Κώστας Καζάκος: Τη ζωή πρέπει να την αρμέξεις έως την τελευταία σταγόνα (Εικόνες - Βίντεο)
Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 87 ετών!
Ο αγαπημένος ηθοποιός τις τελευταίες εβδομάδες ο Κώστας Καζάκος νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Σύμφωνα με πληροφορίες έπασχε από σοβαρό αναπνευστικό πρόβλημα.
Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1935 στον Πύργο της Ηλείας από πατέρα μανιάτικης καταγωγής. Ο Αναστάσιος Καζάκος ήταν δημόσιος υπάλληλος, αλλά εκδιώχθηκε από την υπηρεσία του και εξορίστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Από το 1948 ο Κώστας Καζάκος ζούσε με τη μητέρα και τα τρία αδέλφια του στην Αθήνα, όπου το 1952 τελείωσε το νυχτερινό Γυμνάσιο στο Παγκράτι εργαζόμενος. Όνειρό του ήταν να γίνει φιλόλογος, αλλά δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, επειδή δεν μπόρεσε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, το 1953 γράφτηκε και σπούδασε στη θρυλική κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, με δασκάλους μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Κάρολο Κουν.
Ο Κάρολος Κουν εκτίμησε το ταλέντο και τον πήρε μαζί του στο Θέατρο Τέχνης. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία». Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.
Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.
Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον γνωστό ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Μέχρι το θάνατο της σπουδαίας ηθοποιού το 1992 θα είναι ένα από τα δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια που θα δεσπόζουν στο εγχώριο σταρ-σίστεμ (το άλλο ήταν το ζευγάρι Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ).
Η πρώτη κοινή εμφάνισή τους ως θιασάρχες ήταν το 1968, με το ιστορικό έργο του Γεωργίου Ρούσσου «Θεοδώρα η μεγάλη», που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, μαζί με τη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973). Από τις υπόλοιπες κοινές εμφανίσεις τους ξεχώρισαν οι παραστάσεις των έργων «Κυρία δεν με μέλλει» του Βικτοριέν Σαρντού (1970), «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» (1982) του Έντουαρντ Άλμπι σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν και «Διαμάντια και μπλουζ» (1990) της Λούλας Αναγνωστάκη, που ήταν και η τελευταία κοινή τους εμφάνιση.
Στην τηλεόραση πρωτόπαιξε με την Τζένη Καρέζη το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της Καρέζη, το οποίο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση, κι έπειτα στις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) -και οι δύο με την Τζένη Καρέζη- και «Ο μεγάλος ξεσηκωμός» (1977) στο ρόλο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος πρωταγωνίστησε κυρίως σε θεατρικές παραστάσεις, όπως «Ο θάνατος του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ και «Η όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Βασιλιάς Λιρ» (1996) του Σέξπιρ, «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997), κ.ά. Το 2004 συμμετείχε στο σίριαλ του Mega «Βέρα στο δεξί», από τις μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες της εποχής εκείνης.
Ο Κώστας Καζάκος πολιτικά είναι ενταγμένος στο ΚΚΕ. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του’90. Στις 8 Νοεμβρίου 1999, σ’ ένα πρωτότυπο χάπενινγκ του ΚΚΕ στην πλατεία Συντάγματος, ήταν ο πρόεδρος του «Δικαστηρίου των Λαών» που δίκασε για εγκλήματα πολέμου τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, ο οποίος επρόκειτο να πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα. Από το 2007 έως το 2012 διετέλεσε βουλευτής επικρατείας του ΚΚΕ.
Από το 1997 ο Κώστας Καζάκος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
Στις 5 Αυγούστου του 1968, ο Κώστας Καζάκος και Τζένη Καρέζη ανεβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας και ο γάμος τους χαρακτηρίζεται από απλότητα, σαν την ζωή τους. Παρουσία λίγων συγγενών και φίλων, ένωσαν για πάντα τη ζωή τους σε μια λιτή τελετή.
Το ζευγάρι κατεβαίνει μαζί από το σπίτι και με τη συνοδεία από βιολιά και νταούλια και αγαπημένους φίλους και συγγενείς κατευθύνεται με τα πόδια στην εκκλησία. Η νύφη με ένα υπέροχο μίνι νυφικό και λευκά λουλούδια στα μαλλιά, βιώνει την απόλυτη ευτυχία δίπλα στον μεγάλο έρωτα της ζωής της και τον άνθρωπο που θα σφραγίσει την μετέπειτα προσωπική και καλλιτεχνική πορεία της.
Στην γιορτή που ακολουθεί μετά το μυστήριο στην βεράντα του σπιτιού, ανάμεσα στους καλεσμένους παρευρίσκονται και οι Φιλοποίμενας Φίνος ( στη φωτό αριστερά) και Γιάννης Δαλιανίδης (κέντρο). Ακριβώς πίσω από τον σκηνοθέτη διακρίνεται ο σημαντικός σκηνογράφος και ενδυματολόγος Γιάννης Καρύδης με τον οποίο η αγαπημένη ηθοποιός θα συνεργαστεί από το 1965 και για τα επόμενα έξι χρόνια όταν εκείνος θα αναλάβει τα σκηνικά και κοστούμια σε έντεκα θεατρικές παραστάσεις της.
Ο Φίνος και ο Γιάννης Δαλιανίδης αποτελούν δύο πρόσωπα που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην μακρόχρονη και επιτυχημένη κιν/φική διαδρομή της. Η πρώτη εμφάνιση στο σινεμά θα γίνει στην "Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο" της Φίνος Φιλμ και η αρχή μιας σειράς δυνατών ερμηνειών στο πανί όπου θα ξεδιπλώσει μοναδικά τόσο το δραματικό όσο και το κωμικό στοιχείο της. Ο Γιάννης Δαλιανίδης είναι ο άνθρωπος που θα διακρίνει το πηγαίο κωμικό ταλέντο που διαθέτει και θα της δώσει τον πρώτο ουσιαστικά κωμικό κιν/φικό ρόλο στο "Τρελοκόριτσο" το 1958 εκτινάσσοντας την δημοτικότητά της στην κορυφή.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ένα χρόνο αργότερα στις 25 Απριλίου του 1969 ήρθε στην ζωή ο γιος τους Κωνσταντίνος.
Διαβάστε την συνέντευξη που είχε δώσει ο Κώστας Καζάκος στην εφημερίδα Τα νέα, τον προηγούμενο Ιανουάριο.
Για να δει κανείς τον Κώστα Καζάκο, αρκεί να φτάσει έξω από το θέατρο «Τζένη Καρέζη» και να κόψει ένα εισιτήριο για τη μουσικοθεατρική παράσταση «Πώς να σωπάσω», μέσα από την οποία αφηγείται στους θεατές το συλλογικό μας παρελθόν, τους αγώνες του λαού για ένα καλύτερο αύριο. «Είναι δύσκολη η εποχή και σκεφτήκαμε πάλι ότι πρέπει να κάνουμε μια παρέμβαση στην πραγματικότητα. Να τονώσουμε το ηθικό του λαού γιατί έχει ζοριστεί πολύ, τρομοκρατείται και θέλει αναζωογόνηση. Φτιάξαμε ένα έργο με μουσική, τραγούδια και ωραία κείμενα που νομίζω ότι κάνει αυτή τη δουλειά. Και βλέπω ότι το πετύχαμε, ενθουσιάζεται ο κόσμος, συγκινείται, τραγουδάμε όλοι μαζί. Αλλά είναι ανώμαλη η κατάσταση, παίζουμε δύο φορές την εβδομάδα σαν να είμαστε ερασιτέχνες. Τι να κάνουμε, θα το παλέψουμε» λέει καθισμένος απέναντί μου στη φιλόξενη σάλα του Musique στο Παγκράτι.
Για να γνωρίσει κάποιος τον Κώστα Καζάκο λίγο καλύτερα, θα χρειαστεί ίσως να σκύψει σε ένα από τα πολλά έργα-τοτέμ στα οποία έλαβε μέρος, όπως το φιλμ του Αδωνη Κύρου σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη του 1965, «Το μπλόκο», όπου υποδύεται έναν νιόπαντρο μαυραγορίτη το ’44 στην Κοκκινιά. «Το ενδιαφέρον με αυτήν την ταινία ήταν ότι γυρίστηκε στους αυθεντικούς χώρους όπου είχαν συμβεί τα γεγονότα, στην πλατεία της Οσίας Ξένης όπου έγινε το μπλόκο. Οταν άρχιζε το γύρισμα, έφτανε ένα φορτηγό με ηθοποιούς ντυμένους γερμανούς στρατιώτες. Επρεπε να δεις τον πανικό που έπιανε τον κόσμο. Το χειρότερο ήταν στη σκηνή του μπλόκου όπου πήρε μέρος όλη η Κοκκινιά, κι ένας που έκανε τον γερμανό αξιωματικό γύριζε και φώναζε με την ντουντούκα «γονατίστε, γονατίστε». Τον άκουγε ο κόσμος και έπρεπε να γονατίσει. Οι περισσότεροι που ήταν παρόντες είχαν ζήσει το πραγματικό γεγονός. Επεφταν στα γόνατα κι έκλαιγαν τσακισμένοι. Κι έβλεπαν τους κουκουλοφόρους να δείχνουν τους ανθρώπους και τους Γερμανούς να τους εκτελούν στον τοίχο. Ηταν λες και ξαναζούσαν τα γεγονότα. Εφιάλτης».
Η ταυτότητα του κομμουνιστή
Αριστερός δεν έγινε γιατί έπεσε κάποιο βιβλίο με επαναστατικές απόψεις στα νεανικά του χέρια. Την ταυτότητα του κομμουνιστή τού τη χάρισε η ίδια η ζωή, όταν από παιδάκι παρακολουθούσε τους αντάρτες στο πατρικό του στην Ηλεία να μπαινοβγαίνουν σαν τους κλέφτες. «Τα γεγονότα που έζησα στον Πύργο μέχρι την ηλικία των 13 ετών που ήρθαμε στην Αθήνα για να γλιτώσουμε τις διώξεις με καθόρισαν. Το σπίτι μου ήταν κέντρο διερχομένων. Κατέβαιναν από το βουνό οι αντάρτες, κοιμόντουσαν στρωματσάδα και έφευγαν το πρωί για τα χωριά τους. Μετά γύριζαν, ξανακοιμόντουσαν κι έφευγαν για το βουνό. Εζησα τον πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση, η οικογένειά μου ήταν αριστερή, ο πατέρας μου κυνηγήθηκε, πήγε φυλακή, απολύθηκε, πήγε εξορίες, πεινάσαμε, ανατράπηκε η ζωή μας. Αυτό μας έπλασε με έναν τρόπο συγκεκριμένο. Εγώ δεν σκέφτηκα να επιλέξω αυτόν τον δρόμο, έτσι διαμορφώθηκα» εξηγεί και μου συστήνει τους ήρωές του. «Πόσα πρόσωπα είναι που κρατιόμαστε, που τα κοιτάμε με δέος και θέλουμε να τους μοιάσουμε… Είναι πάντα λίγα… Τα πρότυπά μου έως σήμερα παραμένουν οι μεγάλοι λαϊκοί αγωνιστές του Εικοσιένα που τους περισσότερους τους δολοφόνησαν. Αν δεν είχαμε αυτούς, θα μπουσουλάγαμε ακόμα στις σπηλιές».
Εχοντας περάσει ένα φεγγάρι από την πολιτική, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΚΚΕ, είχε την ευκαιρία να ζήσει τις θυελλώδεις συνεδριάσεις των 300 τον καιρό του πρώτου Μνημονίου και της ανόδου του λαϊκισμού μέσα κι έξω από τη Βουλή. «Ηταν πολύ ενδιαφέρον για μένα που παρακολούθησα όλη τη διαδικασία από μέσα. Είναι άλλο πράγμα, ποιοι είναι αυτοί οι 300, έκοβα σχέδια. Και το παιχνίδι όλο αυτό, και τον τρόπο που γίνεται το άσπρο μαύρο» παραδέχεται. Οσο για τα σημερινά κόμματα που αυτοαποκαλούνται αριστερά, οι διάφορες ταμπέλες δεν μοιάζουν να τον πείθουν. «Το ΚΚΕ είναι καθαρό, έχει έναν στόχο συγκεκριμένο. Ο όρος Αριστερά δεν λέει τίποτα σήμερα. Είδες εσύ διαφορά από τη διακυβέρνηση του Σαμαρά με τη διακυβέρνηση του Τσίπρα; Τι άλλαξε; Να μη σου πω ότι με το πρόσημο της Αριστεράς έβγαλε το δημοψήφισμα, από «όχι», «ναι», που πιθανόν δεν θα τόλμαγε ένας της ΝΔ να το κάνει».
Την υπόθεση της Αριστεράς, όμως, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται, τη βρίσκει πιο επίκαιρη από ποτέ: «Σήμερα το να είναι κάποιος αριστερός είναι αναγκαίο περισσότερο από κάθε άλλη εποχή. Αριστερός είναι ο άνθρωπος που από ένστικτο αντιστέκεται. Ενδιαφέρεται για αυτό που συμβαίνει και αντιστέκεται στη φθορά, στο γκρέμισμα, στην κατρακύλα της κοινωνίας. Και προσπαθεί με κάθε τρόπο να συντηρήσει τις αξίες που δίνουν περιεχόμενο ανώτερο στις σχέσεις των ανθρώπων. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που έχει ευαισθησίες να ανέχεται την αδικία, την ανισότητα, την αθλιότητα που έχει επιβληθεί στον πληθυσμό. Η ανισότητα σπάει κόκαλα. Ολοι οι άνθρωποι που βάλλονται έπρεπε να διαμαρτύρονται. Να μην είναι αδιάφοροι. Με λίγα λόγια, να μην ιδιωτεύουν. Πώς το έλεγαν οι αρχαίοι; Ιδιώτης, κι ήταν η χειρότερη βρισιά».
Η επαφή με το θέατρο
Ο Κώστας Καζάκος έχει σημειώσει τα τελευταία 70 έτη, που πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί, μερικές από τις σημαντικότερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών. Για λίγο ταξιδεύει ως την Πεσμαζόγλου για να επιστρέψει με ευγνωμοσύνη στο υπόγειο του Κουν όπου για πρώτη φορά διασταυρώθηκε με τον μαγικό κόσμο της Τέχνης, αφού το κράτος, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων, του έκοβε τον δρόμο για το ελληνικό πανεπιστήμιο. «Εψαχνα να βρω πού θα κατευθυνθώ. Είχα την έγνοια να είναι χώρος που να μην κόψω την επαφή μου με το βιβλίο. Διάβαζα πριν πάω σχολείο λόγω μιας μικρής βιβλιοθηκούλας που είχαμε στο σπίτι, κυρίως την αρχαία γραμματεία, είχαμε 24 βιβλία, τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, τον Θουκυδίδη, δύο – τρεις τραγωδίες, τον Πλούταρχο. Μετά για να προετοιμαστώ για το πανεπιστήμιο έμαθα αρχαία, λατινικά, τελικά δεν μπήκα καθόλου και ησύχασα. Η επαφή μου όμως με τα αρχαία κείμενα ήταν θησαυρός αναντικατάστατος. Βρήκα μπροστά μου μια σχολή κινηματογράφου, ούτε ήξερα τι ήταν. Τότε γύρισε και ο πατέρας μου από εξορία και ανάσανα από τα βάρη της οικογένειας. Και χώθηκα μέσα στο υπόγειο του Κουν και εξαφανίστηκα. Μου άρεσε, με γοήτευσε όλο το κλίμα, γνώρισα ανθρώπους που ευγνωμονώ τη δουλειά μου για αυτό και μόνο, όλη την αφρόκρεμα της πνευματικής Αθήνας. Ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Μόραλης… Εστηνα αφτί να ακούσω τι έλεγαν, μου άνοιγαν ορίζοντες. Και η ακτινοβολία του προσώπου του Κουν με γοήτευσε, αυτού του μεγάλου δάσκαλου».
Το μεγάλο μας τσίρκο
Κι έπειτα, το φθινόπωρο του ’66, έφερε στη ζωή του την Τζένη Καρέζη και το 1973 τη θρυλική τους παράσταση, εν μέσω δικτατορίας, των 550.000 εισιτηρίων, «Το μεγάλο μας τσίρκο», που έστειλε και τους δύο για 10 μέρες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. «Για να καταλάβεις το κλίμα, τι τραγέλαφος ήταν, ένας στρατηγός, Ραφαηλάκης, με ένα μουστακάκι γυριστό σαν αξιωματικός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έστελνε φαντάρους στην παράσταση κι έγραφαν ότι σε αυτή τη λέξη χειροκρότησε ο κόσμος, σε αυτήν τη λέξη γέλασε και γιόμιζαν κόλλες. Με φωνάζει στο γραφείο του, στο Κέντρο Διερχομένων απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης, ευγενικός στην αρχή. «Παιδί μου να τα κόψετε αυτά, έχω εδώ καταγγελίες ότι λέτε διάφορα πράγματα και ξεσηκώνετε τον κόσμο» μού λέει. Δεύτερη φορά, τίποτα. Με φωνάζει τρίτη φορά και βγάζει ένα μάτσο κόλλες αναφοράς από το συρτάρι. «Τι λέτε εδώ, αυτά θα τα κόψετε απόψε». Και αρχίζει να μου διαβάζει διάφορες σαχλαμάρες που έγραφαν οι φαντάροι και ένα λογύδριο που έβγαζε ο Παπαγιαννόπουλος που έπαιζε τον Κολοκοτρώνη. Πετάγομαι αυθόρμητα και βάζω τις φωνές. «Στρατηγέ μου, τι λέτε, αυτά τα λόγια θα κόψουμε; Ξέρετε ποιος έχει πει αυτά τα λόγια;». Ταράχτηκε, «ποιος;» μού λέει. «Είναι του Γέρου του Μοριά τα λόγια, όπως τα έχει πει στους Νεοέλληνες». Πρόσεξε να δεις σκηνή τώρα. «Τι λες, παιδί μου» μού κάνει βουρκωμένος και πιάνει τις κόλλες και τις πετάει στο καλάθι. Δεν με ξαναφώναξε. Αντε συνεννοήσου τώρα. Τι ήταν αυτός ο άνθρωπος. Μπορεί να ήταν βενιζελικός, δημοκρατικός, δεν έβγαζες άκρη».
Για την καθοριστική και για τους δυο τους σχέση με την Τζένη Καρέζη από την οποία προέκυψε – εκτός από τον γιο τους Κωνσταντίνο – πλήθος έργων στο θεατρικό σανίδι και τη μικρή και μεγάλη οθόνη, αναφέρει: «Το ’68 παντρευτήκαμε. Ηταν ανήσυχη αλλά ζούσε σε άλλο κλίμα. Ηταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και της δημιουργήθηκαν ενοχές για το ότι πέρασαν τρομερές δεκαετίες από δίπλα της και δεν είχε πάρει χαμπάρι. Αναστατώθηκε κι έπεσε με τα μούτρα μετά. Εγραψε δύο σίριαλ μόνη της για την Κατοχή. Την ταρακούνησε που έζησε δίπλα στα γεγονότα και δεν τα έβλεπε. Και μετά έκανε έναν αγώνα για την αναζήτηση του χαμένου καιρού, κάτι που δείχνει άνθρωπο ζωντανό».
Υποχρεωτικός εµβολιασµός
Μεταξύ θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης, ο Κώστας Καζάκος επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Η δουλειά μας είναι το θέατρο» λέει, ενώ, για τα σημεία των καιρών και το αν θα πρέπει να ανεβαίνουν οι παραστάσεις μόνο για εμβολιασμένους παίρνει θέση ξεκάθαρη: «Από πού να το πιάσεις το ζήτημα, από την κυβερνητική αντιμετώπιση που είναι αλλοπρόσαλλη κι έχει φτάσει τώρα να υπάρχει ξαφνικά κίνημα ανεμβολίαστων; Τι σημαίνει αυτό, τι κουταμάρες… Τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί. Τα θέατρα πρέπει να είναι ανοιχτά. Τώρα παίζουμε με τους εμβολιασμένους. Κανονικά έπρεπε να γίνει υποχρεωτικός ο εμβολιασμός από την αρχή, ούτε να το συζητάμε, ούτε τίποτα».
Εκείνο που στη σημερινή συγκυρία τον ανησυχεί περισσότερο είναι μήπως τα νέα παιδιά χάσουν την επαφή τους με τα βιβλία. «Θεωρώ πολύ επικίνδυνη τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας και την αποκοπή των παιδιών από το βιβλίο. Δεν έχουμε τη δύναμη όμως ούτε να απαγορεύσουμε την τηλεόραση ούτε να απαγορεύσουμε το κινητό. Μόνο να πεισθούν τα παιδιά ότι δεν πρέπει να παραδοθούν σε αυτή τη σάχλα και να διαβάζουν, γιατί ο γραπτός λόγος δεν αντικαθίσταται με τίποτα». Τα δικά του παιδιά, όπως ομολογεί, είναι ό,τι σημαντικότερο δημιούργησε στην 87χρονη ζωή του. «Είναι ένα έργο ολόκληρο, τα βλέπω και δεν το πιστεύω. «Δικά μου είναι» λέω. Ο μεγάλος, ο Κωνσταντίνος, έχει την οικογένειά του. Ο μικρός, ο Αλέξανδρος, τώρα που τον βλέπω, 24 ετών, με το μουστακάκι, μου θυμίζει πώς ήμουν εγώ όταν ξεκίνησα. Είναι διπλωματούχος του πιάνου, τώρα ασχολείται και με το θέατρο. Η Ηλέκτρα είναι στο ΚΘΒΕ στον δεύτερο χρόνο και η μικρή, η Μάγια, είναι στη Β’ Γυμνασίου. Ανακαλύπτουμε τώρα με την Τζένη, την τρίτη μου σύζυγο, ότι κλείνουμε 28 χρόνια μαζί. Είναι 30 χρόνια που πέθανε η Καρέζη. Αισθάνομαι ότι έχω ζήσει τρεις ζωές, είμαι ευτυχής» λέει και με πληροφορεί για τον άγνωστο πρώτο γάμο του, το ’61, με τη ζωγράφο Νερίνα. Οταν ρωτώ πώς έβρισκε πάντα τη δύναμη να προχωρά, παρά τις δυσκολίες, μου απαντά: «Αστειεύεσαι; Η ζωή προχωρά, δεν σταματάει, πώς θα σταματήσεις εσύ, πού θα βρεις χώρο να σταματήσεις, δεν υπάρχει. Τη ζωή πρέπει μέχρι την τελευταία σταγόνα να την αρμέξεις, αλλιώς δεν γίνεται».
Ο έρωτας είναι σύγκρουση
Κι ενώ απολαμβάνουμε ένα δροσερό γλύκισμα με σοκολάτα, ζητώ από τον άνθρωπο που πίστεψε στην αγάπη αποδεδειγμένα τρεις φορές, να κλείσουμε με μια αναφορά στη σημασία του έρωτα για τη ζωή του ανθρώπου. «Είχε σημασία ο έρωτας και η αγάπη για μένα. Ολες μου οι επιθυμίες είχαν και έχουν σχέση με τους ανθρώπους. Είδες που λένε «θέλω να με αγαπάς για αυτό που είμαι». Αμ δεν είναι έτσι. Ο έρωτας δεν είναι το «όπως είσαι». Πρέπει να ερωτεύεσαι αυτό που έχεις τη δυνατότητα να γίνεις, όχι αυτό που είσαι τώρα. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, το να την υποψιαστείς είναι σοβαρό πράγμα. Στην ουσία ο έρωτας είναι σύγκρουση, είναι αγώνας δύο ανθρώπων όπου πρέπει να κυριαρχήσουν τα δημιουργικά στοιχεία και από τους δύο. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Μένεις στάσιμος και άμα πέσει και η καραντίνα, έρχεται και το διαζύγιο» εξηγεί και γελάμε γλυκόπικρα. «Βέβαια» συνοψίζει «τις ανθρώπινες ιδιότητες τις κατακτάς, δεν χαρίζονται, ούτε κληρονομούνται. Δεν είμαστε άνθρωποι επειδή γεννηθήκαμε. Ζωάκια είμαστε. Ανθρωπος πρέπει να γίνεις. Κι αυτό θέλει αγώνα».
ΥΓ: Το γεύμα μας αφιερώνεται, έπειτα από επιθυμία του Κώστα Καζάκου, στη σύζυγό του Τζένη Κόλλια, ως ένα μικρό δώρο για τα μεγάλα δώρα που του έχει χαρίσει εκείνη και ως ένα «ευχαριστώ» για τις τρεις ώρες που κλέψαμε από την ημέρα της ονομαστικής της εορτής ώστε να μας διηγηθεί ο δημοφιλής ηθοποιός όλα τα παραπάνω.
Πηγή tanea.gr