικοί στίχοι» ο οποίος τραυματίσθηκε σοβαρά σε επίθεση με μαχαίρι χθες, Παρασκευή, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, προσπαθούσε μετά το φετφά του 1989, που καλούσε για τη δολοφονία του, να μην τον αντιμετωπίζουν μόνο ως τον πρωταγωνιστή αυτής της υπόθεσης που έβαλε φωτιά στο μουσουλμανικό κόσμο.
«Το πρόβλημά μου είναι ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να με βλέπουν μόνο μέσα από το πρίσμα του φετφά», είχε πει κάποτε ο ίδιος, ο οποίος θέλει να θεωρείται συγγραφέας και όχι σύμβολο.
Όμως η αύξηση της ισχύος του ριζοσπαστικού ισλάμ αυτά τα τελευταία χρόνια δεν έπαψε να τον ξαναφέρνει σ' αυτό που ήταν πάντα στα μάτια της Δύσης: το σύμβολο της μάχης κατά του θρησκευτικού σκοταδισμού και για την ελευθερία τις έκφρασης.
Ήδη το 2005 θεωρούσε πως ο φετφάς αυτός ήταν ένα προοίμιο στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Και το 2016 σημείωνε: «Η περίπτωσή μου δεν ήταν παρά ο προάγγελος ενός φαινομένου πολύ ευρύτερου που πλέον μας αφορά όλους».
Είχε αφηγηθεί στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Τζόζεφ Άντον», που κυκλοφόρησαν το 2012, την ανατροπή της ζωής του όταν ο ιρανός αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, στις 14 Φεβρουαρίου 1989, κάλεσε τους μουσουλμάνους ολόκληρου του κόσμου να τον σκοτώσουν, καθώς οι φονταμενταλιστές έκριναν πως το έργο του «Οι σατανικοί στίχοι» ήταν βλάσφημο έναντι του Κορανίου και του Μωάμεθ.
Αναγκασμένος έκτοτε να ζει λαθραία και υπό αστυνομική προστασία, πηγαίνοντας από κρυψώνα σε κρυψώνα, κυκλοφορούσε με το όνομα Josef Anton, προς τιμήν των αγαπημένων του συγγραφέων, του Τζόζεφ Κόνραντ και του Άντον Τσέχοφ.
Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια τεράστια μοναξιά, η οποία αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη ρήξη με τη γυναίκα του, την αμερικανίδα μυθιστοριογράφο Μαριάν Γουίγκινς, στην οποία είναι αφιερωμένοι «Οι σατανικοί στίχοι».
«Είμαι φιμωμένος και φυλακισμένος (...) Θα ήθελα να παίξω μπάλα με τον γιο μου στο πάρκο. Η συνηθισμένη, κοινότοπη ζωή είναι για μένα ένα ανέφικτο όνειρο», έγραφε.
Όμως από το 1993, έχοντας κουραστεί να είναι «ένας αόρατος άνθρωπος», πολλαπλασίασε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, παραμένοντας υπό την επίβλεψη της βρετανικής κυβέρνησης.
Αφού εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και πριν από την επίθεση που υπέστη χθες, ο Σαλμάν Ρούσντι είχε ξαναρχίσει μια λίγο-πολύ φυσιολογική ζωή, συνεχίζοντας να υπερασπίζεται στα βιβλία του τη σάτιρα και την ασέβεια.
Ο φετφάς δεν ήρθη και πολλοί μεταφραστές του βιβλίου του τραυματίσθηκαν από επιθέσεις, ακόμη και σκοτώθηκαν, όπως ο Ιάπωνας Χιτόσι Ιγκαράσι, θύμα επίθεσης με μαχαίρι το 1991.
«Τριάντα χρόνια πέρασαν», έλεγε πάντως το φθινόπωρο του 2018. «Τώρα όλα πάνε καλά. Ήμουν 41 ετών τότε (την εποχή του φετφά), είμαι 71 τώρα. Ζούμε σε ένα κόσμο όπου τα ζητήματα που προκαλούν ανησυχία αλλάζουν πολύ γρήγορα. Υπάρχουν πλέον πολλοί άλλοι λόγοι για να φοβάται κανείς, άλλοι άνθρωποι για να σκοτωθούν...».
Το βιβλίο του, έχει εξάλλου εξηγήσει έκτοτε, «δεν έγινε κατανοητό». «Επρόκειτο στην πραγματικότητα για ένα μυθιστόρημα που μιλούσε για μετανάστες από την Ασία στο νότιο Λονδίνο και η θρησκεία τους δεν ήταν παρά μία όψη αυτής της ιστορίας», είπε.
Ο Σαλμάν Ρούσντι, η μητρική γλώσσα του οποίου είναι τα ουρντού, γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1947 στη Βομβάη (Μουμπάι) της Ινδίας στους κόλπους μιας οικογένειας μη θρησκευόμενων μουσουλμάνων διανοουμένων, πλούσιας, προοδευτικής και καλλιεργημένης. Καταβροχθίζει τα ινδικά έπη και συμμετέχει στις γιορτές, τόσο τις ινδουιστικές, όσο και τις μουσουλμανικές και τις χριστιανικές.
Στα 13 του, πάει για σπουδές στην Αγγλία. Αφού πέρασε από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, εργάζεται στο Πακιστάν ως τηλεοπτικός παραγωγός. Στόχος διαρκούς λογοκρισίας, επιστρέφει στο Λονδίνο και κερδίζει τη ζωή του από τη διαφήμιση.
Το πρώτο του διάσημο μυθιστόρημα είναι «Τα παιδιά του μεσονυκτίου», που το 1981 τιμήθηκε με το βραβείο Booker. Ακολουθούν τα «Όνειδος» (το 1985 τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου), «Ο τελευταίος στεναγμός του Μαυριτανού», «Ο κόσμος κάτω από τα πόδια της», «Σαλιμάρ, ο κλόουν», «Η γητεύτρα της Φλωρεντίας».
Μυθιστορήματα στα οποία αυτός ο λάτρης των φανταστικών οδυσσειών μιλάει συχνά για την Ινδία και τις σχέσεις της με τη Δύση και καταγγέλλει την απουσία σημείων αναφοράς που, σύμφωνα με τον ίδιο, αποσταθεροποιεί εδώ και χρόνια τον κόσμο.
Πρώην πρόεδρος του PEN American Center, μέγας αναγνώστης του γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας και του ρώσου Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Σαλμάν Ρούσντι παντρεύτηκε και χώρισε τέσσερις φορές. Το τελευταίο διαζύγιό του ανάγεται στο 2007, με την ινδικής καταγωγής ηθοποιό και μανεκέν Πάντμα Λάκσμι.
«Το πρόβλημά μου είναι ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να με βλέπουν μόνο μέσα από το πρίσμα του φετφά», είχε πει κάποτε ο ίδιος, ο οποίος θέλει να θεωρείται συγγραφέας και όχι σύμβολο.
Όμως η αύξηση της ισχύος του ριζοσπαστικού ισλάμ αυτά τα τελευταία χρόνια δεν έπαψε να τον ξαναφέρνει σ' αυτό που ήταν πάντα στα μάτια της Δύσης: το σύμβολο της μάχης κατά του θρησκευτικού σκοταδισμού και για την ελευθερία τις έκφρασης.
Ήδη το 2005 θεωρούσε πως ο φετφάς αυτός ήταν ένα προοίμιο στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Και το 2016 σημείωνε: «Η περίπτωσή μου δεν ήταν παρά ο προάγγελος ενός φαινομένου πολύ ευρύτερου που πλέον μας αφορά όλους».
Είχε αφηγηθεί στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Τζόζεφ Άντον», που κυκλοφόρησαν το 2012, την ανατροπή της ζωής του όταν ο ιρανός αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, στις 14 Φεβρουαρίου 1989, κάλεσε τους μουσουλμάνους ολόκληρου του κόσμου να τον σκοτώσουν, καθώς οι φονταμενταλιστές έκριναν πως το έργο του «Οι σατανικοί στίχοι» ήταν βλάσφημο έναντι του Κορανίου και του Μωάμεθ.
Αναγκασμένος έκτοτε να ζει λαθραία και υπό αστυνομική προστασία, πηγαίνοντας από κρυψώνα σε κρυψώνα, κυκλοφορούσε με το όνομα Josef Anton, προς τιμήν των αγαπημένων του συγγραφέων, του Τζόζεφ Κόνραντ και του Άντον Τσέχοφ.
Χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια τεράστια μοναξιά, η οποία αυξήθηκε ακόμη περισσότερο μετά τη ρήξη με τη γυναίκα του, την αμερικανίδα μυθιστοριογράφο Μαριάν Γουίγκινς, στην οποία είναι αφιερωμένοι «Οι σατανικοί στίχοι».
«Είμαι φιμωμένος και φυλακισμένος (...) Θα ήθελα να παίξω μπάλα με τον γιο μου στο πάρκο. Η συνηθισμένη, κοινότοπη ζωή είναι για μένα ένα ανέφικτο όνειρο», έγραφε.
Όμως από το 1993, έχοντας κουραστεί να είναι «ένας αόρατος άνθρωπος», πολλαπλασίασε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, παραμένοντας υπό την επίβλεψη της βρετανικής κυβέρνησης.
Αφού εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και πριν από την επίθεση που υπέστη χθες, ο Σαλμάν Ρούσντι είχε ξαναρχίσει μια λίγο-πολύ φυσιολογική ζωή, συνεχίζοντας να υπερασπίζεται στα βιβλία του τη σάτιρα και την ασέβεια.
Ο φετφάς δεν ήρθη και πολλοί μεταφραστές του βιβλίου του τραυματίσθηκαν από επιθέσεις, ακόμη και σκοτώθηκαν, όπως ο Ιάπωνας Χιτόσι Ιγκαράσι, θύμα επίθεσης με μαχαίρι το 1991.
«Τριάντα χρόνια πέρασαν», έλεγε πάντως το φθινόπωρο του 2018. «Τώρα όλα πάνε καλά. Ήμουν 41 ετών τότε (την εποχή του φετφά), είμαι 71 τώρα. Ζούμε σε ένα κόσμο όπου τα ζητήματα που προκαλούν ανησυχία αλλάζουν πολύ γρήγορα. Υπάρχουν πλέον πολλοί άλλοι λόγοι για να φοβάται κανείς, άλλοι άνθρωποι για να σκοτωθούν...».
Το βιβλίο του, έχει εξάλλου εξηγήσει έκτοτε, «δεν έγινε κατανοητό». «Επρόκειτο στην πραγματικότητα για ένα μυθιστόρημα που μιλούσε για μετανάστες από την Ασία στο νότιο Λονδίνο και η θρησκεία τους δεν ήταν παρά μία όψη αυτής της ιστορίας», είπε.
Μαγικός ρεαλισμός
Η βασίλισσα της Αγγλίας του έδωσε τίτλο τιμής το 2007, προς μεγάλη απογοήτευση των εξτρεμιστών μουσουλμάνων, και αυτός ο μετρ του μαγικού ρεαλισμού, ένας άνθρωπος με τεράστια κουλτούρα που δηλώνει απολιτικός, έγραψε στα αγγλικά μια δεκαπενταριά μυθιστορήματα, διηγήματα για τη νεολαία, νουβέλες και δοκίμια.Ο Σαλμάν Ρούσντι, η μητρική γλώσσα του οποίου είναι τα ουρντού, γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1947 στη Βομβάη (Μουμπάι) της Ινδίας στους κόλπους μιας οικογένειας μη θρησκευόμενων μουσουλμάνων διανοουμένων, πλούσιας, προοδευτικής και καλλιεργημένης. Καταβροχθίζει τα ινδικά έπη και συμμετέχει στις γιορτές, τόσο τις ινδουιστικές, όσο και τις μουσουλμανικές και τις χριστιανικές.
Στα 13 του, πάει για σπουδές στην Αγγλία. Αφού πέρασε από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, εργάζεται στο Πακιστάν ως τηλεοπτικός παραγωγός. Στόχος διαρκούς λογοκρισίας, επιστρέφει στο Λονδίνο και κερδίζει τη ζωή του από τη διαφήμιση.
Το πρώτο του διάσημο μυθιστόρημα είναι «Τα παιδιά του μεσονυκτίου», που το 1981 τιμήθηκε με το βραβείο Booker. Ακολουθούν τα «Όνειδος» (το 1985 τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου), «Ο τελευταίος στεναγμός του Μαυριτανού», «Ο κόσμος κάτω από τα πόδια της», «Σαλιμάρ, ο κλόουν», «Η γητεύτρα της Φλωρεντίας».
Μυθιστορήματα στα οποία αυτός ο λάτρης των φανταστικών οδυσσειών μιλάει συχνά για την Ινδία και τις σχέσεις της με τη Δύση και καταγγέλλει την απουσία σημείων αναφοράς που, σύμφωνα με τον ίδιο, αποσταθεροποιεί εδώ και χρόνια τον κόσμο.
Πρώην πρόεδρος του PEN American Center, μέγας αναγνώστης του γερμανού συγγραφέα Γκίντερ Γκρας και του ρώσου Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Σαλμάν Ρούσντι παντρεύτηκε και χώρισε τέσσερις φορές. Το τελευταίο διαζύγιό του ανάγεται στο 2007, με την ινδικής καταγωγής ηθοποιό και μανεκέν Πάντμα Λάκσμι.