Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 100 ετών, άφησε ένας από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς της αµερικανικής ιστορίας, ο εµβληµατικός διπλωµάτης Χένρι Κίσινγκερ, στο σπίτι του στο Κονέκτικατ, όπως ανακοίνωσε το ίδρυµα που δηµιούργησε το 1973 και φέρει το όνοµά του. Βασικός διαµορφωτής της αµερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα χρόνια του Ψυχρού Πολέµου, ο Χένρι Κίσινγκερ, γόνος οικογένειας Γερµανοεβραίων, «πέθανε στο σπίτι του στο Κονέκτικατ», αναφέρει η ανακοίνωση. Μία από τις πιο ισχυρές και πλέον αµφιλεγόµενες προσωπικότητες της διεθνούς διπλωµατίας, είχε υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών των Ηνωµένων Πολιτειών από το 1973 έως το 1977 υπό τους προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον (1973- 1974) και Τζέραλντ Φορντ (1974-1977), ενώ από το 1969 έως το 1975 υπηρέτησε και ως σύµβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ στην προεδρία Νίξον και στην προεδρία Φορντ.
Ο Κίσινγκερ υπήρξε µέλος του Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος, ενώ το 2002 διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής που συστάθηκε προκειµένου να διερευνηθούν οι τροµοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεµβρίου στις ΗΠΑ. Φηµισµένος για τις διαπραγµατευτικές του ικανότητες, ο Χένρι Κίσινγκερ γεννούσε τόσο θαυµασµό όσο και µίσος. Στα 93 του επανήλθε στην πολιτική σκηνή ως σύµβουλος του Ντόναλντ Τραµπ, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016. Πρόσφατα, προειδοποίησε για τις δραµατικές συνέπειες από τη «γιγάντωση» της Τεχνητής Νοηµοσύνης, «που θα µπορούσε να προκαλέσει καταστροφές για την ανθρωπότητα», ενώ δεν έκρυψε την άποψή του για τις εξελίξεις στην Ουκρανία επαινώντας τον Βολοντίµιρ Ζελένσκι. Γνωστός playboy στα νεανικά του χρόνια στο Καπιτώλιο, ο Κίσινγκερ παντρεύτηκε δύο φορές και φλέρταρε µε αρκετές διασηµότητες, κερδίζοντας τον τίτλο του «µεγαλύτερου γλεντζέ της Ουάσινγκτον».
Αµερικανική ρεαλπολιτίκ
Ο Κίσινγκερ υπήρξε από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές της ρεαλπολιτίκ, της σχολής του ρεαλισµού στις διεθνείς σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους πρέπει να χαράσσεται µε αποκλειστικό γνώµονα το εθνικό συµφέρον, αγνοώντας παράγοντες όπως οι ηθικοφιλοσοφικές πεποιθήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή τα ανθρώπινα δικαιώµατα. Για τον Χένρι Κίσινγκερ «ανθρώπινα δικαιώµατα» και «παγκόσµια εξάπλωση της δηµοκρατίας» δεν ήταν παρά «επικίνδυνες αφέλειες», που φανερώνουν άγνοια για το πώς λειτουργεί ο κόσµος.
«Η δύναµη», του άρεσε να λέει, «είναι το απόλυτο αφροδισιακό». «Μία χώρα που απαιτεί ηθική τελειότητα στην εξωτερική της πολιτική δεν θα επιτύχει ούτε τελειότητα ούτε ασφάλεια», ανέφερε συχνά, χρησιµοποιώντας τη διπλωµατία για να επιτύχει πρακτικούς στόχους αντί να προωθήσει υψηλά ιδανικά. Οι υποστηρικτές του είπαν ότι η ρεαλιστική του αυτή τάση εξυπηρετούσε τα συµφέροντα των ΗΠΑ. Οι επικριτές του τον κατηγορούσαν για µακιαβελική προσέγγιση, που ερχόταν σε αντίθεση µε τα δηµοκρατικά ιδεώδη.
Το Βιετνάµ
Η υπογραφή της συµφωνίας κατάπαυσης του πυρός στον πόλεµο του Βιετνάµ ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή, όταν απένειµε στον Κίσινγκερ το Νόµπελ Ειρήνης το 1973. Η βράβευση θα παραµείνει ίσως η πιο αµφιλεγόµενη στην Ιστορία, αφού επικριτές του Χένρι Κίσινγκερ απαιτούσαν για χρόνια να δικαστεί για εγκλήµατα πολέµου, καταγγέλλοντας τον σκοτεινό ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι µαζικοί βοµβαρδισµοί των ΗΠΑ στην Καµπότζη, ή η αµερικανική υποστήριξη στον Ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάµεων του οποίου στο Ανατολικό Τιµόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.
Η Μεγαλόνησος
Για την Ελλάδα και την Κύπρο το όνοµα του Κίσινγκερ συνδέθηκε µε την τουρκική εισβολή το 1974 για τη χαρακτηριστική αδράνειά του ως ΥΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ, µε επίσηµα έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτµεντ, που πλέον έχουν αποδεσµευθεί, να αποδεικνύουν τον σκοτεινό του ρόλο στην τραγωδία της Μεγαλονήσου. Το πραξικόπηµα των συνταγµαταρχών στην Κύπρο µπορούσε και να προβλεφθεί και να αποτραπεί, ωστόσο ο ΥΠ.ΕΞ. των ΗΠΑ αποφάσισε να ακολουθήσει την πιο ριψοκίνδυνη οδό, επιλέγοντας να τηρήσει στάση αναµονής, η οποία παρείχε το πρόσχηµα για την τουρκική εισβολή.
Μετά την εισβολή, οι επίσηµες δηλώσεις του Στέιτ Ντιπάρτµεντ χάραζαν µια ευνοϊκή στροφή υπέρ της, ενώ στις συνοµιλίες της Γενεύης, µετά την κατάπαυση του πυρός, οι Αµερικανοί δεν συγκράτησαν τους Τούρκους, οι οποίοι εξαπέλυσαν δεύτερη εισβολή στην Κύπρο. Η αδρανής στάση των ΗΠΑ, τόσο πριν όσο και µετά την εισβολή, θεωρήθηκε από τον ευρύτερο ελληνικό πολιτικό χώρο ως µεροληπτικά ευνοϊκή υπέρ της Τουρκίας. «∆εν υπάρχει κάποιος αµερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου», είχε πει χωρίς περιστροφές στον νεοορκισθέντα πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέραλντ Φορντ.