Ο Βασίλης Σπανούλης γίνεται ''δράκος'': Ο θρυλικός “Kill Bill” έρχεται να ανάψει τη σπίθα της αναγέννησης της Εθνικής ομάδας
Ο Βασίλης Σπανούλης, ένας γεννηµένος νικητής, σε ακόµα µία δύσκολη αποστολή
Καλοκαίρι του 2004, η Ελλάδα ζει και αναπνέει στους ρυθµούς των Ολυµπιακών Αγώνων της Αθήνας. Τα εισιτήρια στα αθλήµατα, όπου υπάρχει ελπίδα για κάποιο «γαλανόλευκο» µετάλλιο, κάνουν φτερά. Και µια θέση στα παιχνίδια της εθνικής µπάσκετ µοιάζει µε ανεκτίµητο λάφυρο...
Η επιστροφή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον γαλανόλευκο πάγκο γεννά ξανά προσδοκίες για κάτι σπουδαίο, έπειτα από µια «πέτρινη» πενταετία της «επίσηµης αγαπηµένης». Αποτυχία στα Ευρωµπάσκετ του 1999 και του 2001, απούσα από τους Ολυµπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 και το Μουντοµπάσκετ του 2002. Η απόφαση του Γιάννη Ιωαννίδη να αποχωρήσει από τη θέση του οµοσπονδιακού τεχνικού, λίγους µήνες πριν από το µεγάλο ραντεβού της Αθήνας, σήµανε το καµπανάκι ενός συνολικού restart για το αντιπροσωπευτικό µας συγκρότηµα.
Και ο «δράκος» του ελληνικού µπάσκετ έµοιαζε ιδανικός για να εµπνεύσει, να συσπειρώσει και να ηγηθεί της νέας εποχής. Ολα ξεκίνησαν το 2004 Οι πρώτες αποφάσεις του δηµιουργούν αίσθηση: εκτός Εθνικής παιδιά όπως ο Ευθύµης Ρεντζιάς και ριζική ανανέωση µε προσκλήσεις σε νεαρούς ταλαντούχους µπασκετµπολίστες, που… έβραζε το αίµα τους. Ο µόλις 21 ετών Νίκος Ζήσης φορά πρώτη φορά τη γαλανόλευκη φανέλα. Το ίδιο και ο 25χρονος Κώστας Τσαρτσαρής του Παναθηναϊκού.
Μια κλήση ωστόσο έµελλε να αποδειχθεί ιστορική και να αλλάξει τη µοίρα µιας οµάδας που διαχρονικά κατείχε ξεχωριστή θέση στις καρδιές των Ελλήνων: αυτή του Βασίλη Σπανούλη. Ζώντας καθηµερινά τον «Kill Bill» στις προπονήσεις και έχοντας δει τον 22χρονο Λαρισινό να οδηγεί το Μαρούσι στον τελικό του EuroChallenge, ο Γιαννάκης ήξερε ότι στο πρόσωπο του Βασίλη Σπανούλη η εθνική µας οµάδα θα έβρισκε τον ηγέτη της νέας σελίδας της. Ενδεχοµένως να έβλεπε στο πρόσωπό του τον διάδοχό του: έναν… µικρό «δράκο»!
Δίπλα σε µία από τις πιο εµβληµατικές µορφές του ελληνικού µπάσκετ, ο Σπανούλης έµαθε να µατώνει για την Εθνική και θεωρούσε ύψιστη τιµή κάθε συµµετοχή του στο αντιπροσωπευτικό µας συγκρότηµα. Και όταν στις 17 Σεπτεµβρίου του 2015 έριξε τους τίτλους τέλους της «γαλανόλευκης» καριέρας στα 33 του χρόνια, δεν µπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή του: «Είµαι από 17 χρόνων στις εθνικές οµάδες και νιώθω περήφανος γι’ αυτό. Νοµίζω πως ήρθε η ώρα για µένα, αλλά και ότι είναι η κατάλληλη στιγµή ώστε να σταµατήσω από την εθνική µας οµάδα. Ηρθε η ώρα να παίξουν και τα υπόλοιπα παιδιά για εµάς στα επόµενα χρόνια, ώστε να υπάρξει και συνέχεια. ∆ιαθέτουµε ταλέντο και ποιότητα. Υπάρχει πολύ ταλέντο από πίσω. Θα είµαστε όλοι µαζί τους»… Αυτά ήταν τα λόγια του αποχαιρετισµού.
Εκείνη τη µέρα, πριν από οκτώ χρόνια, ακόµη και ο ίδιος ο Βασίλης Σπανούλης δεν γνώριζε ότι ο συγκεκριµένος επίλογος θα ερχόταν κάποια στιγµή που θα έµοιαζε µε τον ιδανικό πρόλογο µιας νέας εποχής της «επίσηµης αγαπηµένης».
Καλά καλά δεν είχε στεγνώσει από τον ιδρώτα η φανέλα που φορούσε στα παρκέ. Καλά καλά δεν είχε ανακοινώσει την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, όταν χωρίς την παραµικρή εµπειρία στους πάγκους ανταποκρίθηκε στο κάλεσµα του Γιώργου Βασιλακόπουλου. Δύο θρύλοι του ελληνικού µπάσκετ σε µια κοινή αποστολή µε απόσταση… τριών δεκαετιών! Μόνο που η αποστολή του Σπανούλη µοιάζει ακόµη πιο δύσκολη από εκείνη του «δράκου». Οχι µόνο επειδή τα χρόνια της «ξηρασίας» σε επίπεδο διακρίσεων είναι πολλαπλάσια, αλλά γιατί η δεξαµενή του ελληνικού µπάσκετ µοιάζει να έχει στερέψει από ταλέντο και… Σπανούληδες.
Ο Βασίλης Σπανούλης έρχεται πλέον ως οµοσπονδιακός τεχνικός να σαλπίσει την αναγέννηση όχι µόνο της εθνικής µας οµάδας, αλλά ολόκληρου του ελληνικού µπάσκετ. Να ηγηθεί ενός µακρόχρονου αναπτυξιακού προγράµµατος που θα γεννήσει τους… Σπανούληδες των επόµενων δεκαετιών. Ερχεται να εµπνεύσει τους παλιούς του συµπαίκτες και να τους δει όλους µαζί στο πλευρό του σε ένα «γαλανόλευκο» κάλεσµα, µε φόντο την πρόκριση στους Ολυµπιακούς Αγώνες του Παρισιού. Και θα το πράξει έχοντας δίπλα του τα παιδιά µε τα οποία ξεκίνησαν να κάνουν µαζί όνειρα ως έφηβοι πριν από είκοσι χρόνια από τις µικρές εθνικές οµάδες: τον Ζήση, τον Ντικούδη, τον Τσαρτσαρή, τους ανθρώπους δηλαδή που ηγούνται του σηµερινού οργανογράµµατος της Οµοσπονδίας για την ανάπτυξη του αθλήµατος.
Ενας γεννηµένος νικητής, σε ακόµη µια δύσκολη αποστολή. Ενας νέος «δράκος», που έρχεται ξανά να ανάψει µε τη φλόγα του τη σπίθα ενός ολόκληρου αθλήµατος!
Του Αλέξανδρου Σόμογλου
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Η επιστροφή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον γαλανόλευκο πάγκο γεννά ξανά προσδοκίες για κάτι σπουδαίο, έπειτα από µια «πέτρινη» πενταετία της «επίσηµης αγαπηµένης». Αποτυχία στα Ευρωµπάσκετ του 1999 και του 2001, απούσα από τους Ολυµπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 και το Μουντοµπάσκετ του 2002. Η απόφαση του Γιάννη Ιωαννίδη να αποχωρήσει από τη θέση του οµοσπονδιακού τεχνικού, λίγους µήνες πριν από το µεγάλο ραντεβού της Αθήνας, σήµανε το καµπανάκι ενός συνολικού restart για το αντιπροσωπευτικό µας συγκρότηµα.
Και ο «δράκος» του ελληνικού µπάσκετ έµοιαζε ιδανικός για να εµπνεύσει, να συσπειρώσει και να ηγηθεί της νέας εποχής. Ολα ξεκίνησαν το 2004 Οι πρώτες αποφάσεις του δηµιουργούν αίσθηση: εκτός Εθνικής παιδιά όπως ο Ευθύµης Ρεντζιάς και ριζική ανανέωση µε προσκλήσεις σε νεαρούς ταλαντούχους µπασκετµπολίστες, που… έβραζε το αίµα τους. Ο µόλις 21 ετών Νίκος Ζήσης φορά πρώτη φορά τη γαλανόλευκη φανέλα. Το ίδιο και ο 25χρονος Κώστας Τσαρτσαρής του Παναθηναϊκού.
Μια κλήση ωστόσο έµελλε να αποδειχθεί ιστορική και να αλλάξει τη µοίρα µιας οµάδας που διαχρονικά κατείχε ξεχωριστή θέση στις καρδιές των Ελλήνων: αυτή του Βασίλη Σπανούλη. Ζώντας καθηµερινά τον «Kill Bill» στις προπονήσεις και έχοντας δει τον 22χρονο Λαρισινό να οδηγεί το Μαρούσι στον τελικό του EuroChallenge, ο Γιαννάκης ήξερε ότι στο πρόσωπο του Βασίλη Σπανούλη η εθνική µας οµάδα θα έβρισκε τον ηγέτη της νέας σελίδας της. Ενδεχοµένως να έβλεπε στο πρόσωπό του τον διάδοχό του: έναν… µικρό «δράκο»!
Δίπλα σε µία από τις πιο εµβληµατικές µορφές του ελληνικού µπάσκετ, ο Σπανούλης έµαθε να µατώνει για την Εθνική και θεωρούσε ύψιστη τιµή κάθε συµµετοχή του στο αντιπροσωπευτικό µας συγκρότηµα. Και όταν στις 17 Σεπτεµβρίου του 2015 έριξε τους τίτλους τέλους της «γαλανόλευκης» καριέρας στα 33 του χρόνια, δεν µπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή του: «Είµαι από 17 χρόνων στις εθνικές οµάδες και νιώθω περήφανος γι’ αυτό. Νοµίζω πως ήρθε η ώρα για µένα, αλλά και ότι είναι η κατάλληλη στιγµή ώστε να σταµατήσω από την εθνική µας οµάδα. Ηρθε η ώρα να παίξουν και τα υπόλοιπα παιδιά για εµάς στα επόµενα χρόνια, ώστε να υπάρξει και συνέχεια. ∆ιαθέτουµε ταλέντο και ποιότητα. Υπάρχει πολύ ταλέντο από πίσω. Θα είµαστε όλοι µαζί τους»… Αυτά ήταν τα λόγια του αποχαιρετισµού.
Εκείνη τη µέρα, πριν από οκτώ χρόνια, ακόµη και ο ίδιος ο Βασίλης Σπανούλης δεν γνώριζε ότι ο συγκεκριµένος επίλογος θα ερχόταν κάποια στιγµή που θα έµοιαζε µε τον ιδανικό πρόλογο µιας νέας εποχής της «επίσηµης αγαπηµένης».
Η πρόκληση
Το σκηνικό µοιάζει ανάλογο µε εκείνο του 2004. Μόνο που τα «πέτρινα» χρόνια της Εθνικής µας δεν είναι αυτή τη φορά πέντε, αλλά 15! Το τελευταίο µετάλλιο σε µεγάλη διοργάνωση (χάλκινο στο Eυρωµπάσκετ της Πολωνίας) εντοπίζεται πίσω στο 2009 και έφερε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του ενός και µοναδικού ηγέτη «Kill Bill». Η πρόκληση µοιάζει δύσκολη και απαιτητική για έναν προπονητή που κουβαλά µόλις ένα χρόνο επαγγελµατικής προϋπηρεσίας στους πάγκους. Μήπως, όµως, είχε περισσότερα ένσηµα ο Παναγιώτης Γιαννάκης όταν ανέλαβε πρώτη φορά τα ηνία του αντιπροσωπευτικού µας συγκροτήµατος το 1997;Καλά καλά δεν είχε στεγνώσει από τον ιδρώτα η φανέλα που φορούσε στα παρκέ. Καλά καλά δεν είχε ανακοινώσει την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, όταν χωρίς την παραµικρή εµπειρία στους πάγκους ανταποκρίθηκε στο κάλεσµα του Γιώργου Βασιλακόπουλου. Δύο θρύλοι του ελληνικού µπάσκετ σε µια κοινή αποστολή µε απόσταση… τριών δεκαετιών! Μόνο που η αποστολή του Σπανούλη µοιάζει ακόµη πιο δύσκολη από εκείνη του «δράκου». Οχι µόνο επειδή τα χρόνια της «ξηρασίας» σε επίπεδο διακρίσεων είναι πολλαπλάσια, αλλά γιατί η δεξαµενή του ελληνικού µπάσκετ µοιάζει να έχει στερέψει από ταλέντο και… Σπανούληδες.
Τίποτα αδύνατο
Ο θρύλος -ο απόλυτος Legend του Ολυµπιακού και της εθνικής µας οµάδας όµως είναι γεννηµένος για τα δύσκολα. Ξέρει ότι µε σκληρή δουλειά, µεθοδικότητα και ταπεινότητα τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο στον αθλητισµό. Οπως αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ακατόρθωτο να γονατίσει η εθνική µας οµάδα τους Αµερικανούς του Λεµπρόν και του Γουέιντ εκείνο το αξέχαστο πρωινό του 2006 στη Σαϊτάµα. Οπως δεν ήταν ακατόρθωτο για ένα αµούστακο παιδάκι, που έµαθε να παίζει µπάσκετ στα ανοιχτά γήπεδα της Λάρισας, να κατακτήσει τον κόσµο...Ο Βασίλης Σπανούλης έρχεται πλέον ως οµοσπονδιακός τεχνικός να σαλπίσει την αναγέννηση όχι µόνο της εθνικής µας οµάδας, αλλά ολόκληρου του ελληνικού µπάσκετ. Να ηγηθεί ενός µακρόχρονου αναπτυξιακού προγράµµατος που θα γεννήσει τους… Σπανούληδες των επόµενων δεκαετιών. Ερχεται να εµπνεύσει τους παλιούς του συµπαίκτες και να τους δει όλους µαζί στο πλευρό του σε ένα «γαλανόλευκο» κάλεσµα, µε φόντο την πρόκριση στους Ολυµπιακούς Αγώνες του Παρισιού. Και θα το πράξει έχοντας δίπλα του τα παιδιά µε τα οποία ξεκίνησαν να κάνουν µαζί όνειρα ως έφηβοι πριν από είκοσι χρόνια από τις µικρές εθνικές οµάδες: τον Ζήση, τον Ντικούδη, τον Τσαρτσαρή, τους ανθρώπους δηλαδή που ηγούνται του σηµερινού οργανογράµµατος της Οµοσπονδίας για την ανάπτυξη του αθλήµατος.
Ενας γεννηµένος νικητής, σε ακόµη µια δύσκολη αποστολή. Ενας νέος «δράκος», που έρχεται ξανά να ανάψει µε τη φλόγα του τη σπίθα ενός ολόκληρου αθλήµατος!
Του Αλέξανδρου Σόμογλου
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής