Από τα Τρίκαλα Ημαθίας έρχεται ο 52χρονος προπονητής της Εθνικής Ομάδας μπάσκετ, Δημήτρης Ιτούδης, ο οποίος γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1970.

Οι περισσότεροι περίμεναν να ακολουθήσει τον δρόμο της γεωπονίας ή της καλλιέργειας σπαραγγιών, όπως ο πατέρας του.

Από μικρός, άλλωστε, βοηθούσε τον πατέρα του στα χωράφια και η οικογένειά του που οραματίζονταν για εκείνον ένα πιο “σίγουρο” μέλλον.

Ωστόσο, τα δικά του σχέδια ήταν άλλα και οι γονείς του τον στήριξαν με κάθε τρόπο.

«Δούλεψα στα χωράφια, είχαμε σπαράγγια και λόγω των σπαραγγιών εγώ σπούδασα. Ο πατέρας μου ασχολήθηκε με τον αγροτικό τομέα και του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη κι ένα μεγάλο ευχαριστώ. Οι γονείς μου ήθελαν να σπουδάσω και στήριξαν την επιλογή μου.

Επέλεξα το Ζάγκρεμπ, γιατί το πανεπιστήμιο αυτό, σύμφωνα με τις έρευνες που έκανα εκείνη την εποχή, ήταν μεταξύ των δυο κορυφαίων πανεπιστημίων της Ευρώπης στη φυσική Αγωγή και σου έδινε ειδικότητα από το δεύτερο έτος.

Τότε, στη Γιουγκοσλαβία παιζόταν το καλύτερο μπάσκετ και οι καλύτεροι δάσκαλοι ήταν εκεί», είχε δηλώσει παλαιότερα.



Πώς μπήκε το μπάσκετ στη ζωή του

Το μπάσκετ μπήκε στη ζωή του στην ηλικία των 15, όταν αποφάσισε να δοκιμάσει την πορεία του στο ποδόσφαιρο.

Ειδικότερα, τα μακριά μαλλιά που διέθετε τότε και αρνήθηκε να κόψει, για να καταφέρει να μπει στην ομάδα ποδοσφαίρου, τον οδήγησαν στο μπάσκετ.

«Δεν κουρευόμουν γιατί ήταν μόδα. Ήμουν αντιδραστικός. Οφείλω όμως ευγνωμοσύνη σε αυτόν τον προπονητή γιατί με έβαλε στο μπάσκετ. Έπαιξα στον Αλκέτα Αλεξανδρείας, στον Ερμή Τρικάλων και στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο πρόεδρος του εξωραϊστικού συλλόγου μάλιστα ο Γιώργος Κάρλος πλήρωνε τα εισιτήρια μου για να έρχομαι από το Ζάγκρεμπ και να συμμετέχω στους αγώνες», είχε αποκαλύψει ο Δημήτρης Ιτούδης στο παρελθόν.


Το 1988 φεύγει για το Ζάγκρεμπ και ενώ το πρώτο διάστημα ερχόταν συχνά στην Ελλάδα, τα ταξίδια του διακόπηκαν, όταν ο εμφύλιος δεν επέτρεπε πλέον μετακινήσεις στην ενδοχώρα.
Εκεί ως φοιτητής είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί τις προπονήσεις της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας προπονητής της οποίας τότε ήταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ο τελευταίος ήταν και εκείνος που τον έφερε σε επαφή με τον επί σειρά ετών συνεργάτη και κουμπάρο του πλέον Ομπράντοβιτς.

Το 1999 δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από τον Ομπράντοβιτς, ο οποίος του ζητούσε να γίνει assistant coach στον Παναθηναϊκό. Την ίδια περίοδο, ο πατέρας του βρισκόταν στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός νοσοκομείου, καθώς είχε υποστεί το δεύτερο έμφραγμα και πάλευε για τη ζωή του.

Τελικά, εκείνος αποδέχθηκε την πρόταση του Ομπράντοβιτς και ο πατέρας του ξεπέρασε τον κίνδυνο, κερδίζοντας τη μάχη για τη ζωή του.

Από τότε, κρατάει η φιλία Ιτούδη και Ομπράντοβιτς.

Τον Ιούνιο του 2014, έκανε το πρώτο μεγάλο βήμα στην καριέρα του ως πρώτος προπονητής, αφού υπέγραψε διετές συμβόλαιο συνεργασίας με τη Ρώσικη ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας έφτασε την πρώτη του χρονιά στο Final Four της Μαδρίτης όπου και αποκλείστηκε στον ημιτελικό από τον Ολυμπιακό.

Τελικά, κατέλαβε την τρίτη θέση αφού κέρδισε στον μικρό τελικό την Φενέρμπαχτσε. Στη Ρωσία, κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο ως πρώτος προπονητής, κερδίζοντας την Χίμκι στους τελικούς της VTB Λίγκα με 3-0. Γι’ αυτό του το επίτευγμα κέρδισε το βραβείο του προπονητή της χρονιάς στη λίγκα.

Στις 5 Ιουνίου 2022, ανακοίνωσε το τέλος της συνεργασίας του με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, μετά από οκτώ χρόνια και συνολικά εννέα τίτλους.

Λίγο νωρίτερα, στις 18 Μαρτίου 2022, είχε ανακοινωθεί ότι αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία της Εθνικής Ελλάδας Ανδρών, ώστε να την καθοδηγήσει στο Ευρωμπάσκετ ενώ στις 19 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, ανακοινώθηκε ότι υπέγραψε με Φενέρμπαχτσε, για τα επόμενα τρία χρόνια.