Νίκος Σταυρίδης: Το φτωχόπαιδο από τη Σάμο που ξεκίνησε την καριέρα του ως λυρικός τραγουδιστής (Εικόνες)
Το φτωχόπαιδο από το αγαπημένο νησί του ανατολικού Αιγαίου, ήρθε στην Αθήνα το 1928 κυνηγώντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή
Πριν λίγες μέρες που ήταν η επέτειος του θανάτου του, διάβασα ότι ξεκίνησε την καριέρα του ως λυρικός τραγουδιστής, κι’ έτσι αποφάσισα να μάθω περισσότερα.
Ο Νίκος Σταυρίδης (Βαθύ Σάμου 1910 - 12 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου, που πέθανε με ένα καρμικό τρόπο στην Σάμο στις 12 Δεκεμβρίου του 1987, επισκεπτόμενος την αδερφή του. Λες και ήθελε να πεθάνει στον τόπο που γεννήθηκε…
Καταγόταν από πολύ φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια. Ως το δεύτερο κατά σειρά παιδί, έπιασε από πολύ νωρίς δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις δυσκολίες της καθημερινής επιβίωσης. Μοναδική διέξοδος από την καταραμένη φτώχεια, το θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανέβηκε από το Δημοτικό και στην συνέχεια στο Γυμνάσιο, όπου πρωταγωνιστούσε στις σχολικές παραστάσεις. Παράλληλα ασχολούνταν με τον στίβο και το άλμα επί κοντώ, δούλευε σε κινηματογράφο ως βοηθός του μηχανικού προβολής, έψελνε στην εκκλησία και έστηνε παραστάσεις θεάτρου σκιών σε όλη τη Σάμο!
Το φτωχόπαιδο από το αγαπημένο νησί του ανατολικού Αιγαίου, ήρθε στην Αθήνα το 1928 κυνηγώντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Ξεκίνησε να δουλεύει σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε μάλιστα με τα πόδια από την Αθήνα που ήταν το σπίτι του. Η δουλειά του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος, και ο μισθός του μετά βίας του επέτρεπε να αγοράζει τα ελάχιστα τρόφιμα για να τον συντηρήσουν.
Ο Σταυρίδης – απ΄ ότι έλεγαν οι σκηνοθέτες και οι και οι παραγωγοί της εποχής - δεν ήταν σε θέση να παίξει τον κωμικό. Είχε όμως φωνή τενόρου και ήταν μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Κι έτσι μια μέρα που περνούσε έξω από ένα θέατρο και άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα, όρμησε μέσα και ζήτησε με θάρρος και θράσος από τον μαέστρο να τον δοκιμάσει στο τραγούδι!
- Το ξέρεις αυτό το τραγούδι; ρώτησε ο μαέστρος.
- Το ξέρω.
- Σε τι τόνο το τραγουδάς;
- Πιάσε όποιο τόνο θέλεις.
Εν τω μεταξύ, ο Αυλωνίτης κι ένας άλλος πρωταγωνιστής της εποχής, ήρθαν κοντά του να του κάνουν πλάκα γιατί νόμισαν πως ήταν «ψώνιο». Μόλις όμως άρχισε να τραγουδάει τους κόπηκε κάθε διάθεση για πλάκα. Από την επόμενη, ο Σταυρίδης άρχισε να συμμετέχει στις παραστάσεις. Έτσι ξεκίνησε λοιπόν το 1929 (19 ετών), από το μουσικό θέατρο συμμετέχοντας σε επιθεωρήσεις, οπερέτες και παραστάσεις βαριετέ. Έτσι γνώρισε και την σύζυγο του, την Λαρισαία ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ξένια Δράμαλη.
Σ’ έναν από τους πρώτους του ρόλους έκανε τον λούστρο που έβαφε τα παπούτσια του Αυλωνίτη. Μόλις τελείωνε το βάψιμο, έβγαζε απ' το κασελάκι του ένα χαρτόσημο των 30 λεπτών κι αφού το σάλιωνε, το κολλούσε στο παπούτσι του Αυλωνίτη. «Μία το βάψιμο, τριάντα το χαρτόσημο, μία και τριάντα» έλεγε, σατιρίζοντας την τότε κυβέρνηση που έβαζε σε όλα φόρους μέσω χαρτόσημων.
Πέρασε όμως αρκετός καιρός χωρίς να καταφέρει να κερδίσει κάποιο μεγάλο νούμερο και πώς να κερδίσει αφού εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν στην επιθεώρηση μεγάλα ονόματα. Όμως η Άννα Καλουτά, μέσα στο πλήθος των άσημων και δεύτερων ηθοποιών, αντιλήφθηκε πως εκείνος ο νεαρός με τη γαμψή μύτη, την πονηρή ματιά και τη σβέλτη κίνηση ήταν ο κατάλληλος για να κάνει ένα νούμερο μαζί της. Του το πρότεινε: - «Κοροϊδεύετε, κυρία Καλουτά;», της είπε, αλλά η Καλουτά το εννοούσε. Το νούμερο έγινε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε τον Σταυρίδη στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επιθεώρησης. Αργότερα σε μια συνέντευξη του είχε πει: - «Χέστηκα απ' τη χαρά μου. Οι Καλουτάδες ήταν τότε πρωταγωνίστριες και μεγάλες βεντέτες».
Η αγία τριάδα του Ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου (μία από τις πολλές): Σταυρίδης, Χατζηχρήστος, Αυλωνίτης
Τη δεκαετία του 1940 ήταν ήδη πολύ γνωστός και άρχισε να συγκροτεί δικούς του θιάσους και να συνεργάζεται με σπουδαίους συναδέλφους του, όπως την Ρένα Βλαχοπούλου, τις αδελφές Καλουτά, την Καίτη Ντιριντάουα, την Μαρίκα Νέζερ, την Καίτη Μπελίντα, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τη Σοφία Βέμπο, τον Κώστα Χατζηχρήστο κ.α.
Με την Μάρω Κοντού στην περίφημη κωμωδία «Τα κίτρινα γάντια»
Στην ζωή του και στην καριέρα του δεν άργησε να μπει και ο κινηματογράφος, όπου διέπρεψε στις περίφημες ασπρόμαυρες ταινίες της χρυσής εποχής του Ελληνικού σινεμά. Έπαιξε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη το 1950 στην ταινία του Νίκου Τσιφόρου Έλα στο θείο και συνέχισε κάνοντας επιτυχία με τις ταινίες: Η ωραία των Αθηνών (1953), Η φτώχεια θέλει καλοπέραση (1957), Φτωχαδάκια και λεφτάδες (1960), Τρίτη και 13 (1963), Ο χαζομπαμπάς (1967), Δουλειές με φούντες (1958), Τα κίτρινα γάντια (1960), Διαβόλου κάλτσα (1960), Ευτυχώς τρελάθηκα (1961) και σε πολλές άλλες.
Με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία «Ο εξυπνάκιας»
Με τον Μίμη Φωτόπουλο στην ταινία «Η ωραία των Αθηνών»
Σταυρίδης - Γκιωνάκης: Ο διάλογος και οι ατάκες τους στα «Κίτρινα γάντια» έχουν μείνει στην ιστορία
Με την Μαρίκα Κρεβατά
Με την Τζένη Καρέζη
Ο Νίκος Σταυρίδης (Βαθύ Σάμου 1910 - 12 Δεκεμβρίου 1987) ήταν Έλληνας ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου, που πέθανε με ένα καρμικό τρόπο στην Σάμο στις 12 Δεκεμβρίου του 1987, επισκεπτόμενος την αδερφή του. Λες και ήθελε να πεθάνει στον τόπο που γεννήθηκε…
Δεν είχε λεφτά ούτε για το λεωφορείο
Καταγόταν από πολύ φτωχή και πολύτεκνη οικογένεια. Ως το δεύτερο κατά σειρά παιδί, έπιασε από πολύ νωρίς δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια μέσα στις δυσκολίες της καθημερινής επιβίωσης. Μοναδική διέξοδος από την καταραμένη φτώχεια, το θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανέβηκε από το Δημοτικό και στην συνέχεια στο Γυμνάσιο, όπου πρωταγωνιστούσε στις σχολικές παραστάσεις. Παράλληλα ασχολούνταν με τον στίβο και το άλμα επί κοντώ, δούλευε σε κινηματογράφο ως βοηθός του μηχανικού προβολής, έψελνε στην εκκλησία και έστηνε παραστάσεις θεάτρου σκιών σε όλη τη Σάμο!Το φτωχόπαιδο από το αγαπημένο νησί του ανατολικού Αιγαίου, ήρθε στην Αθήνα το 1928 κυνηγώντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Ξεκίνησε να δουλεύει σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε μάλιστα με τα πόδια από την Αθήνα που ήταν το σπίτι του. Η δουλειά του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος, και ο μισθός του μετά βίας του επέτρεπε να αγοράζει τα ελάχιστα τρόφιμα για να τον συντηρήσουν.
Στην αρχή τον πέρασαν για «ψώνιο»
Ο Σταυρίδης – απ΄ ότι έλεγαν οι σκηνοθέτες και οι και οι παραγωγοί της εποχής - δεν ήταν σε θέση να παίξει τον κωμικό. Είχε όμως φωνή τενόρου και ήταν μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι. Κι έτσι μια μέρα που περνούσε έξω από ένα θέατρο και άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα, όρμησε μέσα και ζήτησε με θάρρος και θράσος από τον μαέστρο να τον δοκιμάσει στο τραγούδι!- Το ξέρεις αυτό το τραγούδι; ρώτησε ο μαέστρος.
- Το ξέρω.
- Σε τι τόνο το τραγουδάς;
- Πιάσε όποιο τόνο θέλεις.
Εν τω μεταξύ, ο Αυλωνίτης κι ένας άλλος πρωταγωνιστής της εποχής, ήρθαν κοντά του να του κάνουν πλάκα γιατί νόμισαν πως ήταν «ψώνιο». Μόλις όμως άρχισε να τραγουδάει τους κόπηκε κάθε διάθεση για πλάκα. Από την επόμενη, ο Σταυρίδης άρχισε να συμμετέχει στις παραστάσεις. Έτσι ξεκίνησε λοιπόν το 1929 (19 ετών), από το μουσικό θέατρο συμμετέχοντας σε επιθεωρήσεις, οπερέτες και παραστάσεις βαριετέ. Έτσι γνώρισε και την σύζυγο του, την Λαρισαία ηθοποιό του μουσικού θεάτρου Ξένια Δράμαλη.
Σ’ έναν από τους πρώτους του ρόλους έκανε τον λούστρο που έβαφε τα παπούτσια του Αυλωνίτη. Μόλις τελείωνε το βάψιμο, έβγαζε απ' το κασελάκι του ένα χαρτόσημο των 30 λεπτών κι αφού το σάλιωνε, το κολλούσε στο παπούτσι του Αυλωνίτη. «Μία το βάψιμο, τριάντα το χαρτόσημο, μία και τριάντα» έλεγε, σατιρίζοντας την τότε κυβέρνηση που έβαζε σε όλα φόρους μέσω χαρτόσημων.
Πέρασε όμως αρκετός καιρός χωρίς να καταφέρει να κερδίσει κάποιο μεγάλο νούμερο και πώς να κερδίσει αφού εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν στην επιθεώρηση μεγάλα ονόματα. Όμως η Άννα Καλουτά, μέσα στο πλήθος των άσημων και δεύτερων ηθοποιών, αντιλήφθηκε πως εκείνος ο νεαρός με τη γαμψή μύτη, την πονηρή ματιά και τη σβέλτη κίνηση ήταν ο κατάλληλος για να κάνει ένα νούμερο μαζί της. Του το πρότεινε: - «Κοροϊδεύετε, κυρία Καλουτά;», της είπε, αλλά η Καλουτά το εννοούσε. Το νούμερο έγινε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε τον Σταυρίδη στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επιθεώρησης. Αργότερα σε μια συνέντευξη του είχε πει: - «Χέστηκα απ' τη χαρά μου. Οι Καλουτάδες ήταν τότε πρωταγωνίστριες και μεγάλες βεντέτες».
Τη δεκαετία του 1940 ήταν ήδη πολύ γνωστός και άρχισε να συγκροτεί δικούς του θιάσους και να συνεργάζεται με σπουδαίους συναδέλφους του, όπως την Ρένα Βλαχοπούλου, τις αδελφές Καλουτά, την Καίτη Ντιριντάουα, την Μαρίκα Νέζερ, την Καίτη Μπελίντα, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τη Σοφία Βέμπο, τον Κώστα Χατζηχρήστο κ.α.