«Στις ταινίες μου δεν χωράνε δύο σταρ κι εγώ είμαι το ένα», ήταν η «μεγάλη κουβέντα» (δικός του ο χαρακτηρισμός) που είπε ο αείμνηστος Γιάννης Δαλιανίδης στον Φιλοποίμενα Φίνο, αρνούμενος (αρχικά) την πρόταση του θρυλικού παραγωγού να κάνει μια νέα ταινία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ηταν το 1963.

«Τότε με έβλεπα σταρ. Τι σου κάνει το καλάμι, όταν μάλιστα είσαι νέος», γράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ο κινηματογράφος, τα πρόσωπα κι εγώ» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ο εμβληματικός σκηνοθέτης (16 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν ακριβώς 12 χρόνια από τον θάνατό του)Βέβαια, για την άρνησή του δεν έφταιγε το «καλάμι». Αλλη ήταν η αιτία... Και είχε τις ρίζες της στην τραυματική εμπειρία που είχε αποκομίσει από τη συνεργασία του με την ανερχόμενη (τότε) Αλίκη πέντε χρόνια πριν.

Το παρασκήνιο

Σύμφωνα με τα γραφόμενά του: «Είναι το 1957 κι εγώ ζω σ’ ένα όνειρο. Τρία σενάριά μου γίνονται ταινίες: “Το τρελλοκόριτσο”, “Ο Μιμίκος και η Μαίρη”, “Οι καυγατζήδες” (...). Και ξαφνικά, μια πρόταση σκάει σαν βόμβα και κατευθύνει την κινηματογραφική μου πορεία προς το πεπρωμένο της (...). Η Αλίκη ήξερε πως είχα γραμμένες κι άλλες αισθηματικές κωμωδίες. Της είχα διαβάσει τη “Μουσίτσα”. Μια και δυο, λοιπόν, βάζει τον Αντώνη τον Καρατζόπουλο να μου ζητήσει αυτό το σενάριο, με τη δελεαστικότατη πρόταση να τη σκηνοθετήσω. Ετσι, με εξήντα χιλιάδες στο χέρι χρίστηκα απ’ τον Αντώνη σκηνοθέτης (...). Με την Αλίκη όλα πήγαν μια χαρά. Ακολουθούσε τις οδηγίες μου σαν καλή μαθήτρια και τα γυρίσματα ήταν μια διασκέδαση, ώσπου… - ποιος μας μάτιασε. Μπήκε στη μέση ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης. Μας πήρε την Αλίκη και την πήγε στον Φίνο κι εκεί άρχισε να γυρίζει την “Αστέρω”. Τώρα πια για εκείνη προτεραιότητα είχαν τα γυρίσματα στον Φίνο. Και πώς να μην είχαν; Φίνος ήταν αυτός. Με λίγη γκρίνια απ’ τη μεριά μας και μερικές μικροκαθυστερήσεις, τα γυρίσματα τελείωσαν, έγινε το μοντάζ κι ήρθε η σειρά του ντουμπλάζ (...). Οι ηθοποιοί έβλεπαν τη σκηνή σε προβολή και προσπαθούσαν να συγχρονίσουν τη φωνή τους με τις κινήσεις των χειλιών. Σε μία από αυτές τις προβολές έγινε κι η σύγκρουση. Τώρα πια η Αλίκη, ως πρωταγωνίστρια του Φίνου, ένιωθε εδραιωμένη και δυνατή. Κάποια στιγμή διαπίστωσε εκεί, προς το φινάλε της ταινίας, ότι τα γκρο πλαν της δεν ήταν τόσα όσα κατά τη δική της εκτίμηση έπρεπε να είναι και μου ’κανε έντονη παρατήρηση. Απάντησα όπως θα απαντούσε τουλάχιστον ένας Μπίλυ Γουάιλντερ. Η Αλίκη ξαφνιάστηκε και ανταπάντησε με ένα: “Για πρόσεξε πώς μιλάς. Εγώ δεν είμαι καμιά του ελαφρού θεάτρου, απ’ το οποίο προέρχεσαι”. Τι ήταν να τ’ ακούσει ο Κούλης Στολίγκας, που ήταν μέσα στην αίθουσα. Αυτός ο λόρδος, ο ευγενής του μουσικού θεάτρου, αισθάνθηκε τόσο βαριά προσβεβλημένος που ξέσπασε σε βρισιές. Από κοντά κι η Αλέκα Στρατηγού, που βρισκόταν εκεί και που εθίγετο, θα λέγαμε, από πρώτο χέρι. Η Αλίκη έβαλε τα κλάματα, γιατί -πώς να το πω;- ήταν πολύ σκληρά τα λόγια που άκουσε. Υστερα απ’ την τροπή που πήραν τα πράγματα, δεν γινόταν παρά να παίξω τον ρόλο του κατευναστή. Ηρθε και ο Αντώνης, που ενήργησε πυροσβεστικά, κι έτσι προχώρησε το ντουμπλάζ. Κάτι όμως είχε ραγίσει. Χρειάστηκε να γίνει άλλη μία συγκρουσούλα αργότερα για να έλθει η ρήξη στις σχέσεις μας. Μια ρήξη που κράτησε αρκετό καιρό. Ως τη στιγμή δηλαδή που ξανασμίξαμε στου Φίνου, στην ταινία “Η ψεύτρα” (...). Η δεύτερη σύγκρουση έγινε μέσα στο σινεμά τη βραδιά της πρεμιέρας. Η Αλίκη ήρθε μαζί με τον Κονιτσιώτη. Αυτό μ’ ενόχλησε. Θα μπορούσε να έλθει με τον Καρατζόπουλο, που ήταν κι ο παραγωγός μου. Οταν μάλιστα ο Κονιτσιώτης, κατά τη διάρκεια της προβολής, άρχισε να κάνει ψιθυριστά την κριτική του στην Αλίκη και να επισημαίνει τα λάθη που γι’ αυτόν υπήρχαν στην ταινία κι όσο άκουγα την Αλίκη να συμφωνεί, γινόμουν έξω φρενών. Το ’βλεπα, δεν θα τελειώναμε καλά. Και δεν τελειώσαμε. Κάτι ειπώθηκε, το ποτήρι ξεχείλισε, ξέσπασα. Εβρισα και τους δύο σαν χαμάλης του λιμανιού κι έφυγα χωρίς να περιμένω να τελειώσει η προβολή (...)».





«Επιτέλους»

Σε διήγησή του ο Δαλιανίδης γράφει για τη Βουγιουκλάκη: «Στη “Μαρία της σιωπής” της λέω: “Είδες, Αλίκη, στις κωμωδίες, που θέλω να βλέπω και τους δύο ηθοποιούς όταν παίζουν σε μια κωμική σκηνή, δεν σου έκανα πολλά γκρο πλαν (τα λάτρευε). Εδώ που χρειάζονται, παίζεις συνέχεια σε γκρο πλαν”. Απάντηση: Επιτέλους, έμαθες κινηματογράφο”».



«Με πίκρανε»

Ακόμη ένα απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Δαλιανίδη «Ο κινηματογράφος, τα πρόσωπα κι εγώ» αφορά τον Χρόνη Εξαρχάκο και το παραθέτω χωρίς σχόλιο: «Πρόκειται για τον άνθρωπο που με πίκρανε όσο κανείς άλλος σε όλη μου την καριέρα. Πρόκειται για τον άνθρωπο που έμπηξε το μαχαίρι στην αχίλλειο φτέρνα μου και το ’στριψε για να πονέσω όσο γίνεται πιο πολύ. Μεγάλο ταλέντο, αλλά και περίεργος άνθρωπος. Κυκλοθυμικός στον υπέρτατο βαθμό. Τον χαιρόσουν με τ’ αστεία του (ποτέ σε παρέα δεν γέλασα τόσο όσο με τον Χρόνη), αλλά ξαφνικά μπορούσε να συννεφιάσει και να εξαπολύει μύδρους εναντίον σου πριν καταλάβεις τι συνέβη. Σου ’λεγε τις πιο βαριές και τρελές κουβέντες που μπορούσε να πει άνθρωπος. Δεν μιλούσαμε όταν τον έβαλα να πρωταγωνιστήσει στην ταινία “Ο κατεργάρης”. Οταν τον πρωτοπήρα, του είχα υποσχεθεί πως την τρίτη χρονιά θα πρωταγωνιστήσει σε ταινία μου. Κράτησα το λόγο μου, κι ας μου ’κανε το “μεγάλο κακό”. Υστερα ήρθε η αρρώστια του. Στάθηκα δίπλα του ως την τελευταία στιγμή. Τον φρόντισα και δεν το μετάνιωσα. Ηταν ένα ψυχολογικό και λυτρωτικό για μένα λουτρό. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει».



*Δημοσιεύτηκε στο Secret στις 15 Οκτωβρίου 2022.