«Εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων, αγωνιζόμενων πολιτών, των ελεύθερων, αγωνιζόμενων Ελλήνων». Ελάχιστοι από τους αγωνιζομένους ξαναμίλησαν έκτοτε και δεν «ενέπνευσαν» κανέναν στα πολιτικά κόμματα, γιατί νωρίς-νωρίς έγιναν αντιληπτές οι σκοπιμότητές τους, αν και τα μερόνυχτα της φωτιάς μεταξύ 12 και 17 Νοεμβρίου 1973 όσοι κλείνονταν στο ιστορικό κτιριακό συγκρότημα του 19ου αιώνα ούτε ήξεραν πότε θα φύγουν ούτε ήθελαν να φύγουν. Ενώθηκαν, αγκαλιάστηκαν, φοβήθηκαν, έκλαψαν, χτυπήθηκαν βάναυσα, πάλεψαν μέχρι που η ερπύστρια του τανκ συνέθλιψε την κεντρική καγκελόπορτα και τα όπλα στόχευσαν ίσια στα κεφάλια τους. «Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναδείς, θα τους μισήσεις πάλι, έναν μονάχα δεν θα βρεις, τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο, τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο», έγραφε ο Μιχάλης Καρούζος πάνω στα κύματα του πενταγράμμου του Μίκη. Μισό αιώνα μετά, τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» αναζήτησαν τους παρόντες, όσους δεν ατενίζουν το παρελθόν από «ερήμους», όσους κρατούν λογαριασμούς ανοιχτούς. Κι αυτές είναι οι ιστορίες τους.

Κώστας (Ντίνος) και Γιώργος Κάβουρας

Το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου οι καθηγητές έλαβαν οδηγίες να κλείσουν το 3ο Εσπερινό Λύκειο της οδού Κωλέττη. «Μας είπαν να φύγουμε γιατί θα γίνονταν φασαρίες», ξεκινά ο Γιώργος Κάβουρας, τότε μαθητής της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου. Πήγε δίπλα, στο μαγαζί του αδελφού του, στη Θεμιστοκλέους, διότι θα επιβαλλόταν απαγόρευση κυκλοφορίας. «Ολη τη βδομάδα είχε διαδηλώσεις από οικοδόμους, εργάτες, φοιτητές, που μπαινόβγαιναν στο Πολυτεχνείο. Τόσο κόσμο δεν είχαμε ξαναδεί. “Γιατί μαζεύτηκαν τόσο πολλοί;” ρώτησε αφελώς μια περαστική στο Μουσείο κάποιον διαδηλωτή. “Δεν είναι τίποτα, σχόλασε η εκκλησία, συνεχίστε”, της απάντησε εκείνος γελώντας», θυμάται ο κ. Γιώργος. Ο κ. Ντίνος είχε μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα με «καλάθι» για τις δουλειές. «Μετέφερα το ψωμί και στο κάτω μέρος έκρυβα τις αντικαθεστωτικές εφημερίδες, γιατί, αν μας έπιαναν, θα βρίσκαμε μεγάλο μπελά», λέει. Με τη μοτοσυκλέτα κατέβαζε προμήθειες στους καταληψίες και την προηγουμένη τούς είχε στείλει 300 σουβλάκια. «Η γυναίκα μου γεννούσε εδώ από πάνω, στην κλινική του Καραγιάννη, στη Μεσολογγίου, κι εγώ με τον αδελφό μου καθόμασταν στο μαγαζί αγωνιώντας ότι κάτι κακό θα συμβεί. Κοντά στα μεσάνυχτα οι σποραδικοί πυροβολισμοί που ακούγονταν από νωρίς έγιναν πιο συχνοί». Με το ραδιοφωνάκι στ’ αυτί άκουγαν τις εξελίξεις, αλλά και τις εκκλήσεις των φοιτητών από την ερασιτεχνική τους συχνότητα. Η πλατεία γέμισε, ήρθαν πολλοί από την Κυψέλη, την Αχαρνών, τα Πατήσια, το Παγκράτι, το Κολωνάκι. Λίγο μετά τις 2.30 πριν από το χάραμα της 17ης Νοεμβρίου το τανκ σπάει την πόρτα και κινείται μέσα στον χώρο. Η Αλεξάνδρα, η κόρη του κ. Ντίνου, βλέπει για πρώτη φορά το φως της ημέρας. «Τότε ξεκίνησαν να βαράνε στο ψαχνό για τα καλά και δεν σταματούσαν... Ενας πέφτει βαριά πληγωμένος στη Στουρνάρη. Το μαθαίνουμε αμέσως, καβαλάμε το μηχανάκι και προσπαθούμε να πλησιάσουμε. Μάταια. Εριχναν τόσα δακρυγόνα, που κοντέψαμε να πνιγούμε. Τρέχω και φωνάζω τον ξάδελφό μου, που έρχεται με μια Ford Taunus, και έτσι καταφέραμε να βάλουμε μέσα τον άνθρωπο και να τον γλυτώσουμε», αφηγείται ο κ. Γιώργος. Συνάμα, ο κ. Ντίνος ψάχνει για λαβωμένους στη γειτονιά, στην Κάνιγγος, στα Χαυτεία, στην Ομόνοια και τη Νομική. «Δεν φοβόμουνα και όπου μπορούσα βοηθούσα», λέει κοφτά ο ίδιος κλείνοντας την αταίριαστη στον χαρακτήρα του συζήτηση. Αλλωστε, πολλοί -αν όχι όλοι- άνοιξαν τις πόρτες των διαμερισμάτων τους και κατέβαιναν στις εισόδους των πολυκατοικιών να μαζέψουν όσους έβγαιναν τρέχοντας από το κτίριο αναζητώντας κρυψώνα. Ο λόγος στον κ. Γιώργο: «Εγώ φοβήθηκα το μεσημέρι του Σαββάτου, όταν πηγαίνοντας προς το μαγαζί με κάποιον συμμαθητή μου, στρίβοντας από την Τζαβέλλα στη Θεμιστοκλέους, μας βλέπουν οι χωροφυλάκοι κι ένας μάς πυροβολεί με το αυτόματο. Εκεί τα χρειαστήκαμε. Ευτυχώς φυλαχτήκαμε. Δεν είμαι σίγουρος ότι ήθελε να μας χτυπήσει, γιατί σημάδευε πιο ψηλά. Ομως οι σφαίρες πέρασαν ξυστά από πάνω μας...». Από το 1969, όταν άνοιξαν το ομώνυμο εστιατόριο, έως σήμερα οι αδελφοί Κάβουρα ζουν και δραστηριοποιούνται στην περιοχή.

Αλέξης Μαρτζούκος, ηθοποιός

Το χιούμορ, δηλωτικό της πνευματικής καλλιέργειας, δεν έλειψε ποτέ από τον ηθοποιό Αλέξη Μαρτζούκο, τον οποίο τα «Π» συνάντησαν στο περιθώριο συγκέντρωσης διαμαρτυρίας του ΣΕΗ (Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών) στο υπ. Πολιτισμού. Κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Η. Λογοθέτη και η κουβέντα ανάβει. «Στις 15 Νοεμβρίου μπαίνουμε στο Πολυτεχνείο. Είχα πάρει άδεια μερικών 24ώρων από τη μονάδα μου, στον Αυλώνα, όπου υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, και κατέβηκα κάτω για να συμμετάσχω ενεργά στο κίνημα. Φορούσα πολιτικά, κάποιοι φαντάροι όμως είχαν έρθει με τη στολή. Το ίδιο απόγευμα ακούμε στο ραδιόφωνο ότι μας ανακαλούν στην υπηρεσία. Δεν μπορούσα να μη γυρίσω, αφού ούτως ή άλλως είχα δυσμενώς μετατεθεί εκεί από τα Γιάννενα. Φεύγουμε γρήγορα και, όταν επιστρέφω στο στρατόπεδο, με στέλνουν εκτάκτως πάλι πίσω, ως εξωτερική φρουρά στην Πατησίων. Πρωί-πρωί λοιπόν εμφανίζομαι στην κύρια είσοδο του Πολυτεχνείου ως στρατιωτικός! Φυσικά, όσοι με είδαν με αναγνώρισαν και υποψιάστηκαν τα χειρότερα, αφού ήδη -όπως φημολογούνταν- τα τανκς έπαιρναν θέσεις μυστικά εκεί κοντά». Το πρόσωπό του φωτίζει και το γέλιο του ετοιμάζεται να ξεχυθεί. «Ειδοποιούσα όσο περισσότερους μπορούσα. Κάποια στιγμή επιδίωξα να πλησιάσω μια φίλη που την προηγουμένη ήμασταν μαζί στη συνέλευση. Δεν με αναγνώρισε και έτρεξε φοβούμενη μήπως τη συλλάβω. Της φώναζα ενώπιον των αξιωματικών: “Αλίκη, Αλίκη, πού πας; Στάσου, ο Αλέξης είμαι...”. Με τα πολλά γύρισε και, ενώ εμείς αστειευόμασταν, η Ασφάλεια… έγραφε». Ούτε συνελήφθη ούτε φυλακίστηκε, αλλά μέχρι να απολυθεί, τράβηξε τα μύρια όσα. Κομπιάζει, δεν θέλει να τα μοιραστεί. Κι εκεί παρεμβαίνει ο Η. Λογοθέτης: «Επειδή ήξερε ότι όσο και να μας βασάνιζαν δεν θα μιλούσαμε, μπαινόβγαινε στα σπίτια μας χωρίς να τον παρακολουθούν, μετέφερε στις μανάδες μας όσα μάθαινε για μας κι άλλαζε επιδέξια τα εξώφυλλα των βιβλίων, ώστε να περνούν από τη λογοκρισία στην πύλη και να τα διαβάζουμε».

Ηρακλής Λογοθέτης, συγγραφέας - Ο φόβος, ο ηρωισμός και η ανάκριση στο «Τμήμα Ευγενείας»

Στις 10 το πρωί της Πέμπτης 15 Νοεμβρίου, ο νεαρός εργάτης εργοστασίου υαλουργίας Ηρακλής Λογοθέτης εισέρχεται στο Πολυτεχνείο. Η σοβούσα ένταση αναπέμπει σε βρασμό νερού, που σε πρώτο στάδιο δεν φαίνεται ότι θερμαίνεται και έπειτα από ώρα αναδύεται η πρώτη φυσαλίδα, η δεύτερη, η τρίτη κ.ο.κ. «Είχαν συσσωρευτεί πολλά, γι’ αυτό και ξάφνιασε η αμεσότητα και σφοδρότητα των αντιδράσεων», αναφέρει σήμερα ο συγγραφέας-κριτικός, παλαιός συνεργάτης του ομίλου των «Π». Μέρες τώρα, όσοι συμμετείχαν στις διεργασίες αντιλαμβάνονταν πως ο συνεχώς αυξανόμενος όγκος διαμαρτυρομένων, ο πολλαπλασιαζόμενος, μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο με μαζική καταστολή. Ξεκινά: «Μέσα βρήκαμε τον Γιάννη τον Φελέκη, τον Γιάννη τον Νίκα και με τον Κωστή τον Λαμπρόπουλο καταλάβαμε το γραφείο του καθηγητή Σκουλικίδη... Ολοι φοβόμασταν και ο φόβος καταλήγει ή σε πανικό φυγής ή σε ηρωισμό δεύτερης τάξης. Δεύτερης διότι δίναμε θάρρος ο ένας στον άλλον, ενώ ο πρώτης τάξης ηρωισμός είναι αμιγώς προσωπικός». Ξεκαθαρίζει: «Κανένας δεν μας κατηύθυνε, ούτε κανείς μας θα δεχόταν να κατευθυνθεί. Με το που βρεθήκαμε τόσοι άνθρωποι μαζί από διαφορετικούς χώρους, οι “γραμμές” κατέρρευσαν». Το βράδυ, η κεντρική είσοδος, όπως και οι πόρτες παραπλεύρως, στην Τοσίτσα και τη Στουρνάρη, έμειναν ανοιχτές και πολίτες έφερναν φαγητά, νερά, φάρμακα, κουβέρτες, ρούχα, σαπούνια. Το σκηνικό συνέθεταν οι συζητήσεις, το πάθος, η αναζήτηση νεότερων ειδήσεων, οι πολλές επιφυλάξεις για την απουσία της Αστυνομίας και τα πρώτα σημάδια ανησυχίας από τα επεισόδια στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, στη διασταύρωση της 3ης Σεπτεμβρίου με τη Μάρνη. Ετσι, δύσκολα, ξημέρωσε και πέρασε η Παρασκευή, ώσπου κοντά στα μεσάνυχτα κροτάλισαν τα όπλα από την ταράτσα του «Ακροπόλ». «Από εκεί έριχναν. Ο πρώτος που έπεσε δίπλα μου ήταν ο Γιώργος ο Οικονόμου (σ.σ.: μετέπειτα πανεπιστημιακός). Του έριξαν πισώπλατα, τον πήγαμε αμέσως στο ιατρείο μας και από εκεί τον μετέφερε ασθενοφόρο στο “Ρυθμιστικό” (το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο). Οταν αποφασίσαμε να βγούμε, κοντά στις 4 το πρωί, όσοι έτρεξαν προς την Ομόνοια πυροβολήθηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και συνελήφθησαν. Κάποιοι κινηθήκαμε προς το Πεδίον του Αρεως. Εκεί μας περίμενε κόσμος για βοήθεια. Εμένα με πήρε, επί αρκετές ημέρες, ένα νεαρό ζευγάρι στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη». Λύτρωση η φυλακή Το μαρτύριό του θα συνεχιζόταν. «Κρυβόμασταν σε διάφορα μέρη επί 2,5 μήνες, αλλά μας έψαχναν επίμονα. Τελικά, μας συνέλαβαν τον Φεβρουάριο του ‘74 και περάσαμε ανάκριση στο “Tμήμα Ευγενείας”. Οντως, τα κρατητήρια της Ασφάλειας Πειραιά ήταν στην παραλιακή συνοικία της Δραπετσώνας», λέει με πικρό χιούμορ. Κυρίως τους χτυπούσαν οι στρατιωτικοί, στρατονόμοι και υπαξιωματικοί. Η φυλακή ήταν λυτρωτική: «...Χάρηκα τόσο πολύ που με έστειλαν στον Κορυδαλλό, γιατί σταμάτησαν να με χτυπάνε και να με βασανίζουν». Εως την αποφυλάκισή του, δύο μέρες μετά την αποκατάσταση του πολιτεύματος, προσπαθούσε να συνέλθει από το πολυήμερο μαρτύριο του ξυλοδαρμού. Ο Ηλ. Λογοθέτης κατοικεί επί σειρά ετών στην οδό Τοσίτσα, πλησίον της παλαιάς Ασφάλειας. «Μετά τη Μεταπολίτευση γίναμε αποδέκτες κομματικών προσκλήσεων. Μόνο 50-60 από τους 1.500 δέχτηκαν. Τα αποφύγαμε, γιατί αηδιάσαμε νωρίς-νωρίς».

 

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά