Πελέ: Η απίστευτη πορεία προς την απόλυτη κορυφή του ποδοσφαίρου και την αιωνιότητα
Οι αντιρρήσεις του πατέρα, τα φτωχικά χρόνια και οι απίστευτες συμπτώσεις που τον οδήγησαν στο πάνθεον του ποδοσφαίρου
Εκστασιασμένος από το ηλεκτρικό ρεύμα, που έφτασε στη Βραζιλία στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Ντοντίνιο απέδωσε φόρο τιμής στον Τόμας Εντισον, ο οποίος ήταν ο κερδισμένος στη «μάχη» για τον εφευρέτη του λαμπτήρα, αν και υπολογίζεται ότι τουλάχιστον δύο τον είχαν ανακαλύψει πριν από αυτόν.
Εδωσε στον πρωτότοκο γιο του μια παραλλαγή του επωνύμου του, αφού τον ονόμασε Εντσον. Ο Ζοέλ ήταν ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής και είχε γνωρίσει τη Σελέστε όταν εκείνος ήταν 22 και εκείνη 14. Παρά τις λογικές διαφωνίες των δικών της, τη ζήτησε σε γάμο στα 16 και δύο χρόνια αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου 1940, ήρθε στη ζωή ο Εντσον. Λίγο μετά γεννήθηκαν ο Ζόκα και η Μαρία-Λουσία. Οι αμφιβολίες των συγγενών της Σελέστε για τη σχέση τους δεν έγκειντο μόνο στη διαφορά ηλικίας, αλλά και στο ότι ο Ντοντίνιο (το παρατσούκλι του Ζοέλ) έβγαζε - δεν έβγαζε τα προς το ζην από το ποδόσφαιρο. Πράγματι, δυσκολεύονταν τόσο, που η Σελέστε ορκίστηκε ότι κανένα από τα παιδιά της δεν θα παίξει ποδόσφαιρο.
Ο Ντοντίνιο φάνηκε να βρήκε μια καλή πρόταση το 1946, όταν η τοπική ομάδα της Μπαουρού τον ζήτησε. Τα χρήματα ήταν για πρώτη φορά αξιοπρεπή. Η οικογένεια μετακόμισε στην περιοχή του Σάο Πάολο. Χρησιμοποίησε το τρένο και ο Εντσον μαγεύτηκε. Ομως, όταν έφτασαν εκεί, έμαθαν ότι οι ιδιοκτήτες της ομάδας είχαν αλλάξει και, παρότι η πρόταση ίσχυε, το ποσό που του προτεινόταν ήταν αρκετά μειωμένο.
Ο Εντσον βγήκε στους δρόμους στα 7 με το κασελάκι του λούστρου, το οποίο έμαθε να χρησιμοποιεί σαν τουμπερλέκι. Γυάλιζε παπούτσια, αν και ο ίδιος δεν είχε να φορέσει. Στα 9 ήθελε να γίνει πιλότος. Ενώ δεν ήταν καλός μαθητής -η δασκάλα του, όποτε έλεγε κάτι που παρέπεμπε σε ζαβολιά, τσαλάκωνε χαρτοπετσέτες και τις έχωνε στο στόμα του για να μη μιλάει-, ξεκίνησε να προσπαθεί, προκειμένου να ακολουθήσει το όνειρό του.
Τότε, στην περιοχή, μία πτήση δεν πήγε καλά. Η μηχανή ενός μονοπτέρου χάλασε και η πρόσκρουση στο έδαφος σήμανε τον θάνατο ενός πιλότου. Ο Εντσον, που έκλεβε μάνγκο από τα δέντρα, ηγήθηκε της παρέας προκειμένου να πάνε στο νεκροτομείο, στην άλλη πλευρά της πόλης, για να δουν το σώμα του πιλότου. Οταν έφτασαν εκεί, είδαν τον ιατροδικαστή να το εξετάζει. Ο Εντσον ήταν εντυπωσιασμένος, αλλά όταν ο ιατροδικαστής σήκωσε τον ώμο του πιλότου και ξεπήδησε αίμα, ο μικρός τρόμαξε. Ούτως ή άλλως, έβλεπε εφιάλτες -νιώθοντας τύψεις για τις αταξίες του, αφού τον ένοιαζε να είναι καλό παιδί- και μερικές φορές υπνοβατούσε, οπότε το όνειρο του αεροπόρου γκρεμίστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο μικρός και η παρέα του αποφάσισαν να κάνουν μια ομάδα ποδοσφαίρου. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 ερχόταν και η Βραζιλία ζούσε στους ρυθμούς του. Οταν η «σελεσάο» έχασε 2-1 από την Ουρουγουάη, είδε για πρώτη φορά τον πατέρα του να κλαίει και εκείνος, ξεσπώντας σε λυγμούς, ρώτησε μια εικόνα του Χριστού τι αμαρτίες πληρώνει η χώρα του.
Για να βρει εξοπλισμό, η παρέα αποφάσισε να συγκεντρώσει τα αυτοκόλλητα των ποδοσφαιριστών που είχε μαζέψει, για να τα δώσει προς πώληση. Επίσης, σκαρφίστηκε ένα απίθανο σχέδιο: να κλέψει σάκους με φιστίκια από τρένο, προκειμένου να τα πουλάει στο σινεμά. Η πρώτη κομπίνα πέτυχε. Κουβάλησαν ασθμαίνοντας σάκους. Στη δεύτερη, τους έπιασαν και αναγκάστηκαν να τρέξουν όσο πιο γρήγορα γινόταν για να μην τους τσακώσουν. Παρότι το σχέδιο εγκαταλείφθηκε, βρήκαν τα χρήματα.
Δεν πέρασαν πολλοί μήνες από τότε και ανακοινώθηκε ότι στο Μπαουρού θα γινόταν ένα τουρνουά ποδοσφαίρου. Ενας όρος, όμως, ήταν ότι οι παίκτες έπρεπε να φοράνε παπούτσια. Για το τσούρμο των συγκεκριμένων πιτσιρικάδων αυτό ήταν τόσο δύσκολο, που είχαν δώσει στην ομάδα το όνομα «Απαπούτσωτοι». Εντέλει, ο πατέρας ενός παιδιού, πωλητής, δεσμεύτηκε να αγοράσει τα παπούτσια, αρκεί να άλλαζαν το όνομα. Αποκαλέστηκαν Μαρακίνια και έφτασαν στον τελικό του τουρνουά. Ο Εντσον, τον οποίο ήδη, παρά τη θέληση και την επιθυμία του -λέγεται ότι σε μια περίπτωση, μέσα στην τάξη, χτύπησε ένα παιδί γι’ αυτόν τον λόγο-, φώναζαν Πελέ, ήρθε πρώτος σκόρερ.
Αμέσως μπήκε στην αντρική ομάδα της Μπαουρού. Σε ένα παιχνίδι θάμπωσε τόσο πολύ τον κόσμο, που του πέταξε νομίσματα. Τα μάζεψε και τα πήρε σπίτι, για να τα δώσει στη μητέρα του και να της δείξει ότι μπορούσε να βγάλει λεφτά από το ποδόσφαιρο. Η Σελέστε δεν πείστηκε κατευθείαν. Οταν έφτασε στο Σάο Πάολο εκπρόσωπος ομάδας από το Ρίο για να ζητήσει τον γιο της, αρνήθηκε μετά βδελυγμίας, τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο να αφήσει το παιδί της να πάει τόσο μακριά - ούτως ή άλλως δεν θα γινόταν ποδοσφαιριστής. Η δεύτερη πρόταση, από τη Σάντος, τη βρήκε πιο μαλακωμένη. Ναι, ο Εντσον, που εκπαιδευόταν από τον πατέρα του, μπορούσε να δοκιμάσει στην ομάδα που έδρευε στο Σάο Πάολο. Στα 15 του, ο Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο έγινε ποδοσφαιριστής της Σάντος και από εκεί και πέρα ανέλαβαν δουλειά οι ιστορικοί και οι φίλαθλοι ανά την υφήλιο, που τον κατέταξαν στην απόλυτη κορυφή, τον έκαναν θεό και ως θεό τον αποχαιρετούν σε κάθε γωνιά του κόσμου.
*Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Secret της εφημερίδας Παραπολιτικά στις 7 Ιανουαρίου 2023
Εδωσε στον πρωτότοκο γιο του μια παραλλαγή του επωνύμου του, αφού τον ονόμασε Εντσον. Ο Ζοέλ ήταν ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής και είχε γνωρίσει τη Σελέστε όταν εκείνος ήταν 22 και εκείνη 14. Παρά τις λογικές διαφωνίες των δικών της, τη ζήτησε σε γάμο στα 16 και δύο χρόνια αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου 1940, ήρθε στη ζωή ο Εντσον. Λίγο μετά γεννήθηκαν ο Ζόκα και η Μαρία-Λουσία. Οι αμφιβολίες των συγγενών της Σελέστε για τη σχέση τους δεν έγκειντο μόνο στη διαφορά ηλικίας, αλλά και στο ότι ο Ντοντίνιο (το παρατσούκλι του Ζοέλ) έβγαζε - δεν έβγαζε τα προς το ζην από το ποδόσφαιρο. Πράγματι, δυσκολεύονταν τόσο, που η Σελέστε ορκίστηκε ότι κανένα από τα παιδιά της δεν θα παίξει ποδόσφαιρο.
Ο Ντοντίνιο φάνηκε να βρήκε μια καλή πρόταση το 1946, όταν η τοπική ομάδα της Μπαουρού τον ζήτησε. Τα χρήματα ήταν για πρώτη φορά αξιοπρεπή. Η οικογένεια μετακόμισε στην περιοχή του Σάο Πάολο. Χρησιμοποίησε το τρένο και ο Εντσον μαγεύτηκε. Ομως, όταν έφτασαν εκεί, έμαθαν ότι οι ιδιοκτήτες της ομάδας είχαν αλλάξει και, παρότι η πρόταση ίσχυε, το ποσό που του προτεινόταν ήταν αρκετά μειωμένο.
Ο Εντσον βγήκε στους δρόμους στα 7 με το κασελάκι του λούστρου, το οποίο έμαθε να χρησιμοποιεί σαν τουμπερλέκι. Γυάλιζε παπούτσια, αν και ο ίδιος δεν είχε να φορέσει. Στα 9 ήθελε να γίνει πιλότος. Ενώ δεν ήταν καλός μαθητής -η δασκάλα του, όποτε έλεγε κάτι που παρέπεμπε σε ζαβολιά, τσαλάκωνε χαρτοπετσέτες και τις έχωνε στο στόμα του για να μη μιλάει-, ξεκίνησε να προσπαθεί, προκειμένου να ακολουθήσει το όνειρό του.
Τότε, στην περιοχή, μία πτήση δεν πήγε καλά. Η μηχανή ενός μονοπτέρου χάλασε και η πρόσκρουση στο έδαφος σήμανε τον θάνατο ενός πιλότου. Ο Εντσον, που έκλεβε μάνγκο από τα δέντρα, ηγήθηκε της παρέας προκειμένου να πάνε στο νεκροτομείο, στην άλλη πλευρά της πόλης, για να δουν το σώμα του πιλότου. Οταν έφτασαν εκεί, είδαν τον ιατροδικαστή να το εξετάζει. Ο Εντσον ήταν εντυπωσιασμένος, αλλά όταν ο ιατροδικαστής σήκωσε τον ώμο του πιλότου και ξεπήδησε αίμα, ο μικρός τρόμαξε. Ούτως ή άλλως, έβλεπε εφιάλτες -νιώθοντας τύψεις για τις αταξίες του, αφού τον ένοιαζε να είναι καλό παιδί- και μερικές φορές υπνοβατούσε, οπότε το όνειρο του αεροπόρου γκρεμίστηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο μικρός και η παρέα του αποφάσισαν να κάνουν μια ομάδα ποδοσφαίρου. Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 ερχόταν και η Βραζιλία ζούσε στους ρυθμούς του. Οταν η «σελεσάο» έχασε 2-1 από την Ουρουγουάη, είδε για πρώτη φορά τον πατέρα του να κλαίει και εκείνος, ξεσπώντας σε λυγμούς, ρώτησε μια εικόνα του Χριστού τι αμαρτίες πληρώνει η χώρα του.
Δεν πέρασαν πολλοί μήνες από τότε και ανακοινώθηκε ότι στο Μπαουρού θα γινόταν ένα τουρνουά ποδοσφαίρου. Ενας όρος, όμως, ήταν ότι οι παίκτες έπρεπε να φοράνε παπούτσια. Για το τσούρμο των συγκεκριμένων πιτσιρικάδων αυτό ήταν τόσο δύσκολο, που είχαν δώσει στην ομάδα το όνομα «Απαπούτσωτοι». Εντέλει, ο πατέρας ενός παιδιού, πωλητής, δεσμεύτηκε να αγοράσει τα παπούτσια, αρκεί να άλλαζαν το όνομα. Αποκαλέστηκαν Μαρακίνια και έφτασαν στον τελικό του τουρνουά. Ο Εντσον, τον οποίο ήδη, παρά τη θέληση και την επιθυμία του -λέγεται ότι σε μια περίπτωση, μέσα στην τάξη, χτύπησε ένα παιδί γι’ αυτόν τον λόγο-, φώναζαν Πελέ, ήρθε πρώτος σκόρερ.
Αμέσως μπήκε στην αντρική ομάδα της Μπαουρού. Σε ένα παιχνίδι θάμπωσε τόσο πολύ τον κόσμο, που του πέταξε νομίσματα. Τα μάζεψε και τα πήρε σπίτι, για να τα δώσει στη μητέρα του και να της δείξει ότι μπορούσε να βγάλει λεφτά από το ποδόσφαιρο. Η Σελέστε δεν πείστηκε κατευθείαν. Οταν έφτασε στο Σάο Πάολο εκπρόσωπος ομάδας από το Ρίο για να ζητήσει τον γιο της, αρνήθηκε μετά βδελυγμίας, τονίζοντας ότι δεν επρόκειτο να αφήσει το παιδί της να πάει τόσο μακριά - ούτως ή άλλως δεν θα γινόταν ποδοσφαιριστής. Η δεύτερη πρόταση, από τη Σάντος, τη βρήκε πιο μαλακωμένη. Ναι, ο Εντσον, που εκπαιδευόταν από τον πατέρα του, μπορούσε να δοκιμάσει στην ομάδα που έδρευε στο Σάο Πάολο. Στα 15 του, ο Εντσον Αράντες ντο Νασιμέντο έγινε ποδοσφαιριστής της Σάντος και από εκεί και πέρα ανέλαβαν δουλειά οι ιστορικοί και οι φίλαθλοι ανά την υφήλιο, που τον κατέταξαν στην απόλυτη κορυφή, τον έκαναν θεό και ως θεό τον αποχαιρετούν σε κάθε γωνιά του κόσμου.