Βασίλης Τσιτσάνης: Η φτώχεια, τα διαµάντια και η αποθέωση - Τα τραγούδια που άφησαν εποχή και η δύσκολη ζωή του
Η ανώτερη κοινωνική τάξη τον χλευάζει. Τον αφήνει στην άκρη. Κι ο λόγος; Το µπουζούκι. Ήταν ακόµα κακόφηµο
Για τον Βασιλάκη τον Τσιτσάνη όλα ήταν πολύ δύσκολα.
Δεκατέσσερα αδέλφια κι απ’ αυτά επέζησαν τα τέσσερα: τρία αγόρια και η αδελφή. Ο πατέρας του, ο Κώστας, έφυγε το ’27 όταν ο Βασιλάκης ήταν 12 χρόνων. Στα δεκατρία -παρέα στη µοναξιά του- πήρε στα χέρια του µια παλιά µαντόλα του πατέρα του, που της είχε µεγαλώσει το µπράτσο.
Αυτή ήταν η συντροφιά του. Στο σχολείο, έτσι κι έτσι. Στο σπίτι, τα πράγµατα αφόρητα. Η µάνα πλένει τα ρούχα των φαντάρων του κοντινού στρατώνα κι αυτός, για να ελαφρύνει τα βάρη, γίνεται νυχτερινός διανοµέας στην εφηµερίδα «Αναγέννηση». Το καλοκαίρι, µιλάµε τώρα για το 1931, τον βρίσκεις βοηθό στο φαρµακείο. Τίποτα από όλα αυτά δεν τον γεµίζει. Στα Τρίκαλα δεν τον σήκωνε τίποτα.
Η ανώτερη κοινωνική τάξη τον χλευάζει. Τον αφήνει στην άκρη. Κι ο λόγος; Το µπουζούκι. Ηταν ακόµα κακόφηµο. Και τα Τρίκαλα είχαν µια στεγνή αστική τάξη. ∆εκάξι χρόνων παίρνει την απόφαση: µισό εισιτήριο και όρτσα για Αθήνα. Στον σταθµό των Τρικάλων, µια αναπάντεχη, µοιραία συνάντηση. Ενας ψηλός, ξερακιανός τύπος πηγαίνει για τη Θεσσαλονίκη, για να παρουσιαστεί στη νέα του υπηρεσία. Χαιρετιούνται. Είναι ο Χαρίλαος Φλωράκης, υπάλληλος των τριών Ταυ.
Η µοίρα, που είναι γεµάτη χουνέρια, τη συνάντησή τους αυτή, που δεν ολοκληρώνεται τότε, την ολοκληρώνει το 1940, παραµονές του Πολέµου, όπου κάνουν µέρος της στρατιωτικής τους θητείας και οι δύο, όταν ανταµώνουν, στο Τάγµα Μηχανικών στα Γιαννιτσά. Αθηνών λοιπόν το ανάγνωσµα, και ο βλαχάκος, ο πιτσιρικάς από τα Τρίκαλα, ανταµώνει έναν καλό άγγελο, τον τραγουδιστή τον Μήτσο τον Περδικόπουλο, λοχία από τα Τρίκαλα.
Αυτός είναι που τον προσκαλεί ένα βραδάκι σε ένα µπαράκι µιας Ιταλίδας φίλης του και από εκεί πρωτοδιαβάζει κανείς την αµοιβαία έλξη ωραίων γυναικών και Τσιτσάνη. Ενα σκηνικό που καθορίζει τη ζωή του. Γιατί η γυναίκα ήταν πάντοτε το µεγάλο απωθηµένο του. Τον θέλαν και τις ήθελε. Και το 90% των τραγουδιών του γράφτηκαν για µια γυναίκα. Σε λίγο, µαζί µε τον Περδικόπουλο, σιγοντάρει το τραγούδι του «Ο αµαξάς».
Στην άλλη πλευρά του δίσκου, γραµµοφώνου βέβαια, εµφανίζεται πρώτη φορά τραγούδι του. Είναι το «Σ’ έναν τεκέ σκαρώνανε», µε τραγουδίστρια τη Γεωργία Μητάκη. Στους παρατρεχάµενους, ένα ειρωνικό σχόλιο: «Τα βλαχάκια που µάθανε να παίζουνε µπουζούκι». Ο σχολιαστής διόλου τυχαίος: Στράτος Παγιουµτζής. Με µια φωλιά αηδονιών στον λαιµό του, που αργότερα όλη η Ελλάδα θα τραγουδάει τα τραγούδια που έγραψε ο Τσιτσάνης επάνω στη φωνή του. Η µεγάλη πύλη έχει ήδη ανοίξει. Εξασφαλίζει τον επιούσιο Το θέµα της επιβίωσης έχει µπει στον δρόµο του. Τα βραδάκια, στον σταθµό Λαρίσης, τραγουδάκι σε φοιτητικά στέκια.
Βγάζει πιατάκι -τη σφουγγάρα που λέγαµε- και εξασφαλίζει τον επιούσιο. Η Νοµική, αυτή που επικαλείται ως δικαιολογία στους γνωστούς, µένει στον κοµήτη του χρόνου. Ο Βασιλάκης έχει βάλει πλώρη για άλλους γαλαξίες. Σιγά-σιγά η εταιρεία αγκαλιάζει τα τραγούδια του. Οι µελωδίες του, µε µια προσωπική ευγένεια, µακριά από λουλάδες, µακριά από καβγάδες, µακριά από τσαµπουκάδες, ο πιτσιρής, ντυµένος πάντα πρίγκιπας, λαχταριστά όµορφος, ήταν το κάτι άλλο στο βασίλειο του τεκέ. Χασίσια, ηρωίνες, ναρκωτικά, µακριά απ’ αυτά. Με τα χίλια ζόρια κάνα τσιγαράκι. Οµως η ζωή κάνει τα δικά της. Και ξαφνικά, το ’38, κεραυνός εν αιθρία: πρόσκληση να καταταγεί στο Τάγµα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, παρακαλώ!
Του ανατρέπει όλα τα σχέδια. Ετσι φαίνεται από την µπροστινή πλευρά. Από πίσω η µοίρα έχει δικά της σχέδια και αυτή η πόλη, η βασίλισσα του Βορρά, γίνεται ο µεγαλύτερος σταθµός στη ζωή του. Εκεί είναι που θα γράψει τη θρυλική «Αρχόντισσα». Εκεί θα ερωτευθεί τη Ζωή Σαµαρά, την επιλεγόµενη Τζιν Χάρλοου. Η Θεσσαλονίκη είναι η µούσα του. Πολύ αργότερα ο ίδιος λέει: «Κάθε µέρα νοσταλγώ αυτήν την όµορφη πόλη». Από το ’38 έως το ’46, που έζησε εκεί, αυτή την περίοδο µας χαρίζει πολλά από τα ωραιότερα τραγούδια της λαϊκής µας µουσικής. Εχει δηµιουργήσει τη σχολή του.
Μια σχολή ολότελα διαφορετική από αυτήν του Περαία, τρυφερή, κανταδόρικη, ιωνική. Σε κάποια στιγµή εξοµολόγησης λέει: «∆εν άντεχα το σµυρναίικο τραγούδι. ∆εν άντεχα τον αµανέ, τα αχ και βαχ, και δεν µπορούσα το χασίσι, που αυτό βασίλευε και ήταν ο µπασοβγάλτης στη ζωή του ρεµπέτικου. Η Θεσσαλονίκη ήταν αλλιώς. Θάλασσα κι εκεί, αλλά είναι άλλη θάλασσα, και γυναίκες πεντάµορφες. Είχα βρει τον παράδεισό µου και φρόντιζα να τον απολαµβάνω όσο µπορούσα, όπου µπορούσα». Βροχή οι παραβιάσεις Θητεία, λοιπόν, και οι παραβιάσεις βροχή. Το ίδιο και οι «καµπάνες», πάντα από τα συρµατοπλέγµατα του στρατοπέδου.
Ο Τσιτσάνης όµως δεν µασάει. Πάντα, για καλή του τύχη, βρίσκει διέξοδα. Ακόµα και στο πειθαρχείο, εκεί όπου είχε περάσει για άλλη µία φορά τα συρµατοπλέγµατα για να ανταµώσει την ωραιότερη κοπέλα της Θεσσαλονίκης, τη Μαριώ, που της µήνυσε να ανταµώσουν. Εκεί λοιπόν, στο πειθαρχείο, γράφει την «Αρχόντισσα». Ενα ασυνήθιστο τραγούδι, που υπήρξε για τον Τσιτσάνη η ευκαιρία να βρει τη χαραµάδα που αναζητούσε. Και είναι πράγµατι το πρώτο τραγούδι που ξεστρατίζει το παραδοσιακό ρεµπέτικο και το περπατάει στη λογική του αστικού τραγουδιού των πόλεων. Σήµερα το ονοµάζουµε, απλά, λαϊκό τραγούδι.
Αυτά τα είπε πολύ ωραία ο ταπεινός και πολύ µεγάλος συνθέτης, ο Παναγιώτης Τούντας, ο πρώτος που άκουσε την ηχογράφηση της «Αρχόντισσας» στο Στούντιο Κολούµπια. «Βασίλη», του λέει, «µε αυτό το τραγούδι σου γυρίζεις σελίδα και ανοίγεις διάπλατα την πόρτα του λαϊκού τραγουδιού». Πίσω τώρα στη Θεσσαλονίκη, ο Τσιτσάνης δεν συνθέτει µόνο. Μπάνικος, λεβεντόπαιδο, πάντα προσεγµένος, ακόµα και στα φανταριλίκια του. Και τα κορίτσια τον κοιτάζουν ατελείωτα. Μια µέρα από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου, εκεί όπου ήταν σκοπός, περνά µια καλοντυµένη, πεντάµορφη κοπέλα, η Ζωή Σαµαρά. Από τότε µένει κολληµένος στην πύλη περιµένοντας να περάσει, για να της κάνει κόρτε. Και επειδή εκείνη δεν ενδίδει, πιάνει φίλο τον αδελφό της, τον Ανδρέα. Τη γνωρίζει, τον γνωρίζει και το ’40 αρραβωνιάζονται. Τις βέρες και τα στέφανα του γάµου τους τα περνάει τρία χρόνια µετά ο διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Μουσχουντής, καθεβραδινός θιασώτης του Βασίλη και προστάτης της φάρας των ρεµπέτικων.
Κι όταν τον ρώτησα: «Γιατί τόση ευφορία, δάσκαλε;», µου είπε: «Ανασταίνεται το ρεµπέτικο». Ηταν η χρονιά που στην Πλάκα ο Νταλάρας έκανε τη σπουδαία κατάθεση στο ρεµπέτικο τραγούδι. Από κει και µετά, ένας αριθµός πιτσιρικάδων πήρε το παλιό, τρίχορδο µπουζούκι κι έστηνε παντού ρεµπετάδικα. Στην Πάτρα, ο Μπάµπης Γκολές, στην Αθήνα στα ταβερνάκια ο Μπάµπης Τσέρτος. Από κοντά, στην Πλάκα, ο Κατσιγιάννης. Από Θεσσαλονίκη µεριά, µια άλλη παρέα, ο Χοντρονάκος, που το κράταγε πεισµατάρικα µε τη Μαριώ, κι από δίπλα µια σπάνια φωνή, ο Αγάθων. Γυρνάει ο κυρ-Βασίλης χαµογελαστός και µου λέει: «Είναι να µην είµαι χαρούµενος, ρε πιτσιρή; Το ξεχασµένο ρεµπέτικο ζει, βασιλεύει, κάνει καινούργια πορεία απ’ όλα αυτά τα λεβεντόπαιδα».
Η ειδυλλιακή περίοδος της Θεσσαλονίκης κλείνει για τον Βασίλη µε την έναρξη του Εµφυλίου, το 1946, τότε που κατεβαίνει στην Αθήνα για να ξεκινήσει και πάλι τις γραµµοφωνήσεις. Μια αρµαθιά στο δισάκι του νέων αριστουργηµάτων. Γραµµοφωνεί τη µία επιτυχία µετά την άλλη. Τα τραγούδια του ακούγονται σε όλη την Ελλάδα κι αυτός, ακάµατος εργάτης, δουλεύει νυχθηµερόν για να χτίσει το δικό του οικοδόµηµα.
*Στοιχεία βιογραφικά του Τσιτσάνη πήραµε από το έργο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεµπετολογία» και από το πόνηµα του Γιώργου Λιάνη «Τσιτσάνης»
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής
Δεκατέσσερα αδέλφια κι απ’ αυτά επέζησαν τα τέσσερα: τρία αγόρια και η αδελφή. Ο πατέρας του, ο Κώστας, έφυγε το ’27 όταν ο Βασιλάκης ήταν 12 χρόνων. Στα δεκατρία -παρέα στη µοναξιά του- πήρε στα χέρια του µια παλιά µαντόλα του πατέρα του, που της είχε µεγαλώσει το µπράτσο.
Αυτή ήταν η συντροφιά του. Στο σχολείο, έτσι κι έτσι. Στο σπίτι, τα πράγµατα αφόρητα. Η µάνα πλένει τα ρούχα των φαντάρων του κοντινού στρατώνα κι αυτός, για να ελαφρύνει τα βάρη, γίνεται νυχτερινός διανοµέας στην εφηµερίδα «Αναγέννηση». Το καλοκαίρι, µιλάµε τώρα για το 1931, τον βρίσκεις βοηθό στο φαρµακείο. Τίποτα από όλα αυτά δεν τον γεµίζει. Στα Τρίκαλα δεν τον σήκωνε τίποτα.
Η ανώτερη κοινωνική τάξη τον χλευάζει. Τον αφήνει στην άκρη. Κι ο λόγος; Το µπουζούκι. Ηταν ακόµα κακόφηµο. Και τα Τρίκαλα είχαν µια στεγνή αστική τάξη. ∆εκάξι χρόνων παίρνει την απόφαση: µισό εισιτήριο και όρτσα για Αθήνα. Στον σταθµό των Τρικάλων, µια αναπάντεχη, µοιραία συνάντηση. Ενας ψηλός, ξερακιανός τύπος πηγαίνει για τη Θεσσαλονίκη, για να παρουσιαστεί στη νέα του υπηρεσία. Χαιρετιούνται. Είναι ο Χαρίλαος Φλωράκης, υπάλληλος των τριών Ταυ.
Η µοίρα, που είναι γεµάτη χουνέρια, τη συνάντησή τους αυτή, που δεν ολοκληρώνεται τότε, την ολοκληρώνει το 1940, παραµονές του Πολέµου, όπου κάνουν µέρος της στρατιωτικής τους θητείας και οι δύο, όταν ανταµώνουν, στο Τάγµα Μηχανικών στα Γιαννιτσά. Αθηνών λοιπόν το ανάγνωσµα, και ο βλαχάκος, ο πιτσιρικάς από τα Τρίκαλα, ανταµώνει έναν καλό άγγελο, τον τραγουδιστή τον Μήτσο τον Περδικόπουλο, λοχία από τα Τρίκαλα.
Αυτός είναι που τον προσκαλεί ένα βραδάκι σε ένα µπαράκι µιας Ιταλίδας φίλης του και από εκεί πρωτοδιαβάζει κανείς την αµοιβαία έλξη ωραίων γυναικών και Τσιτσάνη. Ενα σκηνικό που καθορίζει τη ζωή του. Γιατί η γυναίκα ήταν πάντοτε το µεγάλο απωθηµένο του. Τον θέλαν και τις ήθελε. Και το 90% των τραγουδιών του γράφτηκαν για µια γυναίκα. Σε λίγο, µαζί µε τον Περδικόπουλο, σιγοντάρει το τραγούδι του «Ο αµαξάς».
Στην άλλη πλευρά του δίσκου, γραµµοφώνου βέβαια, εµφανίζεται πρώτη φορά τραγούδι του. Είναι το «Σ’ έναν τεκέ σκαρώνανε», µε τραγουδίστρια τη Γεωργία Μητάκη. Στους παρατρεχάµενους, ένα ειρωνικό σχόλιο: «Τα βλαχάκια που µάθανε να παίζουνε µπουζούκι». Ο σχολιαστής διόλου τυχαίος: Στράτος Παγιουµτζής. Με µια φωλιά αηδονιών στον λαιµό του, που αργότερα όλη η Ελλάδα θα τραγουδάει τα τραγούδια που έγραψε ο Τσιτσάνης επάνω στη φωνή του. Η µεγάλη πύλη έχει ήδη ανοίξει. Εξασφαλίζει τον επιούσιο Το θέµα της επιβίωσης έχει µπει στον δρόµο του. Τα βραδάκια, στον σταθµό Λαρίσης, τραγουδάκι σε φοιτητικά στέκια.
Βγάζει πιατάκι -τη σφουγγάρα που λέγαµε- και εξασφαλίζει τον επιούσιο. Η Νοµική, αυτή που επικαλείται ως δικαιολογία στους γνωστούς, µένει στον κοµήτη του χρόνου. Ο Βασιλάκης έχει βάλει πλώρη για άλλους γαλαξίες. Σιγά-σιγά η εταιρεία αγκαλιάζει τα τραγούδια του. Οι µελωδίες του, µε µια προσωπική ευγένεια, µακριά από λουλάδες, µακριά από καβγάδες, µακριά από τσαµπουκάδες, ο πιτσιρής, ντυµένος πάντα πρίγκιπας, λαχταριστά όµορφος, ήταν το κάτι άλλο στο βασίλειο του τεκέ. Χασίσια, ηρωίνες, ναρκωτικά, µακριά απ’ αυτά. Με τα χίλια ζόρια κάνα τσιγαράκι. Οµως η ζωή κάνει τα δικά της. Και ξαφνικά, το ’38, κεραυνός εν αιθρία: πρόσκληση να καταταγεί στο Τάγµα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, παρακαλώ!
Του ανατρέπει όλα τα σχέδια. Ετσι φαίνεται από την µπροστινή πλευρά. Από πίσω η µοίρα έχει δικά της σχέδια και αυτή η πόλη, η βασίλισσα του Βορρά, γίνεται ο µεγαλύτερος σταθµός στη ζωή του. Εκεί είναι που θα γράψει τη θρυλική «Αρχόντισσα». Εκεί θα ερωτευθεί τη Ζωή Σαµαρά, την επιλεγόµενη Τζιν Χάρλοου. Η Θεσσαλονίκη είναι η µούσα του. Πολύ αργότερα ο ίδιος λέει: «Κάθε µέρα νοσταλγώ αυτήν την όµορφη πόλη». Από το ’38 έως το ’46, που έζησε εκεί, αυτή την περίοδο µας χαρίζει πολλά από τα ωραιότερα τραγούδια της λαϊκής µας µουσικής. Εχει δηµιουργήσει τη σχολή του.
Μια σχολή ολότελα διαφορετική από αυτήν του Περαία, τρυφερή, κανταδόρικη, ιωνική. Σε κάποια στιγµή εξοµολόγησης λέει: «∆εν άντεχα το σµυρναίικο τραγούδι. ∆εν άντεχα τον αµανέ, τα αχ και βαχ, και δεν µπορούσα το χασίσι, που αυτό βασίλευε και ήταν ο µπασοβγάλτης στη ζωή του ρεµπέτικου. Η Θεσσαλονίκη ήταν αλλιώς. Θάλασσα κι εκεί, αλλά είναι άλλη θάλασσα, και γυναίκες πεντάµορφες. Είχα βρει τον παράδεισό µου και φρόντιζα να τον απολαµβάνω όσο µπορούσα, όπου µπορούσα». Βροχή οι παραβιάσεις Θητεία, λοιπόν, και οι παραβιάσεις βροχή. Το ίδιο και οι «καµπάνες», πάντα από τα συρµατοπλέγµατα του στρατοπέδου.
Ο Τσιτσάνης όµως δεν µασάει. Πάντα, για καλή του τύχη, βρίσκει διέξοδα. Ακόµα και στο πειθαρχείο, εκεί όπου είχε περάσει για άλλη µία φορά τα συρµατοπλέγµατα για να ανταµώσει την ωραιότερη κοπέλα της Θεσσαλονίκης, τη Μαριώ, που της µήνυσε να ανταµώσουν. Εκεί λοιπόν, στο πειθαρχείο, γράφει την «Αρχόντισσα». Ενα ασυνήθιστο τραγούδι, που υπήρξε για τον Τσιτσάνη η ευκαιρία να βρει τη χαραµάδα που αναζητούσε. Και είναι πράγµατι το πρώτο τραγούδι που ξεστρατίζει το παραδοσιακό ρεµπέτικο και το περπατάει στη λογική του αστικού τραγουδιού των πόλεων. Σήµερα το ονοµάζουµε, απλά, λαϊκό τραγούδι.
Αυτά τα είπε πολύ ωραία ο ταπεινός και πολύ µεγάλος συνθέτης, ο Παναγιώτης Τούντας, ο πρώτος που άκουσε την ηχογράφηση της «Αρχόντισσας» στο Στούντιο Κολούµπια. «Βασίλη», του λέει, «µε αυτό το τραγούδι σου γυρίζεις σελίδα και ανοίγεις διάπλατα την πόρτα του λαϊκού τραγουδιού». Πίσω τώρα στη Θεσσαλονίκη, ο Τσιτσάνης δεν συνθέτει µόνο. Μπάνικος, λεβεντόπαιδο, πάντα προσεγµένος, ακόµα και στα φανταριλίκια του. Και τα κορίτσια τον κοιτάζουν ατελείωτα. Μια µέρα από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου, εκεί όπου ήταν σκοπός, περνά µια καλοντυµένη, πεντάµορφη κοπέλα, η Ζωή Σαµαρά. Από τότε µένει κολληµένος στην πύλη περιµένοντας να περάσει, για να της κάνει κόρτε. Και επειδή εκείνη δεν ενδίδει, πιάνει φίλο τον αδελφό της, τον Ανδρέα. Τη γνωρίζει, τον γνωρίζει και το ’40 αρραβωνιάζονται. Τις βέρες και τα στέφανα του γάµου τους τα περνάει τρία χρόνια µετά ο διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Μουσχουντής, καθεβραδινός θιασώτης του Βασίλη και προστάτης της φάρας των ρεµπέτικων.
Ρεµπέτικο και λεβεντόπαιδα
Το 1947 η Ελλάδα σπαράσσεται από τον αδελφικό πόλεµο και ένα τραγούδι ταράζει το ελληνικό σύµπαν. Είναι το «Κάποια µάνα αναστενάζει». Αυτό το τραγούδι κάθεται γέφυρα ανάµεσα στα δύο αντιµαχόµενα στρατόπεδα. Οχι πολιτικό, αλλά κοινωνικό, συναισθηµατικό, το µήνυµα. Ούτε ο ίδιος ο Βασίλης δεν έχει φανταστεί το αντίκρισµα που θα έβρισκε στην ψυχή των Ελλήνων. Μετά ήρθαν τα µαγαζιά του Μάριου, του Τζίµη του Χοντρού, η «Τριάνα» του Χειλά, το «Φαληρικό», η «Λουζιτάνια» και για 14 χρόνια, έως το 1983, το «Χάραµα», του πρωτοπαλαιστή Παπαλαζάρου. Εκεί που τον γνώρισα πιτσιρίκος να τραγουδάει µαζί µε τον Γιάννη τον Παπαϊωάννου. Χάραµα όταν τον γνώρισα και ήταν χαρούµενος, χαµογελαστός.Κι όταν τον ρώτησα: «Γιατί τόση ευφορία, δάσκαλε;», µου είπε: «Ανασταίνεται το ρεµπέτικο». Ηταν η χρονιά που στην Πλάκα ο Νταλάρας έκανε τη σπουδαία κατάθεση στο ρεµπέτικο τραγούδι. Από κει και µετά, ένας αριθµός πιτσιρικάδων πήρε το παλιό, τρίχορδο µπουζούκι κι έστηνε παντού ρεµπετάδικα. Στην Πάτρα, ο Μπάµπης Γκολές, στην Αθήνα στα ταβερνάκια ο Μπάµπης Τσέρτος. Από κοντά, στην Πλάκα, ο Κατσιγιάννης. Από Θεσσαλονίκη µεριά, µια άλλη παρέα, ο Χοντρονάκος, που το κράταγε πεισµατάρικα µε τη Μαριώ, κι από δίπλα µια σπάνια φωνή, ο Αγάθων. Γυρνάει ο κυρ-Βασίλης χαµογελαστός και µου λέει: «Είναι να µην είµαι χαρούµενος, ρε πιτσιρή; Το ξεχασµένο ρεµπέτικο ζει, βασιλεύει, κάνει καινούργια πορεία απ’ όλα αυτά τα λεβεντόπαιδα».
«Συννεφιασµένη Κυριακή, µοιάζεις µε την καρδιά µας»
Πόλεµος, Κατοχή. Και ο Τσιτσάνης, µετά το Μέτωπο, ανοίγει στη Θεσσαλονίκη, µαζί µε τον αδελφό της Ζωής, τον Ανδρέα, το περίφηµο «Ουζερί Τσιτσάνη» στην οδό Παύλου Μελά 21. Λίγα τραπεζάκια, µικρό το µαγαζάκι, αλλά ζεστό και ανοιχτό. Στην πόλη αυτή γράφει πολλά µεγάλα τραγούδια, που γραµµοφωνούνται αργότερα και γίνονται µεγάλες επιτυχίες. Ανάµεσα σ’ αυτά και η ιστορική «Συνεφιασµένη Κυριακή». Τότε, για πρώτη φορά, γράφει και κάποια χασικλίδικα τραγούδια, «Της µαστούρας ο σκοπός», «Η λιτανεία του µάγκα», «Το πρωί µε τη δροσούλα», «Ο µπλόκος»… για τα οποία αργότερα δεν θέλει να πολυµιλάει. Ο ίδιος έχει πει: «Εγραψα και χασικλίδικα τραγούδια. Τότε γράφαν όλοι, έγραψα κι εγώ. (...) Εγώ ούτε τη µυρωδιά του δεν άντεχα. Παρ’ όλ’ αυτά, τα τραγούδια αυτά πέρασαν στον κόσµο γιατί είχαν µια δικιά τους αλήθεια και µια µελωδία που σου έκανε συντροφιά µε το πρώτο άκουσµα».Η ειδυλλιακή περίοδος της Θεσσαλονίκης κλείνει για τον Βασίλη µε την έναρξη του Εµφυλίου, το 1946, τότε που κατεβαίνει στην Αθήνα για να ξεκινήσει και πάλι τις γραµµοφωνήσεις. Μια αρµαθιά στο δισάκι του νέων αριστουργηµάτων. Γραµµοφωνεί τη µία επιτυχία µετά την άλλη. Τα τραγούδια του ακούγονται σε όλη την Ελλάδα κι αυτός, ακάµατος εργάτης, δουλεύει νυχθηµερόν για να χτίσει το δικό του οικοδόµηµα.
*Στοιχεία βιογραφικά του Τσιτσάνη πήραµε από το έργο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεµπετολογία» και από το πόνηµα του Γιώργου Λιάνη «Τσιτσάνης»
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής