Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: Η απόπειρα δολοφονίας που τον καθήλωσε στο αναπηρικό αμαξίδιο το 1990
Ο πάλαι ποτέ ισχυρός άντρας της ευρωπαϊκής οικονομίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 81 ετών - Η σφαίρα που του άλλαξε τη ζωή
Mία από τις σημαντικότερες και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της σύγχρονης Ευρώπης, ο πάλαι ποτέ ισχυρός άντρας της ευρωπαϊκής οικονομίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πέθανε το πρωί της Τετάρτης (27/12/2023) σε ηλικία 81 ετών, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε αποχωρήσει στα 79 του χρόνια από την πρώτη γραμμή της πολιτικής, έπειτα από 19 χρόνια σε υπουργεία, δύο χρόνια στην ηγεσία του CDU και εννέα στον ρόλο του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Φυσικά, σταθμός στη ζωή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν η απόπειρα δολοφονίας η οποία τον καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι.
Τον Οκτώβριο του 1990 η Γερμανία βρισκόταν σε προεκλογικό πυρετό. Στις 2 Δεκεμβρίου θα διεξάγονταν οι πρώτες εκλογές μετά τη Γερμανική ενοποίηση, τις οποίες είχε προκηρύξει ο χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Χέλμουτ Κολ -ο αρχιτέκτονας της Γερμανικής Ενοποίησης, ελπίζοντας σε μία θριαμβευτική επικράτηση της κεντροδεξιάς κυβερνητικής συμμαχίας, που την αποτελούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU), οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU) και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP).
O Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Κολ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας 48χρονος πρώην εφοριακός και επίδοξος δελφίνος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Βάδης - Βυρτεμβέργης, διεκδικώντας μία ακόμη επανεκλογή στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 1972, σε ηλικία 30 ετών. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου βρέθηκε στο Όπεναου, ένα όμορφο κεφαλοχώρι στο Μέλανα Δρυμό, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, που ψηφίζει παραδοσιακά Χριστιανοδημοκράτες. Στους 300 ενθουσιώδεις ψηφοφόρους του, που πήγαν στην τοπική μπυραρία για να τον ακούσουν και ο παρολίγον δολοφόνος του.
Γύρω στις 10 το βράδυ και μετά το τέλος της ομιλίας του, ο Σόιμπλε άρχισε να συνομιλεί χαλαρά με τους ψηφοφόρους του. Τότε, ο 31χρονος βοηθός τοπογράφου Ντίτερ Κάουφμαν έβγαλε από το δερμάτινο μπουφάν του ένα 38άρι περίστροφο τύπου Smith &Wesson και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος του Σόιμπλε.
Δύο από τις σφαίρες πέτυχαν τον Σόιμπλε, η μία στη δεξιά παρειά και η άλλη στη σπονδυλική στήλη, ενώ η τρίτη τραυμάτισε έναν από τους σωματοφύλακές του. Ο δημοσιογράφος και φίλος του Χανς-Πέτερ Σιτζ, που ήταν παρών, ανακαλεί στη μνήμη του το περιστατικό: «Αρχικά νόμιζα ότι έσκασαν δύο μπαλόνια, που ήταν άφθονα στην αίθουσα, μέχρις ότου είδα τον Σόιμπλε να σωριάζεται δίπλα μου και να ψελλίζει “δεν αισθάνομαι το πόδι μου”».
Ο αιφνιδιασμός της αστυνομίας ήταν πλήρης, καθώς δεν μπόρεσε να προστατεύσει τον πολιτικό της προϊστάμενο. Η γερμανική αστυνομία είχε και ένα άλλο λόγο να φρουρεί στενά τον Σόιμπλε, καθώς λίγους μήνες πριν είχε πέσει θύμα απόπειρας δολοφονίας και ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία Όσκαρ Λαφοντέν.
Ο Σόιμπλε μεταφέρθηκε αμέσως στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Φράιμπουργκ, όπου ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου των γιατρών για να τον κρατήσουν στη ζωή. Το κατάφεραν, αλλά με τίμημα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε αναπηρική πολυθρόνα. Η δεύτερη σφαίρα που έπληξε τη σπονδυλική του στήλη είχε κάνει όλη τη ζημιά. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν μπορούσε πλέον να παίζει τένις και ποδόσφαιρο και να κάνει σκι, τρία σπορ που τόσο αγαπούσε.
