Όταν ο Νίκος Γκάλης έπαιξε στην Εθνική - Η φοβερή ιστορία µε την ελληνοποίηση, το διαβατήριο µέσω Τριλόφου και η εν µία νυκτί ενεργοποίηση του κρατικού µηχανισµού για τον θεό του ελληνικού µπάσκετ
Ο «Θεσσαλονικάρχης» πήρε την υπόθεση στα χέρια του και προέβη σε... ελαφρές παρατυπίες
Ξανά την τιμητική του είχε στο ΟΑΚΑ, την Παρασκευή 4 Αυγούστου, ο Νίκος Γκάλης.
Ο µεσσίας του ελληνικού µπάσκετ και πιονέρος του ελληνικού αθλητισµού, όπως αναγνωρίζεται τους σύγχρονους καιρούς, βρέθηκε στο κλειστό γυµναστήριο που ήδη έχει πάρει το όνοµά του, για να λάβει µια από τις πιο σηµαντικές τιµές που γίνονται σε παλαίµαχο αθλητή: είδε τη φανέλα µε το νούµερο «4» της εθνικής οµάδας, την οποία φόρεσε για 11 χρόνια, από τον Μάιο του 1980 έως τον Ιούνιο του 1991, να κρεµιέται στο ταβάνι. Ο Γκάλης άφησε όσο ουδείς άλλος το αποτύπωµά του στην παλινόρθωση του ελληνικού µπάσκετ, το οποίο ήταν... µικρό σπορ, όπως αναφέρουν στη δηµοσιογραφική πιάτσα, αφού υπήρξε ο νεφεληγερέτης που οδήγησε τη «γαλανόλευκη» στην κατάκτηση του χρυσού µεταλλίου στο Ευρωµπάσκετ του Φαλήρου το 1987. Η σηµαντική στιγµή συνοδεύτηκε από την πιο έντονη στιγµή οµόνοιας του ελληνικού έθνους από τη Μεταπολίτευση.
Υπήρξε µυθικός, έγινε σηµείο αναφοράς για όλους και οι συνεχείς βραβεύσεις του, από την ονοµατοδοσία των κλειστών σε ΟΑΚΑ και Αλεξάνδρειο µέχρι την είσοδό του σε δύο Halls of Fame, της FIBA και του NBA, και το κρέµασµα της φανέλας του είναι ένας διάδροµος ο οποίος επιτρέπει να συνεχίζεται η πορεία διαιώνισης του ονόµατός του. Η πλάκα, ωστόσο, είναι ότι η ιστορία µε κάποιον τρόπο παραχαράχθηκε. ∆ιότι, ναι µεν, ο Γκάλης φόρεσε τη φανέλα της εθνικής οµάδας για πρώτη φορά στο Βεβέ της Ελβετίας, στις 6 Μαΐου του 1980, για ένα παιχνίδι µε τη Σουηδία στο προολυµπιακό τουρνουά που έβγαζε στη Μόσχα για τους Ολυµπιακούς το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, αλλά µε βάση τη FIBA έπρεπε να γίνει διεθνής το... 1982, δηλαδή δύο χρόνια µετά. Η Εθνική, µάλιστα, σε εκείνο το παιχνίδι ηττήθηκε 79- 71 και ο Γκάλης, που αναγραφόταν ως Γεωργαλής στο φύλλο αγώνος, πέτυχε 25 πόντους στο ντεµπούτο του.
Το παιχνίδι ήταν κρίσιµο, εν τέλει, διότι µπορεί η Εθνική να έµεινε τρίτη σε έναν όµιλο που κυριάρχησε η Τσεχοσλοβακία και προκρινόταν µόνο ο πρώτος, αλλά το µποϊκοτάζ των περισσότερων δυτικών χωρών στη διοργάνωση, λόγω της δίνης µε τον (βαφτισµένο από τον Τζορτζ Οργουελ) Ψυχρό Πόλεµο, έδωσε το δικαίωµα στους Σουηδούς να παίξουν στην τελική φάση.
Ο «Θεσσαλονικάρχης», όπως τον βάφτισε το περιοδικό της Οµογένειας «Εσείς» -και µάλιστα στο εξώφυλλό του- πήρε την υπόθεση του Γκάλη στα χέρια του και προέβη σε... ελαφρές παρατυπίες. Τότε ήταν πρόεδρος της οµοσπονδίας ΕΚΑΣΘ (Ενωση Καλαθοσφαιρικών Σωµατείων Θεσσαλονίκης), ιδρυθείσας από τον ίδιο. Ο ίδιος, µάλιστα, µε το «έγκληµα» από χρόνια παραγεγραµµένο, προχώρησε στην περιγραφή των κινήσεών του σε ραδιοφωνική συνέντευξη: «Επρεπε να βγάλω ένα διαβατήριο στον Γκάλη, για να µπορεί να αγωνιστεί στην Ελλάδα. Πήγα, εποµένως, σε έναν πρόεδρο κοινότητας (σ.σ.: στην Κοινότητα Τριλόφου Θεσσαλονίκης), προκειµένου να µου δώσει εκείνος ένα πλαστό διαβατήριο. Κατόπιν πήγα στην Αστυνοµία, σε έναν γνωστό µου, ο οποίος µου έδωσε βεβαίωση η οποία υπείχε θέση ταυτότητας, και ακολούθως στον τότε γενικό γραµµατέα Αθλητισµού, Κώστα Παπαναστασίου. Του ζήτησα διαβατήριο µίας χρήσεως. Εκείνος πάτησε τότε ένα κουµπί, προκειµένου να έρθει ένας υπάλληλος και να τακτοποιήσει το ζήτηµα.
Αλλά την ίδια στιγµή χτύπησε το τηλέφωνό του και τον ζήτησε ο υπουργός, Αχιλλέας Καραµανλής, εκτάκτως. Φεύγοντας, όµως, ο Παπαναστασίου είπε στον υπάλληλό του: “∆ώσε στον κ. Κυνηγόπουλο ό,τι σου ζητήσει”. Ετσι, πήρα το διαβατήριο του Γκάλη. Να, πώς έπαιξε ο Γκάλης στην Εθνική Ελλάδος. Μάλιστα, ο υπουργός δήλωσε αργότερα πως “το αδίκηµα του Κυνηγόπουλου παρεγράφη”. Η πλάκα είναι ότι ρωτούσαν τον Γκάλη “από πού είσαι;” και εκείνος απαντούσε, εννοώντας εµένα, “ρωτήστε τον πρόεδρο”».
Ο Κυνηγόπουλος, που είχε διατελέσει από παίκτης µπάσκετ έως δηµοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, παράγοντας µπάσκετ, αντιπρόεδρος της ΕΟΚ, κοµισάριος της FIBA και επίτιµος πρόξενος της... Λετονίας, εκτός των άλλων, δεν πήρε το µυστικό µαζί του αποδηµώντας εις Κύριον, στις 13 ∆εκεµβρίου του 2021. Γιατί να το κάνει, άλλωστε; Ο Γκάλης τελείωσε την καριέρα του στην Εθνική ύστερα από 169 παιχνίδια στα οποία πέτυχε 5.158 πόντους, 30,5 ανά µέσο όρο, τελείωσε πρώτος σκόρερ σε πέντε διοργανώσεις, τέσσερα Ευρωµπάσκετ (1983, 1987, 1989 και 1991) και το Παγκόσµιο του 1986, στο οποίο σκόραρε κατά βούληση και ολοκλήρωσε µε 33,7 πόντους ανά µέσο όρο, ρεκόρ ακατάρριπτο, σε µόνο πέντε παιχνίδια έβαλε µονοψήφιο αριθµό πόντων και σκόραρε 53 µε τον Παναµά και 49 µε την Κίνα στο Παγκόσµιο Πρωτάθληµα του 1986, και 52 µε την Πολωνία το 1984.
Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 12/8
Ο µεσσίας του ελληνικού µπάσκετ και πιονέρος του ελληνικού αθλητισµού, όπως αναγνωρίζεται τους σύγχρονους καιρούς, βρέθηκε στο κλειστό γυµναστήριο που ήδη έχει πάρει το όνοµά του, για να λάβει µια από τις πιο σηµαντικές τιµές που γίνονται σε παλαίµαχο αθλητή: είδε τη φανέλα µε το νούµερο «4» της εθνικής οµάδας, την οποία φόρεσε για 11 χρόνια, από τον Μάιο του 1980 έως τον Ιούνιο του 1991, να κρεµιέται στο ταβάνι. Ο Γκάλης άφησε όσο ουδείς άλλος το αποτύπωµά του στην παλινόρθωση του ελληνικού µπάσκετ, το οποίο ήταν... µικρό σπορ, όπως αναφέρουν στη δηµοσιογραφική πιάτσα, αφού υπήρξε ο νεφεληγερέτης που οδήγησε τη «γαλανόλευκη» στην κατάκτηση του χρυσού µεταλλίου στο Ευρωµπάσκετ του Φαλήρου το 1987. Η σηµαντική στιγµή συνοδεύτηκε από την πιο έντονη στιγµή οµόνοιας του ελληνικού έθνους από τη Μεταπολίτευση.
Υπήρξε µυθικός, έγινε σηµείο αναφοράς για όλους και οι συνεχείς βραβεύσεις του, από την ονοµατοδοσία των κλειστών σε ΟΑΚΑ και Αλεξάνδρειο µέχρι την είσοδό του σε δύο Halls of Fame, της FIBA και του NBA, και το κρέµασµα της φανέλας του είναι ένας διάδροµος ο οποίος επιτρέπει να συνεχίζεται η πορεία διαιώνισης του ονόµατός του. Η πλάκα, ωστόσο, είναι ότι η ιστορία µε κάποιον τρόπο παραχαράχθηκε. ∆ιότι, ναι µεν, ο Γκάλης φόρεσε τη φανέλα της εθνικής οµάδας για πρώτη φορά στο Βεβέ της Ελβετίας, στις 6 Μαΐου του 1980, για ένα παιχνίδι µε τη Σουηδία στο προολυµπιακό τουρνουά που έβγαζε στη Μόσχα για τους Ολυµπιακούς το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, αλλά µε βάση τη FIBA έπρεπε να γίνει διεθνής το... 1982, δηλαδή δύο χρόνια µετά. Η Εθνική, µάλιστα, σε εκείνο το παιχνίδι ηττήθηκε 79- 71 και ο Γκάλης, που αναγραφόταν ως Γεωργαλής στο φύλλο αγώνος, πέτυχε 25 πόντους στο ντεµπούτο του.
Το παιχνίδι ήταν κρίσιµο, εν τέλει, διότι µπορεί η Εθνική να έµεινε τρίτη σε έναν όµιλο που κυριάρχησε η Τσεχοσλοβακία και προκρινόταν µόνο ο πρώτος, αλλά το µποϊκοτάζ των περισσότερων δυτικών χωρών στη διοργάνωση, λόγω της δίνης µε τον (βαφτισµένο από τον Τζορτζ Οργουελ) Ψυχρό Πόλεµο, έδωσε το δικαίωµα στους Σουηδούς να παίξουν στην τελική φάση.
Η μπλε κάρτα
Η Παγκόσµια Οµοσπονδία Μπάσκετ, λοιπόν, ανέφερε ότι ένας αθλητής που ήθελε να παίξει µε την εθνική οµάδα της χώρας στην οποία εργαζόταν, θα έπρεπε να περιµένει τρία χρόνια µέχρι να βγει η µπλε κάρτα του. Εκεί βρέθηκε ο περίφηµος Αγις Κυνηγόπουλος, παλαίµαχος του µπάσκετ και δραστήριος έως µυελού οστέων.Ο «Θεσσαλονικάρχης», όπως τον βάφτισε το περιοδικό της Οµογένειας «Εσείς» -και µάλιστα στο εξώφυλλό του- πήρε την υπόθεση του Γκάλη στα χέρια του και προέβη σε... ελαφρές παρατυπίες. Τότε ήταν πρόεδρος της οµοσπονδίας ΕΚΑΣΘ (Ενωση Καλαθοσφαιρικών Σωµατείων Θεσσαλονίκης), ιδρυθείσας από τον ίδιο. Ο ίδιος, µάλιστα, µε το «έγκληµα» από χρόνια παραγεγραµµένο, προχώρησε στην περιγραφή των κινήσεών του σε ραδιοφωνική συνέντευξη: «Επρεπε να βγάλω ένα διαβατήριο στον Γκάλη, για να µπορεί να αγωνιστεί στην Ελλάδα. Πήγα, εποµένως, σε έναν πρόεδρο κοινότητας (σ.σ.: στην Κοινότητα Τριλόφου Θεσσαλονίκης), προκειµένου να µου δώσει εκείνος ένα πλαστό διαβατήριο. Κατόπιν πήγα στην Αστυνοµία, σε έναν γνωστό µου, ο οποίος µου έδωσε βεβαίωση η οποία υπείχε θέση ταυτότητας, και ακολούθως στον τότε γενικό γραµµατέα Αθλητισµού, Κώστα Παπαναστασίου. Του ζήτησα διαβατήριο µίας χρήσεως. Εκείνος πάτησε τότε ένα κουµπί, προκειµένου να έρθει ένας υπάλληλος και να τακτοποιήσει το ζήτηµα.
Αλλά την ίδια στιγµή χτύπησε το τηλέφωνό του και τον ζήτησε ο υπουργός, Αχιλλέας Καραµανλής, εκτάκτως. Φεύγοντας, όµως, ο Παπαναστασίου είπε στον υπάλληλό του: “∆ώσε στον κ. Κυνηγόπουλο ό,τι σου ζητήσει”. Ετσι, πήρα το διαβατήριο του Γκάλη. Να, πώς έπαιξε ο Γκάλης στην Εθνική Ελλάδος. Μάλιστα, ο υπουργός δήλωσε αργότερα πως “το αδίκηµα του Κυνηγόπουλου παρεγράφη”. Η πλάκα είναι ότι ρωτούσαν τον Γκάλη “από πού είσαι;” και εκείνος απαντούσε, εννοώντας εµένα, “ρωτήστε τον πρόεδρο”».
Ο Κυνηγόπουλος, που είχε διατελέσει από παίκτης µπάσκετ έως δηµοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, παράγοντας µπάσκετ, αντιπρόεδρος της ΕΟΚ, κοµισάριος της FIBA και επίτιµος πρόξενος της... Λετονίας, εκτός των άλλων, δεν πήρε το µυστικό µαζί του αποδηµώντας εις Κύριον, στις 13 ∆εκεµβρίου του 2021. Γιατί να το κάνει, άλλωστε; Ο Γκάλης τελείωσε την καριέρα του στην Εθνική ύστερα από 169 παιχνίδια στα οποία πέτυχε 5.158 πόντους, 30,5 ανά µέσο όρο, τελείωσε πρώτος σκόρερ σε πέντε διοργανώσεις, τέσσερα Ευρωµπάσκετ (1983, 1987, 1989 και 1991) και το Παγκόσµιο του 1986, στο οποίο σκόραρε κατά βούληση και ολοκλήρωσε µε 33,7 πόντους ανά µέσο όρο, ρεκόρ ακατάρριπτο, σε µόνο πέντε παιχνίδια έβαλε µονοψήφιο αριθµό πόντων και σκόραρε 53 µε τον Παναµά και 49 µε την Κίνα στο Παγκόσµιο Πρωτάθληµα του 1986, και 52 µε την Πολωνία το 1984.
Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 12/8