Φοράει μπλε κοντομάνικο Polo. Στο ένα χέρι κρατάει κάτι χαρτάκια, στο άλλο ένα στιλό. Παίζει νευρικά και με τα δύο, μοιάζει να αισθάνεται άβολα, αρθρώνει τις λέξεις με τρόπο ενοχικό, την αλήθεια του με ύφος απολογητικό. Δεν είναι, λέει, σαν τους πολλούς άλλους, η ταυτότητά του είναι διαφορετική, ένα ποσοστό «τόσο τοις εκατό, αν δεν κάνω λάθος». Ζητάει συγγνώμη (ξανά και ξανά) από τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν, εκείνος δεν μπόρεσε να το κάνει, επαναλαμβάνει πως δεν είναι κακός, δεν είναι παλιάνθρωπος, δεν είναι επικίνδυνος, δεν έχει κάνει ζημιά. Είναι απλώς ομοφυλόφιλος.

Ο μονόλογός του μοιάζει ατελείωτος, ίσως και αχρείαστος, μέσα σε έναν κόσμο που σε μεγάλο ποσοστό φαίνεται να έχει τελειώσει με αυτά τα ταμπού - κανείς νοήμων άνθρωπος δεν χαρακτηρίζει πλέον τους ομοφυλόφιλους «κολασμένους», «παλιάνθρωπους» κι «επικίνδυνους». Πολλοί από αυτούς είναι φίλοι μας, συνεργάτες μας, γείτονες και συγγενείς μας. Γιατί λοιπόν αυτή η λογοδιάρροια ταυτότητας; Για να αποσυμπιεστεί από την πίεση μιας χρόνιας προσποίησης ή για να βοηθήσει τους κάποιους άλλους να γλιτώσουν μία ώρα αρχύτερα από αυτή; Για να απενοχοποιηθεί απέναντι στους τρίτους ή στον ίδιο του τον εαυτό; Για να ξορκίσει το «κακό» ή για να «ορκίσει» περισσότερους ακολούθους στα social media;

Ή απλώς, όπως λένε ο… κακές γλώσσες, για να μας προϊδεάσει για τον νέο κύκλο «επεισοδίων» που αναμένεται να ανεβάσει το επόμενο διάστημα στο κανάλι του στο YouTube; Όποια κι αν είναι η απάντηση, το μόνο βέβαιο είναι πως η ζωή του πρώην Αρχιμανδρίτη, Ανδρέα Κονάνου, είναι από μόνη της μία αδιάκοπη αποκάλυψη

Συνεσταλμένος

Μόναχο 1970. Ο Ανδρέας Κονάνος έρχεται στον κόσμο. Η καταγωγή του από τα Ιωάννινα, η επιστροφή της οικογένειας στην Ελλάδα, επτά χρόνια αργότερα, δώρο Θεού. Ζούνε στο Περιστέρι, οι δικοί του, με τον σταυρό στο χέρι, παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο, ο ίδιος δεν μπορεί ακόμη να το δει. Είναι πολύ μικρός και σίγουρα διαφορετικός από τα άλλα παιδιά. Το διαισθάνεται, το καταλαβαίνει, το συνειδητοποιεί, όπως ακριβώς και τον κοινωνικό τοίχο της ντροπής και της απόρριψης που υψώνεται μπροστά του. Δεν είναι ένας ευτυχισμένος πιτσιρικάς, η προσωπική του αναδρομή σε εκείνα τα χρόνια το πιστοποιεί περίτρανα: «Όταν ήμουν παιδί, τον Θεό δεν τον ευχαριστούσα που με έκανε έτσι. Του έλεγα πολλές φορές “γιατί με έκανες έτσι; Γιατί εγώ να μην μπορώ να κάνω μία σχέση όπως κάνουν τα άλλα παιδιά;”.

Δεν μπορούσα να νιώσω καλά στο σχολείο με τις συμμαθήτριές μου, με τους συμμαθητές μου, με το περιβάλλον μου…».

Στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, που δύσκολα κατανοεί και συγχωρεί τους «άλλους», ο Ανδρέας αποφασίζει να κλείσει τ’ αυτιά του στις φωνές και να ρίξει τα μάτια του στο διάβασμα. Είναι ο πρώτος μαθητής, απουσιολόγος και σημαιοφόρος, μέσα του ωστόσο αισθάνεται τελευταίος. «Μετά ήρθε η Θεολογία, μετά έγινα παπάς, οπότε βρήκα τρόπους και να διαχειριστώ όλη αυτή την ιστορία και τους άλλους να μην ενοχλώ», λέει κι ο τρόπος που επιλέγει να βάλει τις λέξεις στη σειρά αφήνει σαφή υπονοούμενα ότι ο δρόμος του Θεού ήταν η μοναδική λύση προκειμένου να απαλλαγεί από τον δαίμονα που ένιωθε να κατοικεί μέσα του.

Όχι απαραιτήτως ως συνειδητή επιλογή, αλλά περισσότερο ως αναγκαιότητα. Όχι ως «θέλω» αλλά ως «πρέπει», σε έναν αδιάκοπο αγώνα να παραμείνει αόρατος, κάποιες στιγμές ακόμη κι απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό…

Μία και μόνο ματιά στην προ εικοσαετίας εικόνα του Ανδρέα Κονάνου αρκεί για να διαπιστώσει κάποιος ότι ο νεαρός που έμπαινε τότε στους κόλπους της Εκκλησίας δεν είχε καμία σχέση με τον άνδρα που επρόκειτο να μεταμορφωθεί λίγα χρόνια μετά. «Λιγομίλητος», «μοναχικός», «σοβαρός» και «παλιομοδίτης» είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που του αποδίδουν όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν εκείνο το διάστημα. 

Το πρόσωπό του είναι καλυμμένο από μία μακριά γενειάδα, τα μαλλιά του επιμελώς κρυμμένα μέσα σε ένα σκουφάκι όμοιο με εκείνο των μοναχών, τα λόγια του μετρημένα, οι αναφορές στην προσωπική του ζωή ανύπαρκτες. Το 1999 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τον χειροτονεί διάκονο κι έναν χρόνο μετά Πρεσβύτερο κι Αρχιμανδρίτη. Το 2006 ξεκινά στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας την εκπομπή «Αθέατα Περάσματα» και κάπου εκεί πραγματοποιεί το πρώτο του μεγάλο πέρασμα σε έναν άλλον άνθρωπο. Σταδιακά, η εμφάνισή του αρχίζει να αλλάζει. Βγάζει τον σκούφο του ασκητή, κόβει το κοτσάκι της πλούσιας κόμης του, αφήνει μία υποψία γενειάδας, μέχρι που μεταμορφώνεται σε έναν νέο Ανδρέα Κονάνο.

Οι κατηγορίες

Η απήχησή του στο κοινό είναι τεράστια, αυτός ο Αρχιμανδρίτης έχει αναμφίβολα το χάρισμα της επικοινωνίας. Η επιτυχία του συνοδεύεται από προσκλήσεις για ομιλίες σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, της Κύπρου και της Αμερικής, γράφει και πουλάει βιβλία, ταξιδεύει διαρκώς, ο κόσμος τον αγαπά γιατί δεν μοιάζει με τους άλλους, κάποιοι ωστόσο επιμένουν ότι ο τρόπος που ζει και φέρεται δεν συνάδει με το πνεύμα της Εκκλησίας.

Έχει μέσα του πολλή χλιδή, πολλή δόξα, πολλά μεγαλεία, πολλή υπερβολή και υπέρμετρες δόσεις επιτηδευμένης απλότητας. Υποστηρίζουν ακόμη ότι κάθε φορά που ενορίες και μητροπόλεις τον καλούν για να μιλήσει, εκείνος εκμεταλλεύεται τις προσκλήσεις τους για να πουλά τα βιβλία του στους πιστούς. 

Όσο για εκείνα που θα μείνουν απούλητα; Θέτει ως όρο να αγοράζονται υποχρεωτικά από τον ναό που τον φιλοξενεί! Λένε ακόμη πως μετέτρεψε την εν λόγω πρακτική σε ένα πραγματικό χρυσωρυχείο κι ότι χρησιμοποίησε την Εκκλησία για να χτίσει ένα ισχυρότατο brand name, που μόνο χρήματα θα του απέφερε.

Το 2014 με την «κατηγορία» ότι χρησιμοποιεί τη δυναμική των ερτζιανών για να διευρύνει τον κύκλο των συναναστροφών του (με ό,τι αυτές συνεπάγονται) και όχι για να κηρύττει τον λόγο του Χριστού (όπως θα έπρεπε να κάνει) τον παύουν από το ραδιόφωνο. Είναι η στιγμή που ο Ανδρέας Κονάνος μπαίνει με ορμή στα social media για να τα κατακτήσει.

Ανεβάζει τις ομιλίες του στο διαδίκτυο, ανταλλάσσει με τους πιστούς τηλέφωνα και διευθύνσεις, γίνεται το φιλαράκι σου που ρωτάει «έλα, πώς πάμε; Πώς πάει η ζωή σου;», ο σύμμαχος στα προβλήματά σου, «μη στενοχωριέσαι για βλακείες. Γενικώς, τα περισσότερα είναι βλακείες», η νεολαία την οποία γνωρίζει καλά μέσα από την πολυετή διδασκαλία του σε λύκεια τον λατρεύει, «τα κακά παιδιά είναι καλύτερα από τα καλά, διότι κρατούν ακόμη τον αρχετυπικό, ακατέργαστο αυθορμητισμό και την αλήθεια του ήθους και τους ύφους τους», οι απελπισμένοι παίρνουν δύναμη από τα λόγια του, «η αλήθεια είναι ότι κι εγώ έχω φτάσει σε οριακές στιγμές, που ένιωσα ότι “καλύτερος ο θάνατος”. Έγινε τρεις τέσσερις φορές στη ζωή μου έως τώρα, μία φορά περίπου σε κάθε δεκαετία. Μα, τελικά, ακόμα ζω. Κι εσύ, ακόμα ζεις… Εσύ κι εγώ γίναμε φίλοι, μ’ αυτό τον λογισμό μας να πεθάνουμε…», οι ακόλουθοί του αυξάνονται, πληθύνονται και… κυριεύουν το διαδίκτυο.

Κι όσο ο Ανδρέας Κονάνος τονίζει το γεγονός ότι δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια, τόσο εκείνοι την αναζητούν -και σε μεγάλο βαθμό τη βρίσκουν- στα λόγια του…        

Το ημερολόγιο γράφει 24 Αυγούστου 2020, όταν ο Ανδρέας Κονάνος ανακοινώνει: «Σήμερα υπέβαλα στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών την παραίτησή μου από τις τάξεις του Κλήρου κι έγινα πάλι ένας απλός πολίτης αυτού του κόσμου. Πλέον είμαι “σκέτο” o Ανδρέας Κονάνος». Δεν δίνει εξηγήσεις. Τα «γιατί» μένουν αναπάντητα.

Οι χιλιάδες ακόλουθοί του, που όλα αυτά τα χρόνια (επι)κοινώνησαν (σ)το όνομά του σε κάθε γωνιά της Γης, του απαντούν ως επί το πλείστον πως «δεν πειράζει γιατί… δεν κάνουν τα ράσα τον παπά». Πρόσωπα του ευρύτερου εκκλησιαστικού κύκλου έχουν ωστόσο άλλη άποψη: «Μια φούσκα ήταν. Ένα φρούτο εποχής μικρής διάρκειας. Νάρκισσος, φιλοτομαριστής, ένας νεογκουρού ρασοφόρος που πάτησε πάνω στην ιεροσύνη για να φτιάξει το δικό του φαν κλαμπ, να πολλαπλασιάσει τους ακολούθους του στα κοινωνικά δίκτυα και να κάνει δημόσιες σχέσεις. Ένας ακόμη σύγχρονος Ιούδας που πρόδωσε τον Χριστό μας», έγραφε τότε μεταξύ άλλων ο επικοινωνιολόγος και εξ απορρήτων του Μακαριστού Χριστόδουλου, Σωτήρης Τζούμας, ενώ ο θεολόγος Παναγιώτης Ανδριόπουλος σημείωνε: «Λιγωτικός συναισθηματισμός, κολακεία των μαζών, θεολογία της ατάκας, Χριστιανισμός “του χαμόγελου” τα κύρια χαρακτηριστικά του. Το point είναι η χειραγώγηση του κοσμάκη, ο οποίος, βέβαια, φέρει ακεραία την ευθύνη για τις επιλογές τύπου Κονάνου. Όταν έλθει -φευ!- η απογοήτευση, θα αρχίσει τις οιμωγές σαν και τώρα... Ευτυχώς, ο Χριστός γκρέμισε τα είδωλα όλων των εποχών! Και αυτό του πατέρα Κονάνου. Οριστικά και αμετάκλητα!».

Για κάποιους, ωστόσο -και είναι πολλοί-, ο πρώην Αρχιμανδρίτης και νυν «σκέτο» Ανδρέας Κονάνος είναι ακόμη εδώ. Για να τους καθοδηγεί με τον λόγο του, για να τους ηρεμεί με τις απόψεις του, για να τους «ανοίγει» αδιέξοδα και να τους «σβήνει» ενοχές. Το coming out του, λιγωτικά συναισθηματικό, λαϊκίστικα ατακαδόρικο, δεν παύει να είναι η δική του πραγματικότητα.

Για την οποία, όπως επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, έχει κάνει ψυχανάλυση, έχει εξομολογηθεί σε παπάδες, έχει προσευχηθεί σε αγίους κι έχει μαστιγώσει, εξευτελίσει, μειώσει και βρίσει τον εαυτό του όσο κανείς άλλος δεν το μπορεί. Το αν ο κόσμος του συνεχίσει να τον αγαπά, λέει, δεν τον ενδιαφέρει. Κι αν μη τι άλλο, αυτή του ακριβώς η φράση μοιάζει να είναι αν όχι η μοναδική, σίγουρα όμως η μεγαλύτερη αλήθεια του…

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή