Άξιον Εστί: Η ιστορία της εμβληματικής εικόνας του Αγίου Όρους
Τι σημαίνει ο όρος «Άξιον Εστί»;
Την ιερή εικόνα «Άξιον Εστί», που φυλάσσεται στο Άγιον Όρος, υποδέχεται η Αθήνα. Αγιογραφήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη, κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, η οποία είναι έργο του ευαγγελιστή Λουκά.
Τι σημαίνει ο όρος «Άξιον Εστί»;
Με τον όρο «Άξιον Εστί» (ή «Άξιον Εστίν») αναφερόμαστε στο μεγαλυνάριο της Παναγίας, το οποίο ψάλλεται μετά τη θ΄ Ωδή των Κανόνων και στη Θεία Λειτουργία αμέσως μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων.
Ως «Άξιον Εστίν» αναφέρεται και η εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται σήμερα στο Ιερό Σύνθρονο του Ναού του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Θεωρείται η σημαντικότερη εικόνα του Αγίου Όρους, μιας και είναι «Εφέστιος» και «Προστάτις» των 20 Αγιορείτικων Μονών, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται σε κάθε Μονή.
H γιορτή μετά το Πάσχα
Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα με λιτανεία στην περιοχή των Καρεών. Επίσης στις 11 Ιουνίου πραγματοποιείται Θεία Λειτουργία στο Πρωτάτο και πανήγυρη στο Ιερό Παντοκρατορινό Κελλί του «Άξιον Εστίν», σε ανάμνηση του θαύματος.
Είναι αγιογραφημένη στα χρόνια της εικονομαχίας και όλη η τεχνοτροπία της εικόνας είναι αυστηρά βυζαντινή με όψη επιβλητική. Είναι διαστάσεων 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου είχε αλλοιωθεί, αλλά μετά τη συντήρηση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η μεταγενέστερη επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».
Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλιά της.
Ολόκληρος ο ύμνος
«Άξιον εστίν ως αληθώς
μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον
και μητέρα του Θεού ημών.
Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ
και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ
την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν,
την όντως Θεοτόκον,
Σε μεγαλύνομεν».
Το θαύμα
Σε κοντινή απόσταση από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, ζούσε ένας ενάρετος ιερομόναχος με τον νέο μαθητή του. Το Σάββατο το βράδυ της 11ης Ιουνίου του 982 μ.Χ., ο Γέροντας ξεκίνησε να πάει στην αγρυπνία στον Ναό του Πρωτάτου. Ο μαθητής του, που έμεινε μόνος του το βράδυ, δέχτηκε την επίσκεψη ενός αγνώστου μοναχού, ο οποίος του ζήτησε να παραμείνει τη νύχτα στο κελί. Νωρίς τα χαράματα, ως μοναχοί, σηκώθηκαν για να ψάλουν την ακολουθία του Όρθρου στη μικρή εκκλησία του κελιού. Φθάνοντας όμως στη θ΄ ωδή, ενώ ο μαθητής επρόκειτο να ψάλει «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» (τον αρχαίο ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού) μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ο ξένος παρενέβαλε πριν από αυτό τα εξής:
«Άξιον Εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον,
και Μητέρα του Θεού ημών».
Ύστερα επισύναψε και την «Τιμιωτέρα» έως τέλους…
Ακούγοντας για πρώτη φορά τα λόγια αυτά ο μαθητής ένιωσε δέος και ζήτησε από τον φιλοξενούμενο να του γράψει τον ύμνο. Καθώς όμως δεν υπήρχε χαρτί, ο μοναχός χάραξε με το δάχτυλό του τα ιερά αυτά λόγια βαθιά και άκοπα σε μια πέτρινη πλάκα, προσθέτοντας: «Στο εξής, έτσι να ψάλλουν όλοι οι χριστιανοί τον ύμνο της Θεοτόκου».
Λέγοντας αυτά έγινε άφαντος, ενώ σύμφωνα με την παράδοση η εικόνα του Χριστού πάνω στο τέμπλο της εκκλησίας μεταφέρθηκε αστραπιαία στα αριστερά και η εικόνα της Θεομήτορος στα δεξιά. Η αυτή διάταξη διατηρείται έως τις ημέρες μας στο ξυλόγλυπτο τέμπλο του κελιού.
Επιστρέφοντας ο Γέροντας άκουσε τη διήγηση και είδε τη χαραγμένη πλάκα. Αμέσως μαζί με τον μαθητή του έσπευσε να ανακοινώσει το θαύμα στον Πρώτο του Αγίου Όρους και στους άλλους Γέροντες. Αυτοί έστειλαν την αγγελοχάρακτη πλάκα στον Πατριάρχη και στον αυτοκράτορα της εποχής, έτσι ώστε ο ύμνος να διαδοθεί σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και η παρουσία του
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο άγνωστος εκείνος μοναχός δεν ήταν άλλος από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος πάντοτε ήταν «…ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Ευαγγελιστής…».
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, μετά από λίγες ημέρες η εικόνα μεταφέρθηκε στον Πρωτάτο, όπου και τέθηκε στο Ιερό Σύνθρονο του ναού ως Παντάνασσα και στήριγμα πνευματικό, Ηγουμένη και Προστάτις όλου του Αγίου Όρους, το δε κελί που δέχθηκε την αρχαγγελική επίσκεψη φέρει από τότε το όνομα «Άξιον εστί», ενώ ολόκληρη η τοποθεσία είναι γνωστή ως «Άδειν», από το αρχαίο ρήμα άδω, που σημαίνει τραγουδώ, ψάλλω.
Ο υποτακτικός εκείνος που δέχτηκε την επίσκεψη του Αρχαγγέλου τιμάται σήμερα ως Όσιος από την τοπική αγιορείτικη παράδοση. Μάλιστα λέγεται πως το όνομά του ήταν Γαβριήλ, γι' αυτό και αναφέρεται ως «ο Όσιος Γαβριήλ ο ξενίσας τον Άγγελον», δηλαδή αυτός που «φιλοξένησε τον Άγγελο».