«Τελευταία το προσωπάκι της είχε παραμορφωθεί. Δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι. Βρισκόταν καθηλωμένη εκεί. Χωρίς να κλαίει, χωρίς να μας ενοχλεί καθόλου. “Έφυγε” σαν πουλί. Αγριο πουλί, όπως ήταν και η ζωή της μέσα στην απομόνωση». Με αυτά τα λόγια συνόψισε η ανιψιά της τις τελευταίες ημέρες της «Ελληνίδας Μπριζίτ Μπαρντό» (έτσι την αποκαλούσαν στις δόξες της) Γκιζέλας Ντάλι.



Η, κατά κόσμον, Αδαμαντία Μαυροειδή πέθανε την Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010 στη Νάξο. Στον γενέθλιο τόπο της μητέρας της, με την οποία αποφάσισε να «μονάσουν» (ήταν προς το τέλος της δεκαετίας του ‘70) σε ένα σπίτι χτισμένο στο πουθενά. Στο φαράγγι Λιόνας.



«Εζησα μια ζωή γεμάτη λάμψη και δόξα. Έζησα μια γεμάτη ζωή. Όμως εγώ δεν ήμουν αυτή που ήθελαν και έφτιαξαν. Ηθελα πάντα να αποκτήσω ένα παιδί και μια οικογένεια. Δεν την απέκτησα. Γι’ αυτό και η ζωή μου τάχθηκε στον Θεό και εκεί ανήκω», είχε πει η ίδια σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της (το 2008 στο περιοδικό «Down Town» και τον Νίκο Νικόλιζα).



Με τα δικά της λόγια

Και το εξηγούσε: «Ηταν άλλη η όψη μου και άλλη η κόψη μου. Ο Ντίμης Δαδήρας (σ.σ.: επιφανής σκηνοθέτης, μέντοράς της και πρώτος της σύζυγος) και οι άλλοι κινηματογραφικοί παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν την όψη μου!».



Φλας μπακ στον χρόνο, με τα δικά της λόγια: «Ο μπαμπάς μου, ο Αλέξανδρος, καταγόταν από πλούσια οικογένεια των Μεγάρων. Η μαμά μου, η Βούλα, παρακαλούσε να μη με είχε γεννήσει. Φοβόταν ότι θα με σκότωναν οι Γερμανοί (…). Στα 12 μου, μαζί με την 8χρονη αδερφή μου, ήμασταν στον δρόμο για το σπίτι μας, όταν ένα μηχανάκι την παρέσυρε και τη σκότωσε μπροστά στα μάτια μου. Ο πατέρας μου έριχνε τα βάρη για τον θάνατο της αδερφής μου στη μαμά μου, με αποτέλεσμα εκείνη να αγανακτήσει, να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγουμε μαζί από τα Μέγαρα για την Αθήνα. Ωσπου ένα πάρτι σημάδεψε και άλλαξε τη ζωή μου. Είναι Ιούνιος του 1958. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν και ο γείτονάς μας Ντίμης Δαδήρας, ο οποίος βλέποντάς με μου λέει: “Εσύ μπορείς να γίνεις μεγάλη σταρ και να σαρώνεις στο πέρασμά σου”. Ο Ντίμης με περνούσε 21 χρόνια. Με έπεισε, λοιπόν, τάζοντάς μου πολλά πράγματα. Παραμυθένια ζωή, λεφτά και μια λάμψη που δυστυχώς με θάμπωσε. Συνάψαμε δεσμό. Ομως δεν μπορώ να πω ότι τον αγάπησα σαν εραστή, αλλά περισσότερο σαν πατέρα μου και εκείνος σαν κόρη του. Ετσι, εν μιά νυκτί με αντικατέστησε με την... Γκιζέλα Ντάλι. Μου μάκρυνε τα μαλλιά, με έμαθε να βάφομαι ως εκρηκτική ντίβα και μαζί του για πρώτη φορά φόρεσα ντεκολτέ. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1959 παντρευόμαστε. Εχουμε κάνει ήδη την πρώτη μου ταινία. Το “Ραντεβού στη Βενετία”. Εναν χρόνο μετά τον γάμο μας μένω έγκυος. Ομως ο Ντίμης με ανάγκασε να αποβάλω. Αυτό έγινε πολλές φορές. Η αλήθεια είναι ότι πάντα ήθελα ένα παιδί. Ομως, για να μη “χαλάσει” η εικόνα της Γκιζέλας, έπρεπε να κάνω εκτρώσεις. Πόνεσα πολύ για τόσες ζωές που σκότωσα και που (...) ποτέ δεν ολοκληρώθηκα στη γυναικεία φύση μου. Υπήρξα απλώς ένα καλοστημένο σκηνικό του ελληνικού κινηματογράφου που γρήγορα κατέρρευσε».



Το θαύμα και η επιστροφή

Το 1967, η Γκιζέλα Ντάλι χωρίζει τον Ντίμη Δαδήρα για τα μάτια του «ντελικανή» Αλκη Γιαννακά: «Μαζί του έζησα την εφηβεία και όλα όσα δεν μπόρεσε να μου προσφέρει ο σύζυγός μου. Ερωτευτήκαμε παράφορα και αρραβωνιαστήκαμε. Ομως ήμασταν και οι δύο τόσο δυναμικοί χαρακτήρες, που κάθε βράδυ παίζαμε ξύλο και το πρωί σηκωνόμασταν με μαυρισμένα μάτια», έχει αφηγηθεί η ίδια. Εκτοτε η καριέρα της παίρνει την κατιούσα. Το 1974, και ενώ έχει φτάσει μέχρι και την Αμερική για να βρει δουλειά σε νυχτερινά κέντρα, αλλά και στο μόντελινγκ, τη «χτυπάει» ο καρκίνος του λάρυγγα.



Προσπαθεί να βρει απεγνωσμένα γιατρειά. Προστρέχει ακόμα και στον διαβόητο Καματερό, ο οποίος τη χρησιμοποιεί ως διαφημιστικό τρικ για να πουλήσει τότε το δήθεν «θαυματουργό νερό» του.

Μέχρι το Θιβέτ

Εντέλει το «θαύμα» ήρθε, κατά τα λεγόμενά της: «Εφτασα μέχρι το μακρινό Θιβέτ. Εκεί κάθισα περίπου έναν χρόνο, γιατί πίστευα ότι με την πειθαρχία και την προσευχή θα υπάρξει αποτέλεσμα. Και τελικά, υπήρξε». Επιστρέφοντας, όμως, σχεδόν μουγγή, διαπιστώνει πως το άστρο της έχει οριστικά βασιλέψει. Οι πόρτες είναι κλειστές και μόνο ως πρωταγωνίστρια σε «πειρατικές σοφτ πορνό» βρίσκει δουλειά. Ετσι πήρε τον δρόμο για τη Νάξο. Ομως κι εκεί έπρεπε πρώτα να ξορκίσει το φάντασμα της Γκιζέλας: «Στην αρχή οι άντρες, τα βράδια, έρχονταν έξω από το σπίτι να με πειράξουν. Μέχρι που αναγκάζομαι να πάω στην πόλη (...) στο καφενείο όπου σύχναζαν. Εκεί, λοιπόν, μαζεύω τις γυναίκες τους. Ανεβαίνω πάνω σε ένα τραπέζι, με μαχαίρι στα χέρια, και τις προειδοποιώ: “Πείτε τους πως, αν ξανάρθουν, θα τους κόψω τα γεννητικά τους όργανα και θα τους βάλω να τα φάνε”».



*Δημοσιεύτηκε στο Secret στις 10 Σεπτεμβρίου 2022.