Εχουν περάσει χρόνια από τη µέρα που η Γιούλα Γκιουζελοπούλου -η επί δεκαετίες συνοδοιπόρος του Γιάννη Ιωαννίδη στο ξεχωριστό ταξίδι της ζωής του έκανε τις καρδιές του ∆ηµήτρη Καρύδα και του Βασίλη Σκουντή να σπαρταρούν. «Δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόµη θα µπορεί να διηγείται την ιστορία της ζωής του. Να ετοιµάσετε την αυτοβιογραφία του όσο πιο γρήγορα γίνεται».

Ο θρυλικός «ξανθός» είχε αρχίζει να εµφανίζει τα πρώτα αχνά σηµάδια άνοιας και είχε αποφασίσει να εµπιστευθεί τα πιο καλά θαµµένα µυστικά τής τόσο ξεχωριστής καριέρας του σε δύο δηµοσιογράφους, τους οποίους πίστευε από τότε που ήταν ακόµη αµούστακοι αθλητικοί συντάκτες.

Αµφότεροι ήταν άλλωστε «πνευµατικά παιδιά» του, από τη δεκαετία του ’80, όταν ως άλλος δάσκαλος ο Ιωαννίδης µετέτρεπε το σαλόνι του ξενοδοχείου «Golden Age», στην οδό Μιχαλακοπούλου, σε «κρυφό σχολειό».

Ο Αλ Πατσίνο και η… Βελγίδα αγρότισσα

Εξειδικευµένοι µε το µπάσκετ ρεπόρτερ πριν από το έπος της Εθνικής στο Ευρωµπάσκετ του 1987 ουσιαστικά δεν υπήρχαν. Ακόµη και ο θρυλικός Φίλιππος Συρίγος µετέδιδε αγώνες ποδοσφαίρου. Πώς να επιβιώσει άλλωστε ένας δηµοσιογράφος µε «ειδικότητα» σε ένα άθληµα που µόλις και µετά βίας καταλάµβανε ένα µικρό µονόστηλο στις εφηµερίδες της εποχής; Ο Ιωαννίδης, όµως, ήταν πάντα σίγουρος για όσα θα ακολουθούσαν: «Σκουντή, άσε το ποδόσφαιρο και το πόλο και ασχολήσου αποκλειστικά µε το µπάσκετ. Σε λίγα χρόνια θα είστε περιζήτητοι», έλεγε ως άλλος προφήτης. Κάθε φορά που ερχόταν µε την αποστολή του Αρη στην Αθήνα µάζευε, λοιπόν, το… ποίµνιό του (που αποτελούνταν στην πλειονότητά του από νεαρούς δηµοσιογράφους που αγαπούσαν την «πορτοκαλί θεά») και µέχρι τα ξηµερώµατα τους µυούσε σε έναν κόσµο που οι περισσότεροι αγνοούσαν ότι υπήρχε.

Σε εκείνες τις συναντήσεις ο Ιωαννίδης µοιραζόταν τα πάντα, άνοιγε την καρδιά του. Μέχρι και ότι πίστευε πως στην προηγούµενη ζωή του ήταν «Βελγίδα αγρότισσα» είχε αποκαλύψει. Μέχρι και ότι... συνελήφθη σε κινηµατογράφο να κλαίει µε λυγµούς την πρώτη φορά που είδε το «Αρωµα γυναίκας» του Αλ Πατσίνο είχε εξοµολογηθεί. Από τότε είχε πει στον Καρύδα: «Εσύ, µικρέ, ύστερα από σαράντα χρόνια θα γράψεις την αυτοβιογραφία µου». Κι έτσι ακριβώς συνέβη. Μετά την ιατρική διάγνωση για µια ασθένεια που δεν πίστευε ποτέ ότι θα συναντούσε, ο Ιωαννίδης φώναξε στο σπίτι του στη Βούλα τους δύο βιογράφους του και σε 78 ώρες µαγνητοφώνησης προχώρησε σε µοναδικές αποκαλύψεις για την πορεία του στο µπάσκετ, στην πολιτική - και όχι µόνο.

Το βιβλίο είναι έτοιµο εδώ και τρία χρόνια! Η αγαπηµένη του Γιούλα ήθελε να προλάβει το µοιραίο και να εκδοθεί όχι µόνο πριν χάσει τον έρωτα της ζωής της, αλλά πριν εκείνος χάσει την αντίληψή του για όσα συµβαίνουν γύρω του. Δεν εκδόθηκε ποτέ, για λόγους που δεν θέλησαν να δηµοσιοποιήσουν οι δύο συγγραφείς του στα αποχαιρετιστήρια µηνύµατά τους το αβάσταχτο µεσηµέρι της περασµένης Τετάρτης, όταν έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του «ξανθού».



Οι δηµοπρασίες στον Sotheby’s

Πόσο αδόκιµος επίλογος, αλήθεια, για έναν άνθρωπο που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του προκαλούσε πάντα ακραία συναισθήµατα σε όσους τον γνώριζαν ή τον παρακολουθούσαν. Αγάπη, µίσος, θαυµασµός, ειρωνεία, λατρεία, οργή! Κι όµως, ο «ξανθός» έφυγε από τη ζωή αποµονωµένος λόγω της ασθένειάς του εδώ και τέσσερα ολόκληρα χρόνια! Τον είχαµε δει τελευταία φορά το 2019 στην κηδεία του Αντώνη Λάνθιµου στο νεκροταφείο του Βύρωνα και από τότε τα ίχνη του χάθηκαν. Και ξέρουµε τόσο λίγα γι’ αυτόν. Γιατί ο Ιωαννίδης ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τον θρυλικό προπονητή που σάρωσε τους τίτλους και τα ρεκόρ στο πέρασµά του, χτίζοντας δύο «αυτοκρατορίες»: του Αρη της δεκαετίας του ’80 και του Ολυµπιακού των ’90ς.

O «ξανθός» ήταν πολλά παραπάνω από τα γούρια του, το σακάκι του, τις απίθανες ιστορίες που συνόδευσαν την καριέρα του. Χάνοντας τον πατέρα του σε ηλικία 11 ετών, έµαθε να παλεύει για να επιβιώνει. Απέκτησε δύο πτυχία στη Γεωπονία και τις Πολιτικές Επιστήµες, εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα στον Σοχό της Χαλκιδικής (υπεύθυνος για δάνεια και ιχθυοκαλλιέργειες), ενώ για να µπορέσει να συντηρήσει οικονοµικά την οικογένειά του έβγαζε µεροκάµατα κουβαλώντας καρπούζια σε µανάβικο και επιµελούνταν κουτσοµπολίστικη στήλη σε εφηµερίδα της Θεσσαλονίκης.

Το µπάσκετ αποτελούσε την αδυναµία του (τη ζωή του ολόκληρη), αλλά δεν ήταν η µόνη. Η ζωγραφική και οι τέχνες τον γοήτευαν από µικρό παιδί. Το σπίτι του στα σύνορα της Βάρης µε τη Βούλα θύµιζε γκαλερί! Οποιος το είχε επισκεφθεί έµενε µε το στόµα ανοιχτό, αντικρίζοντας στους τοίχους µια ανεκτίµητη συλλογή µε έργα του Τσαρούχη, του Μυταρά, του Μόραλη και σπουδαίων ξένων ζωγράφων. Οποτε έβρισκε χρόνο ταξίδευε στο Λονδίνο για να προσθέσει νέα αποκτήµατα στον ανεκτίµητο θησαυρό του, αγοράζοντας πίνακες στις δηµοπρασίες του οίκου Sotheby’s.

«Είναι η καλύτερη επένδυση της ζωής µου» επαναλάµβανε διαρκώς. Σίγουρα τα χρήµατα που δαπάνησε έπιασαν περισσότερο τόπο από όσα ξόδευε στα περίπτερα για να αγοράζει τα λατρεµένα του Καρέλια Σπέσιαλ. Ναι, εκείνα από τα οποία τράβαγε µια τελευταία τζούρα πριν από το τζάµπολ κάθε αγώνα, στο πλαίσιο της ιεροτελεστίας που τηρούσε! Πώς άντεχε να τα καπνίζει αλήθεια; Οσοι τα είχαν δοκιµάσει απορούσαν µε τις αντοχές του! Ο Ιωαννίδης, όµως, ήταν γεννηµένος για τα δύσκολα. Ακόµη και στα τσιγάρα που κάπνιζε!

Ενα πορτµπαγκάζ γεµάτο τρόφιµα

Μοιάζει δύσκολο να ξεφυλλίσεις το βιβλίο της ζωής του, όπως εξαιρετικά δύσκολο ήταν να τον «διαβάσεις» ως άνθρωπο. Οσοι λίγοι, όµως, είχαν το προνόµιο να τον γνωρίσουν µακριά από τους πάγκους, τον αθλητισµό και την πολιτική, έχουν να λένε για τη µεγάλη του καρδιά. «Οργίστηκε, θύµωσε, µίλησε, µερικές στιγµές δάκρυσε στη διάρκεια εκείνων των συνεδριών. Ο δικός µου Γιάννης, όπως τον ήξερα και όπως τον έχω θησαυρίσει στη µνήµη µου. Μόνο σε ένα ήταν ανένδοτος, παρότι τον πίεσα στα… όρια. ∆εν ήθελε να γραφτεί λέξη για το φιλανθρωπικό του έργο. Στα χωριά της Χαλκιδικής τον λάτρευαν και τον λατρεύουν µετά λόγου γνώσεως. Ηµουν αυτόπτης µάρτυς όταν γέµιζε το πορτµπαγκάζ του αυτοκινήτου του µε τρόφιµα και τα µοίραζε σε φτωχές οικογένειες, ενώ πολλές φορές, όταν µάθαινε ότι µια οικογένεια είχε προβλήµατα, φρόντιζε να την ενισχύσει οικονοµικά. Αλλά δεν ήθελε ποτέ και πουθενά να γίνεται αναφορά. Αν είναι να µου θυµώσει για µια τελευταία φορά, ας µου θυµώσει από εκεί ψηλά γι’ αυτό τον λόγο.

Αλλά κάποιος πρέπει να το γράψει και συνήθως όσα τον τσάτιζαν τα έγραφε η αφεντιά µου», αποκάλυψε ο ∆ηµήτρης Καρύδας στο συγκινητικό αποχαιρετιστήριο µήνυµά του στον «αυτοκράτορα» του ελληνικού µπάσκετ, εξιστορώντας στιγµές από τη συγγραφή της βιογραφίας του.

Η κόρη του

Θα δηµοσιευθεί στο µέλλον το βιβλίο της ζωής του; Κανείς δεν ξέρει! 78 ώρες ηχογράφησης, όσες και τα χρόνια που έζησε. Ακόµη και σε αυτή την τελευταία λεπτοµέρεια της ζωής του έδειξε να τα έχει όλα σχεδιασµένα. Αν, πάντως, κάποια στιγµή φτάσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων είναι δεδοµένο ότι θα γίνει best seller, όπως ήταν και όλη η πορεία του. Γιατί πίσω από το προσωπείο του «σκληρού» των ελληνικών γηπέδων κρυβόταν ένας άνθρωπος µε σπάνιες ευαισθησίες. Σαν εκείνες που φανερώθηκαν το 2002 όταν, έστω και καθυστερηµένα, ήρθε στον κόσµο η µονάκριβη κόρη του, η Ελένη-Θεοδώρα, η οποία ήταν για τον «ξανθό» αυτό ακριβώς που λέει το όνοµά της: ένα «δώρο Θεού»!



Το σπουργίτι Ποιος ήταν τελικά ο άνθρωπος Γιάννης Ιωαννίδης πίσω από τον µύθο του ελληνικού µπάσκετ; Αν ρωτήσεις τους δηµοσιογράφους που παρακολουθούσαν τα «µαθήµατά» του στο «κρυφό σχολειό» της Μιχαλακοπούλου, θα σ’ τον περιγράψουν µε ένα περιστατικό: «Πίσω στο 1999 καθόµαστε µε τον Ιωαννίδη στο λόµπι ξενοδοχείου παραµονές µεγάλου ντέρµπι του πρωταθλήµατος. Τα µάτια του αστράφτουν, όπως άστραφταν κάθε φορά που πλησίαζε µεγάλο παιχνίδι. Ξαφνικά σηκώνεται από τη θέση του και το βλέµµα του γαληνεύει.

Βαδίζει για λίγο και σταµατά στο σαλόνι, βλέποντας ένα σπουργίτι να έχει χάσει τον προσανατολισµό του και να σπαρταράει τροµαγµένο στο πάτωµα. Το πήρε στοργικά στη χούφτα του, ζήτησε από τους υπαλλήλους να του φέρουν νερό και ρώτησε αν υπήρχε εσωτερική αυλή για να το απελευθέρωνε εκεί. “Aν το αφήσουµε στη Συγγρού, θα το φάνε οι γάτες”, µας εξήγησε»… Οι γάτες που δεν ήθελε να βλέπει!

του Αλέξανδρου Σόμογλου
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής