Το σενάριο του «ντόμινο» και η πιθανότητα μεγάλου σεισμού στην Ελλάδα
Στην τρέχουσα συγκυρία διακρίνονται δύο τάσεις, μία ανησυχητική και μία καθησυχαστική
Επιχειρώντας μια αναλογία με την Ιατρική, οι σεισμοί συνιστούν «σύμπτωμα» και όχι «νόσο», είναι δηλαδή αποτέλεσμα μιας βαθύτερης διεργασίας, η οποία εξελίσσεται ακατάπαυστα στα έγκατα του πλανήτη. Βάσει της ίδιας αναλογίας, είναι η τυχόν μετάσταση της σεισμικής έξαρσης από την Τουρκία και τη Συρία στη χώρα μας το ζήτημα που απασχολεί κατεξοχήν την εγχώρια κοινή γνώμη τις τελευταίες ημέρες.
Στην τρέχουσα συγκυρία, πάντως, διακρίνονται δύο τάσεις, μία ανησυχητική και μία καθησυχαστική. Η πρώτη έχει να κάνει με τη σύγκριση και τον συσχετισμό των μεγάλων σεισμών στην Τουρκία και την Ελλάδα. Ο σεισμός των 7,6 Ρίχτερ της 17ης Αυγούστου 1999 στο Ιζμίτ άφησε πίσω του, πέρα από τις υλικές καταστροφές, 17.000 νεκρούς. Μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, υπήρξαν τα 5,9 Ρίχτερ της Πάρνηθας, με 143 νεκρούς.
Σε μελέτη τους, η οποία δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Geophysical Research Letters», τρεις ερευνητές από τις ΗΠΑ και την Ελλάδα παρέθεσαν αναλυτικά στατιστικά δεδομένα προς επίρρωσιν της θέσης τους ότι οι δύο σεισμοί, όντως, σχετίζονταν. Απλώς, όπως σημειώνεται στο άρθρο, αμέσως μετά την κύρια δόνηση στη Νικομήδεια καταγράφηκε πλήθος μικρής έντασης σεισμών στην Ελλάδα.
Εκ των υστέρων, η δραστηριότητα αυτή ερμηνεύεται ως προπομπός του μεγάλου σεισμού που συγκλόνισε την Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1999.
Τη δεύτερη άποψη, ότι δηλαδή οι πρόσφατοι σεισμοί στην Τουρκία δεν συνιστούν επαρκή λόγο συναγερμού, πρεσβεύουν Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι αποκλείουν την απευθείας μετάγγιση της σεισμικής δράσης από Τουρκία/Συρία στην Ελλάδα και την εκδοχή του «ντόμινο». Ταυτόχρονα, όμως, μιλούν για μεγάλους σεισμούς στο μέλλον.
Ο καθηγητής Φυσικών Καταστροφών και ακαδημαϊκός Κώστας Συνολάκης εξηγεί στο «Θέμα» ότι «οι σεισμοί στην Τουρκία δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν τα σεισμικά ρήγματα στην Ελλάδα διότι δεν βρίσκονται στην ίδια ζώνη.
Γι’ αυτό και η θεωρία του "ντόμινο" είναι μάλλον απίθανο να επαληθευτεί, εφόσον το Ελληνικό Τόξο ανήκει σε διαφορετική σεισμική ζώνη.
Βεβαίως, χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει συνάφεια με την Τουρκία, η συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να δώσει πολύ ισχυρό σεισμό, άνω των 8 Ρίχτερ, αλλά αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα είναι ότι τέτοιου μεγέθους σεισμοί εκδηλώνονται στο Ελληνικό Τόξο κάθε 600-800 χρόνια. Ο τελευταίος συνέβη το 1403 στην Κρήτη, που υπολογίζεται θεωρητικά σε 8-8,3 Ρίχτερ».
Παρομοίως, ο ομότιμος καθηγητής Τεκτονικής Γεωλογίας και Γεωδυναμικής του ΕΚΠΑ Δημήτρης Παπανικολάου επισημαίνει ότι «γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην πολύ ειδική περίπτωση με το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, το οποίο καταλήγει στην Κωνσταντινούπολη και επεκτείνεται στο Βόρειο Αιγαίο, στο οποίο πράγματι παρατηρείται μετανάστευση της σεισμικής δραστηριότητας από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Είναι σαφές ότι αναμένεται σεισμός 7-7,5 Ρίχτερ στον υποθαλάσσιο χώρο του Μαρμαρά και ακολούθως περιμένουμε, μετά από 40-50 χρόνια, η σεισμική δραστηριότητα να προσεγγίσει τη Σαμοθράκη. Το ρήγμα του Μαρμαρά είναι ήδη ώριμο, θα γίνει σεισμός εκεί, τον περιμένουμε».
Πρακτικά, ολόκληρη η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, από το δυτικό τμήμα της Ελλάδας έως το ανατολικότερο άκρο της Τουρκίας, είναι ο παράδεισος των σεισμολόγων, το ιδανικό φυσικό εργαστήριο για τη μελέτη των σεισμών, καθώς θεωρείται ένα από τα πλέον σεισμογενή σημεία της υδρογείου.
Εν προκειμένω, η εντατική σεισμική δραστηριότητα συνδέεται απευθείας με την αναλογικά ταχύτατη παραμόρφωση τεράστιων τμημάτων από τρεις διαφορετικές ηπείρους που συναντώνται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δηλαδή της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Στο γεωλογικό αυτό τρίστρατο θα πρέπει κάποιος να φανταστεί ότι μετατοπίζονται κολοσσιαίοι σχηματισμοί εδάφους, οι λεγόμενες λιθοσφαιρικές πλάκες.
Από τις σχετικές κινήσεις των πλακών Αφρικής και Ευρασίας επηρεάζεται η περιοχή του Αιγαίου, διότι αμφότερες συγκλίνουν κατά 1 εκ. ανά έτος κατά μήκος του Ελληνικού Τόξου, το οποίο αναφέρει ο κ. Συνολάκης ως «ύποπτο» μεγάλου σεισμού στο μέλλον. Το τμήμα της αφρικανικής πλάκας που αντιστοιχεί στην Ανατολική Μεσόγειο καταδύεται, υποχωρεί και βυθίζεται κάτω από το πρόσθιο μέρος της ευρασιατικής πλάκας. Αυτή η «εφίππευση» -το καβάλημα- της Ευρασίας επί της Αφρικής παράγει σεισμούς, κυρίως ενδιαμέσου εστιακού βάθους (σε απόσταση κάποιων εκατοντάδων χιλιομέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας στο Νότιο Αιγαίο).
- Το ρήγμα του Βορείου Αιγαίου, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά έως την περιοχή ανατολικά της Σκοπέλου (Ρήγμα Αγίου Ευστρατίου). Δονήσεις έως 7,2-7,5 Ρίχτερ.
- Το Ελληνικό Τόξο, 100 χιλιόμετρα νότια της Κρήτης. Ανω των 8 Ρίχτερ.
- Το ρήγμα της Αμοργού, έως 7,5-7,8 Ρίχτερ.
- Δυτικό Ελληνικό Τόξο, ανάμεσα στην Κρήτη και τα Κύθηρα, έως 8,2 Ρίχτερ.
- Ρήγμα Κεφαλλονιάς, έως 7,3-7,5 Ρίχτερ.
Με βάση τα προηγούμενα, αλλά και δεδομένης της ιστορίας των μεγάλων σεισμών στην Ελλάδα, η μικρο-πλάκα του Αιγαίου αναδεικνύεται σε κύριο ρυθμιστή της σεισμικής δράσης στη χώρα μας. Κι αυτό διότι η κίνησή της θεωρείται ταχεία (περίπου 3,5 εκ./έτος), η οποία αυξάνεται περαιτέρω σε συνδυασμό με την ταχύτητα μετατόπισης, από την αντίθετη κατεύθυνση, της αφρικανικής πλάκας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Ελληνικό Τόξο (κατ’ άλλους, Ελληνική Τάφρος) μετατρέπεται σε ζώνη εξαιρετικά υψηλού κινδύνου, με σεισμούς μικρού εστιακού βάθους, οι οποίοι είναι και οι πλέον καταστροφικοί.
Ενδεικτικά, το ρήγμα του Ελληνικού Τόξου, η γιγαντιαία ανωμαλία που προκύπτει από την εφίππευση της πλάκας του Αιγαίου στην αφρικανική, έχει μήκος που υπολογίζεται σε 200 χλμ. και εντοπίζεται στη θαλάσσια ζώνη νοτιοδυτικά της Κρήτης. Εκεί η σεισμική δραστηριότητα είναι αδιάλειπτη και συχνά μεγάλης έντασης, χωρίς όμως να προκαλεί καταστροφές, ακριβώς επειδή το επίκεντρο των σεισμών τοποθετείται στη θάλασσα. Ιστορικά, πάντως, το 365 μ.Χ. συνέβη εκεί σεισμός 8,3 Ρίχτερ, ο μεγαλύτερος που έχει αναφερθεί ποτέ σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα και η, φαινομενικά απομακρυσμένη, αραβική πλάκα επηρεάζει εμμέσως τη σεισμικότητα του Αιγαίου, ωθώντας την πλάκα της Ανατολίας από τον Νότο προς τον Βορρά. Πολύ σχηματικά, η Αραβία σπρώχνει την Ανατολία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να κινείται σύσσωμη προς τα νοτιοανατολικά, με ταχύτητα περίπου 2,5 εκ. τον χρόνο. Το αποτέλεσμα αυτού του συγκρουσιακού παζλ ανάμεσα στις λιθοσφαιρικές πλάκες είναι ότι σχηματίζονται ζώνες πολύ υψηλής επικινδυνότητας για σεισμούς μεγάλης έντασης, κατά μήκος του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας και εκείνου της Ανατολικής Ανατολίας, στον Νότο.
Η σεισμική -αλλά και η ηφαιστειακή- δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή διαμορφώνεται καθοριστικά από τις συνεχείς γεωδυναμικές ανακατατάξεις στο υπέδαφος Τουρκίας - Μέσης Ανατολής, Αραβίας, Αφρικής και Ελλάδας. Οι δύο αλλεπάλληλες συντριπτικές δονήσεις των 7,8 και 7,5 Ρίχτερ τη Δευτέρα και μέσα σε λιγότερο από 10 ώρες στην Ανατολική Ανατολία καταχωρίζονται μεταξύ των 70 και πλέον σεισμών έντασης άνω των 6,5 Ρίχτερ που έχουν εκδηλωθεί στην περιοχή τα τελευταία 120 χρόνια.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, η απέραντη τραγωδία που εξακολουθεί να εκτυλίσσεται στην πληγείσα ζώνη της Ανατολίας δεν ήταν εντελώς απροσδόκητη, δεν ξέσπασε από το πουθενά. Λόγω, μάλιστα, της απελπιστικής αδυναμίας της σεισμολογίας να διατυπώσει ακριβείς προγνώσεις, ουδείς γνωρίζει αν η καταστροφή έχει ολοκληρωθεί ή θα μεσολαβήσουν κι άλλα χτυπήματα ως τη χαριστική βολή.
Βεβαίως, είναι και πάλι η επιστήμη αυτή που υπενθυμίζει το αληθινό νόημα των μεγεθών: η κλίμακα Ρίχτερ είναι λογαριθμική. Κάθε επόμενη βαθμίδα είναι έναν κόσμο μακριά από την προηγούμενη. Φερ’ ειπείν, τα 5,9 της Πάρνηθας το 1999 ήταν περίπου 800 φορές ασθενέστερα από τα 7,8 Ρίχτερ της Τουρκίας. Αρα, κάτι λιγότερο από δύο σκαλοπάτια της ίδιας κλίμακας μπορούν να αντιστοιχούν στην απόσταση από τη ζωή στον θάνατο.
*Πηγή: protothema.gr/ Βασίλης Τσακίρογλου
Στην τρέχουσα συγκυρία, πάντως, διακρίνονται δύο τάσεις, μία ανησυχητική και μία καθησυχαστική. Η πρώτη έχει να κάνει με τη σύγκριση και τον συσχετισμό των μεγάλων σεισμών στην Τουρκία και την Ελλάδα. Ο σεισμός των 7,6 Ρίχτερ της 17ης Αυγούστου 1999 στο Ιζμίτ άφησε πίσω του, πέρα από τις υλικές καταστροφές, 17.000 νεκρούς. Μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, υπήρξαν τα 5,9 Ρίχτερ της Πάρνηθας, με 143 νεκρούς.
Σε μελέτη τους, η οποία δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Geophysical Research Letters», τρεις ερευνητές από τις ΗΠΑ και την Ελλάδα παρέθεσαν αναλυτικά στατιστικά δεδομένα προς επίρρωσιν της θέσης τους ότι οι δύο σεισμοί, όντως, σχετίζονταν. Απλώς, όπως σημειώνεται στο άρθρο, αμέσως μετά την κύρια δόνηση στη Νικομήδεια καταγράφηκε πλήθος μικρής έντασης σεισμών στην Ελλάδα.
Εκ των υστέρων, η δραστηριότητα αυτή ερμηνεύεται ως προπομπός του μεγάλου σεισμού που συγκλόνισε την Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1999.
Τη δεύτερη άποψη, ότι δηλαδή οι πρόσφατοι σεισμοί στην Τουρκία δεν συνιστούν επαρκή λόγο συναγερμού, πρεσβεύουν Έλληνες επιστήμονες, οι οποίοι αποκλείουν την απευθείας μετάγγιση της σεισμικής δράσης από Τουρκία/Συρία στην Ελλάδα και την εκδοχή του «ντόμινο». Ταυτόχρονα, όμως, μιλούν για μεγάλους σεισμούς στο μέλλον.
Ο καθηγητής Φυσικών Καταστροφών και ακαδημαϊκός Κώστας Συνολάκης εξηγεί στο «Θέμα» ότι «οι σεισμοί στην Τουρκία δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν τα σεισμικά ρήγματα στην Ελλάδα διότι δεν βρίσκονται στην ίδια ζώνη.
Γι’ αυτό και η θεωρία του "ντόμινο" είναι μάλλον απίθανο να επαληθευτεί, εφόσον το Ελληνικό Τόξο ανήκει σε διαφορετική σεισμική ζώνη.
Βεβαίως, χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει συνάφεια με την Τουρκία, η συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να δώσει πολύ ισχυρό σεισμό, άνω των 8 Ρίχτερ, αλλά αυτό που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα είναι ότι τέτοιου μεγέθους σεισμοί εκδηλώνονται στο Ελληνικό Τόξο κάθε 600-800 χρόνια. Ο τελευταίος συνέβη το 1403 στην Κρήτη, που υπολογίζεται θεωρητικά σε 8-8,3 Ρίχτερ».
Παρομοίως, ο ομότιμος καθηγητής Τεκτονικής Γεωλογίας και Γεωδυναμικής του ΕΚΠΑ Δημήτρης Παπανικολάου επισημαίνει ότι «γίνεται σύγχυση ανάμεσα στην πολύ ειδική περίπτωση με το ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, το οποίο καταλήγει στην Κωνσταντινούπολη και επεκτείνεται στο Βόρειο Αιγαίο, στο οποίο πράγματι παρατηρείται μετανάστευση της σεισμικής δραστηριότητας από τα ανατολικά προς τα δυτικά.
Είναι σαφές ότι αναμένεται σεισμός 7-7,5 Ρίχτερ στον υποθαλάσσιο χώρο του Μαρμαρά και ακολούθως περιμένουμε, μετά από 40-50 χρόνια, η σεισμική δραστηριότητα να προσεγγίσει τη Σαμοθράκη. Το ρήγμα του Μαρμαρά είναι ήδη ώριμο, θα γίνει σεισμός εκεί, τον περιμένουμε».
Η αιτία του κακού
Πρακτικά, ολόκληρη η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, από το δυτικό τμήμα της Ελλάδας έως το ανατολικότερο άκρο της Τουρκίας, είναι ο παράδεισος των σεισμολόγων, το ιδανικό φυσικό εργαστήριο για τη μελέτη των σεισμών, καθώς θεωρείται ένα από τα πλέον σεισμογενή σημεία της υδρογείου.Εν προκειμένω, η εντατική σεισμική δραστηριότητα συνδέεται απευθείας με την αναλογικά ταχύτατη παραμόρφωση τεράστιων τμημάτων από τρεις διαφορετικές ηπείρους που συναντώνται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δηλαδή της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Στο γεωλογικό αυτό τρίστρατο θα πρέπει κάποιος να φανταστεί ότι μετατοπίζονται κολοσσιαίοι σχηματισμοί εδάφους, οι λεγόμενες λιθοσφαιρικές πλάκες.
Από τις σχετικές κινήσεις των πλακών Αφρικής και Ευρασίας επηρεάζεται η περιοχή του Αιγαίου, διότι αμφότερες συγκλίνουν κατά 1 εκ. ανά έτος κατά μήκος του Ελληνικού Τόξου, το οποίο αναφέρει ο κ. Συνολάκης ως «ύποπτο» μεγάλου σεισμού στο μέλλον. Το τμήμα της αφρικανικής πλάκας που αντιστοιχεί στην Ανατολική Μεσόγειο καταδύεται, υποχωρεί και βυθίζεται κάτω από το πρόσθιο μέρος της ευρασιατικής πλάκας. Αυτή η «εφίππευση» -το καβάλημα- της Ευρασίας επί της Αφρικής παράγει σεισμούς, κυρίως ενδιαμέσου εστιακού βάθους (σε απόσταση κάποιων εκατοντάδων χιλιομέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας στο Νότιο Αιγαίο).
Τα επίφοβα ελληνικά ρήγματα
Τα ρήγματα του ελλαδικού χώρου που θα μπορούσαν να δώσουν σεισμούς άνω των 7 Ρίχτερ, χωρίς όμως να αποκλείονται, επ’ ουδενί, δυσάρεστες εκπλήξεις, με ανύποπτες προσθήκες στον κατάλογο, εντοπίζονται κυρίως σε πέντε γεωγραφικές ενότητες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών επιστημόνων, γεωλόγων, γεωφυσικών και σεισμολόγων, οι «θερμές» σεισμικές ζώνες στην Ελλάδα είναι οι εξής:- Το ρήγμα του Βορείου Αιγαίου, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά έως την περιοχή ανατολικά της Σκοπέλου (Ρήγμα Αγίου Ευστρατίου). Δονήσεις έως 7,2-7,5 Ρίχτερ.
- Το Ελληνικό Τόξο, 100 χιλιόμετρα νότια της Κρήτης. Ανω των 8 Ρίχτερ.
- Το ρήγμα της Αμοργού, έως 7,5-7,8 Ρίχτερ.
- Δυτικό Ελληνικό Τόξο, ανάμεσα στην Κρήτη και τα Κύθηρα, έως 8,2 Ρίχτερ.
- Ρήγμα Κεφαλλονιάς, έως 7,3-7,5 Ρίχτερ.
Με βάση τα προηγούμενα, αλλά και δεδομένης της ιστορίας των μεγάλων σεισμών στην Ελλάδα, η μικρο-πλάκα του Αιγαίου αναδεικνύεται σε κύριο ρυθμιστή της σεισμικής δράσης στη χώρα μας. Κι αυτό διότι η κίνησή της θεωρείται ταχεία (περίπου 3,5 εκ./έτος), η οποία αυξάνεται περαιτέρω σε συνδυασμό με την ταχύτητα μετατόπισης, από την αντίθετη κατεύθυνση, της αφρικανικής πλάκας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Ελληνικό Τόξο (κατ’ άλλους, Ελληνική Τάφρος) μετατρέπεται σε ζώνη εξαιρετικά υψηλού κινδύνου, με σεισμούς μικρού εστιακού βάθους, οι οποίοι είναι και οι πλέον καταστροφικοί.
Ενδεικτικά, το ρήγμα του Ελληνικού Τόξου, η γιγαντιαία ανωμαλία που προκύπτει από την εφίππευση της πλάκας του Αιγαίου στην αφρικανική, έχει μήκος που υπολογίζεται σε 200 χλμ. και εντοπίζεται στη θαλάσσια ζώνη νοτιοδυτικά της Κρήτης. Εκεί η σεισμική δραστηριότητα είναι αδιάλειπτη και συχνά μεγάλης έντασης, χωρίς όμως να προκαλεί καταστροφές, ακριβώς επειδή το επίκεντρο των σεισμών τοποθετείται στη θάλασσα. Ιστορικά, πάντως, το 365 μ.Χ. συνέβη εκεί σεισμός 8,3 Ρίχτερ, ο μεγαλύτερος που έχει αναφερθεί ποτέ σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμα και η, φαινομενικά απομακρυσμένη, αραβική πλάκα επηρεάζει εμμέσως τη σεισμικότητα του Αιγαίου, ωθώντας την πλάκα της Ανατολίας από τον Νότο προς τον Βορρά. Πολύ σχηματικά, η Αραβία σπρώχνει την Ανατολία, με αποτέλεσμα η Τουρκία να κινείται σύσσωμη προς τα νοτιοανατολικά, με ταχύτητα περίπου 2,5 εκ. τον χρόνο. Το αποτέλεσμα αυτού του συγκρουσιακού παζλ ανάμεσα στις λιθοσφαιρικές πλάκες είναι ότι σχηματίζονται ζώνες πολύ υψηλής επικινδυνότητας για σεισμούς μεγάλης έντασης, κατά μήκος του ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας και εκείνου της Ανατολικής Ανατολίας, στον Νότο.
Η σεισμική -αλλά και η ηφαιστειακή- δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή διαμορφώνεται καθοριστικά από τις συνεχείς γεωδυναμικές ανακατατάξεις στο υπέδαφος Τουρκίας - Μέσης Ανατολής, Αραβίας, Αφρικής και Ελλάδας. Οι δύο αλλεπάλληλες συντριπτικές δονήσεις των 7,8 και 7,5 Ρίχτερ τη Δευτέρα και μέσα σε λιγότερο από 10 ώρες στην Ανατολική Ανατολία καταχωρίζονται μεταξύ των 70 και πλέον σεισμών έντασης άνω των 6,5 Ρίχτερ που έχουν εκδηλωθεί στην περιοχή τα τελευταία 120 χρόνια.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, η απέραντη τραγωδία που εξακολουθεί να εκτυλίσσεται στην πληγείσα ζώνη της Ανατολίας δεν ήταν εντελώς απροσδόκητη, δεν ξέσπασε από το πουθενά. Λόγω, μάλιστα, της απελπιστικής αδυναμίας της σεισμολογίας να διατυπώσει ακριβείς προγνώσεις, ουδείς γνωρίζει αν η καταστροφή έχει ολοκληρωθεί ή θα μεσολαβήσουν κι άλλα χτυπήματα ως τη χαριστική βολή.
Βεβαίως, είναι και πάλι η επιστήμη αυτή που υπενθυμίζει το αληθινό νόημα των μεγεθών: η κλίμακα Ρίχτερ είναι λογαριθμική. Κάθε επόμενη βαθμίδα είναι έναν κόσμο μακριά από την προηγούμενη. Φερ’ ειπείν, τα 5,9 της Πάρνηθας το 1999 ήταν περίπου 800 φορές ασθενέστερα από τα 7,8 Ρίχτερ της Τουρκίας. Αρα, κάτι λιγότερο από δύο σκαλοπάτια της ίδιας κλίμακας μπορούν να αντιστοιχούν στην απόσταση από τη ζωή στον θάνατο.
*Πηγή: protothema.gr/ Βασίλης Τσακίρογλου