Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Η μυθιστορηματική ζωή του «Καβαλιέρε» - Το αποτύπωμα που άφησε σε πολιτική και επιχειρηματική ζωή
Ο πρώην πρωθυπουργός νοσηλευόταν συχνά στο νοσοκομείο το τελευταίο διάστημα, ενώ έμεινε αρκετές μέρες στην εντατική και τον Μάρτιο
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, έφυγε από τη ζωή σήμερα, 12 Ιουνίου, σε ηλικία 86 ετών.
Νοσηλευόταν από την περασμένη Παρασκευή στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε στο Μιλάνο για τη διενέργεια «προγραμματισμένων εξετάσεων σε σχέση με τη γνωστή αιματολογική παθολογία», όπως αναφέρεται στο ιατρικό δελτίο που εκδόθηκε.
Ο πρώην πρωθυπουργός νοσηλευόταν συχνά το τελευταίο διάστημα, ενώ έμεινε αρκετές μέρες στην εντατική και τον Μάρτιο.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο Μπερλουσκόνι υπέστη σοβαρές επιπλοκές μετά από μια περίοδο COVID-19, την οποία περιέγραψε ως «τη χειρότερη εμπειρία» της ζωής του.
Μεγιστάνας, επιχειρηματίας και πολιτικός, υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της Ιταλίας τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011.
Ακόμα, ήταν Ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, όπου και παραιτήθηκε, προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση, στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά το 2013.
Υπηρέτησε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.
Ήταν κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset, και διατέλεσε από το 1986 έως το 2017, ιδιοκτήτης της Μίλαν. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.
Την 1η Αυγούστου 2013, ο Μπερλουσκόνι καταδικάστηκε για φορολογική απάτη από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Η ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών του επιβεβαιώθηκε και του απαγορεύτηκε να ασκεί δημόσιο αξίωμα για δύο χρόνια.
Σε ηλικία 76 ετών, απαλλάχθηκε από την άμεση φυλάκιση, και αντ’ αυτού εξέτισε την ποινή του κάνοντας άμισθη κοινωνική εργασία.
Ο Μπερλουσκόνι δεσμεύτηκε να παραμείνει ηγέτης της Forza Italia καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινής φυλάκισής του και της απαγόρευσης δημόσιας υπηρεσίας. Μετά τη λήξη της ποινής του, ο Μπερλουσκόνι έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη ευρωβουλευτής στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2019.Επέστρεψε στη Γερουσία αφού κέρδισε μια έδρα στις ιταλικές γενικές εκλογές του 2022.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν ο πρώτος που ανέλαβε την πρωθυπουργία, χωρίς να έχει προηγουμένως κρατήσει ή διοικητικά αξιώματα. Ήταν γνωστός για το λαϊκιστικό πολιτικό του ύφος και την έντονη προσωπικότητά του. Στη μακρά θητεία του, κατηγορήθηκε συχνά ως αυταρχικός ηγέτης και ισχυρός άνδρας.
Οι υποστηρικτές του «Καβαλιέρε» τονίζουν τις ηγετικές του ικανότητες και τη χαρισματική του ισχύ, τη δημοσιονομική του πολιτική που βασιζόταν στη μείωση φόρων και την ικανότητά του να διατηρεί ισχυρές και στενές εξωτερικές σχέσεις τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με τη Ρωσία.
Υπενθυμίζεται ότι τον Φεβρουάριο κρίθηκε αθώος για την κατηγορία ότι δωροδοκούσε μάρτυρες, προκείμενου να πουν ψέματα για τα περιβόητα «μπούγκα-μπούγκα» πάρτι που φέρεται πως διοργάνωνε.
Ο «Καβαλιέρε» είχε κατηγορηθεί ότι πλήρωνε νεαρές showgirls και άλλους, για να καταθέσουν ψεύδη για το τι πραγματικά συνέβαινε στα πάρτι του.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022, ο «Καβαλιέρε» ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής, μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε «μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση».
Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ’ Όλιο και το 1990 την Βερόνικα Λάριο. Η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στην δεκαετία του ’90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για «σύγκρουση συμφερόντων», λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του.
Στην συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.
Νοσηλευόταν από την περασμένη Παρασκευή στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε στο Μιλάνο για τη διενέργεια «προγραμματισμένων εξετάσεων σε σχέση με τη γνωστή αιματολογική παθολογία», όπως αναφέρεται στο ιατρικό δελτίο που εκδόθηκε.
Ο πρώην πρωθυπουργός νοσηλευόταν συχνά το τελευταίο διάστημα, ενώ έμεινε αρκετές μέρες στην εντατική και τον Μάρτιο.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο Μπερλουσκόνι υπέστη σοβαρές επιπλοκές μετά από μια περίοδο COVID-19, την οποία περιέγραψε ως «τη χειρότερη εμπειρία» της ζωής του.
Μεγιστάνας, επιχειρηματίας και πολιτικός, υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της Ιταλίας τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011.
Ακόμα, ήταν Ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022, όπου και παραιτήθηκε, προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση, στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά το 2013.
Υπηρέτησε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.
Ήταν κύριος μέτοχος και ιδρυτής της Ιταλικής εταιρείας ΜΜΕ Mediaset, και διατέλεσε από το 1986 έως το 2017, ιδιοκτήτης της Μίλαν. Το περιοδικό Forbes τον κατέταξε ως τον 190ο πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη, με καθαρή περιουσία 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ.
Την 1η Αυγούστου 2013, ο Μπερλουσκόνι καταδικάστηκε για φορολογική απάτη από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Η ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών του επιβεβαιώθηκε και του απαγορεύτηκε να ασκεί δημόσιο αξίωμα για δύο χρόνια.
Σε ηλικία 76 ετών, απαλλάχθηκε από την άμεση φυλάκιση, και αντ’ αυτού εξέτισε την ποινή του κάνοντας άμισθη κοινωνική εργασία.
Ο Μπερλουσκόνι δεσμεύτηκε να παραμείνει ηγέτης της Forza Italia καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινής φυλάκισής του και της απαγόρευσης δημόσιας υπηρεσίας. Μετά τη λήξη της ποινής του, ο Μπερλουσκόνι έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη ευρωβουλευτής στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2019.Επέστρεψε στη Γερουσία αφού κέρδισε μια έδρα στις ιταλικές γενικές εκλογές του 2022.
Ο Μπερλουσκόνι ήταν ο πρώτος που ανέλαβε την πρωθυπουργία, χωρίς να έχει προηγουμένως κρατήσει ή διοικητικά αξιώματα. Ήταν γνωστός για το λαϊκιστικό πολιτικό του ύφος και την έντονη προσωπικότητά του. Στη μακρά θητεία του, κατηγορήθηκε συχνά ως αυταρχικός ηγέτης και ισχυρός άνδρας.
Οι υποστηρικτές του «Καβαλιέρε» τονίζουν τις ηγετικές του ικανότητες και τη χαρισματική του ισχύ, τη δημοσιονομική του πολιτική που βασιζόταν στη μείωση φόρων και την ικανότητά του να διατηρεί ισχυρές και στενές εξωτερικές σχέσεις τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με τη Ρωσία.
Υπενθυμίζεται ότι τον Φεβρουάριο κρίθηκε αθώος για την κατηγορία ότι δωροδοκούσε μάρτυρες, προκείμενου να πουν ψέματα για τα περιβόητα «μπούγκα-μπούγκα» πάρτι που φέρεται πως διοργάνωνε.
Ο «Καβαλιέρε» είχε κατηγορηθεί ότι πλήρωνε νεαρές showgirls και άλλους, για να καταθέσουν ψεύδη για το τι πραγματικά συνέβαινε στα πάρτι του.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022, ο «Καβαλιέρε» ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής, μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε «μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση».
Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ’ Όλιο και το 1990 την Βερόνικα Λάριο. Η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στην δεκαετία του ’90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για «σύγκρουση συμφερόντων», λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του.
Στην συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.