Η «βασίλισσα του rock ‘n’ roll», Τίνα Τάρνερ, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών.

Έζησε μια ζωή γεμάτη λάμψη, επιτυχίες, βραβεία, ταξίδια αλλά και παιδικά τραύματα, κακοποιήσεις, προσωπικά αδιέξοδα, εθισμούς, ακόμη και απόπειρες αυτοκτονίας.

Κατάφερε να πουλήσει περισσότερα από 200 εκατομμύρια δίσκους σε ολόκληρο τον κόσμο και το όνομά της να γραφτεί με χρυσά γράμματα στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες ως της καλλιτέχνιδος με τις υψηλότερες πωλήσεις εισιτηρίων όλων των εποχών.


Το καλλίγραμμο κορίτσι από το Μπράουνσβιλ του Τενεσί, που ξεκίνησε να τραγουδά στις εκκλησιαστικές χορωδίες και συστήθηκε καλλιτεχνικά ως τραγουδίστρια του συγκροτήματος Kings of Rhythm του κακοποιητικού συζύγου της Άικ Τάρνερ, κατάφερε, παρά τις τεράστιες προσωπικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, να διαγράψει μια μεγαλειώδη καριέρα και να αγγίξει τα όρια του θρύλου με μια σειρά από μεγάλες, διαχρονικές επιτυχίες, μεταξύ των οποίων τα κομμάτια «What's Love Got to Do with It», «Let's Stay Together», «We Don't Need Another Hero», «The Best», «I Don't Wanna Fight», «Golden Eye» κ.ά.

Αξέχαστες έχουν παραμείνει και οι αμέτρητες συναυλιακές εμφανίσεις της ανά τον κόσμο με τις σούπερ μίνι φούστες που αναδείκνυαν τα υπέροχα πόδια της, το ατίθασο σγουρό μαλλί της, τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κρατούσε το μικρόφωνο και τα υπέροχα χορευτικά της.


Ωστόσο, η Τίνα Τάρνερ είχε περάσει και πολλές δυσκολίες στην προσωπική της ζωή.

«Θα συνεχίσω», ήταν το διαχρονικό σύνθημά της, οι δύο λέξεις που της έδιναν τη δύναμη να ξανασηκωθεί κάθε φορά που ένιωθε πως δεν αντέχει άλλο και έβλεπε τον θάνατο ως μοναδική διέξοδο από τη μαρτυρική ζωή της.

Όπως τότε, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, που ζούσε μια πραγματική κόλαση στο πλευρό του συζύγου της και πατέρα του ενός από τους δύο γιους της, του μουσικού Άικ Τάρνερ.

«Η ζωή με τον Άικ ήταν ένα μαρτύριο. Υπέμεινα χρόνια ολόκληρα κακοποίησης τόσο συναισθηματικής όσο και σωματικής. Μαυρισμένα μάτια, πρησμένα χείλη, εξαρθρωμένα μέλη, σπασμένα οστά και ψυχολογικά βασανιστήρια έγιναν μέρος της καθημερινότητας. Συνήθισα να υποφέρω και προσπάθησα να διατηρήσω τη λογική μου ενώ διαχειριζόμουν τη δική του τρέλα. Ένιωθα πως δεν υπήρχε διέξοδος», εξομολογούνταν η ίδια στο βιβλίο της «Η Ευτυχία Είσαι Εσύ» που κυκλοφόρησε το 2021 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πεδίο», για να συνεχίσει διηγούμενη πώς τελικά έφθασε στο σημείο να επιχειρήσει να βάλει τέλος στη ζωής της: «Άρχισα να χάνω τις ελπίδες μου. Τελικά το 1968 ήμουν βυθισμένη σε τέτοια απελπισία και κατάθλιψη, που δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά.

Η κακοποίηση του Άικ και οι απιστίες του με είχαν παραλύσει, ήμουν πια ανίκανη να αισθανθώ οτιδήποτε για μένα ή την οικογένειά μου, ανίκανη να νιώσω ζωντανή. Το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να νιώσω ήταν ότι είχα φθάσει στο τέλος. Ένα βράδυ, λίγο πριν βγω στη σκηνή, προσπάθησα να αυτοκτονήσω παίρνοντας 50 υπνωτικά χάπια. Οι άνθρωποι στα παρασκήνια παρατήρησαν ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με εμένα και με πήγαν στο νοσοκομείο, γεγονός που μου έσωσε τη ζωή».

Η περιγραφή των πρώτων συναισθημάτων που ένιωσε όταν επανήλθε είναι πραγματικά συγκλονιστική: «Στην αρχή, όταν ξύπνησα και κατάλαβα ότι ήμουν ζωντανή, ένιωσα απογοήτευση. Νόμιζα ότι ο θάνατος ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να δραπετεύσω. Αλλά δεν ήταν στη φύση μου να μένω πεσμένη κάτω για πολύ. Επί σχεδόν 29 χρόνια έβρισκα πάντα έναν τρόπο να σηκώνομαι και να συνεχίζω παρά τις δοκιμασίες στη ζωή μου».

Η ταλαντούχα και δυναμική αυτή γυναίκα είχε την ατυχία να γνωρίσει τη σκληρή πλευρά της ζωής, τον ρατσισμό, την έλλειψη αγάπης και την απόρριψη από τα παιδικά της κιόλας χρόνια. Οι κάκιστες σχέσεις των γονιών της αλλά και η εγκατάλειψή της από τη μητέρα και τον πατέρα της τής άνοιξαν βαθιές πληγές, οι οποίες τη στοίχειωναν για ένα μεγάλο μέρος της ζωής της: «Παρότι ο ρατσισμός ήταν ανεξέλεγκτος, εγώ είχα πιο επείγοντα πράγματα για να ανησυχώ, αρχής γενομένης από ένα γεγονός που συνειδητοποίησα πολύ νωρίς: ότι οι γονείς μου δεν μπορούσαν να ανεχτούν ο ένας το άλλο. Τσακώνονταν διαρκώς, εγκλωβισμένοι σε έναν τρομερό πόλεμο που κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να κερδίσει. Η δυστυχία τους έριχνε μια μεγάλη σκιά στην παιδική μου ηλικία.


Η μητέρα μου, η Ζέλμα, ήταν στοργική με την αδελφή μου αλλά όχι με εμένα. Ήξερα πως ήμουν το παιδί που η μητέρα μου ποτέ δεν ήθελε. Αυτό είναι μεγάλο βάρος για ένα μικρό κοριτσάκι... Όταν ήμουν 11 χρονών, η μητέρα μου έφυγε οριστικά από το Νάτμπους και δεν επέστρεψε ποτέ. Μετακόμισε στο Σεντ Λούις. Δεν έστειλε ποτέ ούτε ένα γράμμα. Τίποτα. Περίμενα το ταχυδρομείο κάθε μέρα με την ελπίδα ότι θα με θυμόταν, αλλά δεν την ξαναείδα παρά μόνον στην κηδεία της γιαγιάς Τζόρτζι, πέντε και πλέον χρόνια αργότερα. Όταν έκλεισα τα 13, έφυγε και ο πατέρας μου. Πήγε στο Ντιτρόιτ. Στην αρχή έκανε κάποιες προσπάθειες να κρατήσει επαφή στέλνοντας λίγα χρήματα μία στο τόσο, προκειμένου να βοηθήσει τους συγγενείς που με φρόντιζαν. Ήμουν ένα παιδί χωρίς γονείς και χωρίς πραγματικό σπίτι».

Στην έλλειψη αγάπης και στήριξης από τους γονείς της, άλλωστε, οφειλόταν και το γεγονός ότι από μικρό κορίτσι και για πολλά χρόνια μετά, ακόμη και όταν οι θαυμαστές της την αποθέωναν και τα περιοδικά την είχαν «βαφτίσει» ως τη γυναίκα με τα ωραιότερα πόδια στον κόσμο, η ίδια δεν αισθανόταν όμορφη.

«Δεν ένιωσα ποτέ ότι ταίριαζα στο πρότυπο του «όμορφου κοριτσιού». Ήμουν κοκαλιάρα – στα μάτια μου φάνταζα υπερβολικά αδύνατη για να θεωρούμαι όμορφη. Όταν άρχισα να δίνω παραστάσεις αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο να ετοιμάζομαι για τα σόου, πασχίζοντας να εξασφαλίσω ότι κάθε τρίχα ήταν στη σωστή της θέση και ότι τα ρούχα μου ήταν τέλεια. Κι όμως, όταν κοιταζόμουν στον καθρέφτη, άκουγα και πάλι φωνές να μου λένε ότι ποτέ δεν θα ήμουν τόσο όμορφη όσο θα ήθελα να είμαι».

Κάπου εκεί άρχισε να συνειδητοποιεί την πραγματική πηγή των περισσότερων προβλημάτων της, ότι δηλαδή δεν αγαπούσε τον εαυτό της, γιατί κανείς δεν της είχε μάθει πώς να το κάνει.

«Ήταν το κομβικό εκείνο σημείο της ζωής της που αποφάσισε «να μετατρέψει το φαρμάκι σε φάρμακο», όπως η ίδια χαρακτηριστικά έγραφε.

«Το μόνο που ήθελα ήταν να αλλάξω τη ζωή μου, ακόμη και η ελάχιστη βελτίωση θα ήταν ανακούφιση», σκέφτηκε και έστρεψε το ενδιαφέρον της στην φιλοσοφία ζωής του βουδισμού. Διάβασε πολύ, διαλογίστηκε πολύ, προσευχήθηκε πολύ και άρχισε, σιγά σιγά, να ανακαλύπτει εκείνα τα στοιχεία του χαρακτήρα της, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η άρνηση της αξίας της, η τάση να αφήνει άλλους να παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή της, που την τραβούσαν διαρκώς πίσω και δεν της επέτρεπαν να προχωρήσει μπροστά και να απολαύσει τις χαρές της ζωής.

«Παρόλο που αναρριχήθηκα με σκληρή δουλειά από μία αφετηρία προς την παγκόσμια αναγνώριση, υπήρξαν στιγμές, ακόμη και στις καλύτερες εποχές, που ένιωθα ότι κάτι έλειπε...», εξομολογούνταν η ίδια. Η συνειδητοποίηση των πραγματικών αιτιών της δυστυχίας της, σε συνδυασμό με τους ψαλμούς, τον διαλογισμό, τη γιόγκα, τη σωματική άσκηση αλλά και την ψυχοθεραπεία, της έδειξαν τελικά τον δρόμο προς το φως, βγάζοντάς την από τα σκοτάδια μέσα στα οποία υπέφερε τόσα χρόνια.

Τα τελευταία χρόνια η Τίνα Τάρνερ ζούσε μόνιμα στην Ελβετία μαζί με τον αγαπημένο της σύζυγο Έρβιν Μπαχ, με τον οποίον παντρεύτηκε το 2012, και φρόντιζε να απολαμβάνει κάθε μέρα που περνούσε, ακόμη κι εκείνες που δεν ήταν τόσο καλές. Όπως τότε, πριν από λίγα χρόνια, που αντιμετώπισε ένα σημαντικό πρόβλημα υγείας και χρειάστηκε επειγόντως μεταμόσχευση νεφρού. Ο άνδρας της τής πρόσφερε το ένα νεφρό του χαρίζοντάς της και πάλι τη ζωή για την οποία τόσο πολύ και τόσο σκληρά πάλεψε.

Η μοίρα, όμως, της επιφύλασσε κι άλλα, δυνατά χτυπήματα. Το 2018, ο μεγαλύτερος γιος της Κρεγκ αυτοκτόνησε με όπλο, σε ηλικία 59 ετών, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο έφυγε από τη ζωή και ο άλλος γιος της, ο 62χρονος Ρόνι. Όπως αποδείχτηκε, αυτό θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τη γενναία γυναίκα που μέχρι πριν από λίγο καιρό δήλωνε με περισσή δύναμη και αυτοκυριαρχία:

«Τώρα που ο ποταμός της ζωής μου έχει περάσει την ηλικία των 80 αισθάνομαι πιο νέα από ποτέ. Η πραγματική μου πρακτική με παρακινεί να ζω κάθε ημέρα με επίγνωση του παρόντος και μου θυμίζει να έχω το βλέμμα μου στραμμένο στο μέλλον. Με όλα τα προβλήματα της υγείας μου, κάθε ημέρα είναι σαν μια καινούργια ευλογία, σαν ένα υπέροχο γλάσο στην τούρτα της ζωής μου. Μου αρέσει να θυμίζω στον εαυτό μου ότι το να μεγαλώνω και να γερνάω δεν ταυτίζονται απαραίτητα. Όπως είπε κάποτε και ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσε, όσο περισσότερο ωριμάζουμε, τόσο νεότεροι γινόμαστε. Τί ωραία ιδέα;», εξομολογούνταν η ίδια με φανερό ενθουσιασμό.

Όσο για την πολύτιμη συμβουλή ζωής που έδινε στους άλλους; «Αν υπάρχει κάποια κίνηση προς τα εμπρός την οποία αναβάλλετε επειδή νομίζετε ότι δεν είστε αρκετά καλοί για να αρχίσετε, εμπρός, ορμήστε!».

*Πληροφορίες: protothema.gr
*Φωτογραφία: Reuters