Ο δράστης της επίθεσης Ντίτερ Κάουφμαν ήταν γιος δημάρχου της περιοχής και στα νιάτα του, θέλοντας να αναζητήσει την προσωπική του ελευθερία και την αυτοεπιβεβαίωση, έφυγε από τη Γερμανία και έζησε για πολλά χρόνια στην Ασία. Μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τα οποία του δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα. Στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν δήλωσε ότι ήθελε να εκδικηθεί το γερμανικό κράτος για τον «ψυχολογικό και σωματικό τρόμο», που του ασκούσε και επέλεξε ως προσωποποίησή του τον Υπουργό Εσωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Τον Μάιο του 1991 προσήχθη σε δίκη, αλλά κρίθηκε ανίκανος για τον καταλογισμό της πράξης του, επειδή έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. Κλείσθηκε σε ψυχιατρείο και αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους το φθινόπωρο του 2004.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής στις εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου 1990 και συνέχισε την πολιτική του καριέρα από το αναπηρικό καροτσάκι του. Η δημοφιλία του αυξήθηκε κατακόρυφα στις 12 Οκτωβρίου 1995, όταν συγχώρεσε δημοσίως τον παρ’ ολίγον δολοφόνο του.
Πιθανόν να είχε περάσει το κατώφλι της καγκελαρίας, αν οι Χριστιανοδημοκράτες δεν έχαναν τις εκλογές του 1998 και δεν βρισκόταν στον δρόμο του η ανατολικογερμανίδα Άγκελα Μέρκελ.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκτός από κυβερνητικό στέλεχος, ασχολήθηκε ενεργά με το αναπηρικό κίνημα. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παραπληγικών Γερμανίας (DSQ) και του Διεθνούς Ερευνητικού Ινστιτούτου για τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1942 στο Φράιμπουργκ. Αποφάσισε να σπουδάσει οικονομικές και νομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Το 1971 του απονεμήθηκε και ο τίτλος του διδάκτορα της νομικής από το ομώνυμο πανεπιστήμιο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργάστηκε ως δικηγόρος και αργότερα ως εφοριακός. Το 1969 παντρεύεται την Ίνγκεμποργκ Σόιμπλε, οικονομολόγο στο επάγγελμα, και αποκτούν τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και ένα γιο.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν Γερμανός πολιτικός της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας (Bundestag).
Από το 1984 μέχρι το 1991 ήταν Υπουργός της Κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ, αρχικά ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Υποθέσεων και Αρχηγός της Καγγελαρίας κι έπειτα ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών. Από το 1991 έως το 2000, ήταν αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στο κοινοβούλιο και από το 1998 έως το 2000 ήταν αρχηγός του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Διετέλεσε και πάλι Υπουργός Εσωτερικών κατά την πρώτη θητεία της Μέρκελ μεταξύ των ετών 2005 και 2009, ενώ στη συνέχεια για οκτώ χρόνια ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών κατά τη δεύτερη και τρίτη κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ.
Ο Σόιμπλε ήταν ο γιος ενός υπαλλήλου της εφορίας. Είναι ο μεσαίος από τρεις αδερφούς. Αφού έλαβε απολυτήριο λυκείου το 1961, ο Σόιμπλε σπούδασε Νομική και Οικονομικά στα Πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ και του Αμβούργου από τα οποία αποφοίτησε το 1966 και το 1970 εργάστηκε ως εφοριακός και ως δικηγόρος, αφού πρώτα πέτυχε στις κρατικές εξετάσεις.
Το 1971 έλαβε το διδακτορικό του στη Νομική, με μια εργασία που είχε τίτλο "Η επαγγελματική νομική κατάσταση του ορκωτού λογιστή στις λογιστικές επιχειρήσεις".
Ο Σόιμπλε εισήλθε στην τοπική αυτοδιοίκηση στο κράτος της Βάδης-Βυρεμβέργης και τελικά κατέληξε να γίνει ανώτερος διοικητικός υπάλληλος της φορολογικής υπηρεσίας του Φράιμπουργκ. Στη συνέχεια άσκησε τη δικηγορία στο περιφερειακό δικαστήριο του Όφενμπουργκ, από το 1978 έως το 1984.
Πληροφορίες από το sansimera.gr
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε αποχωρήσει στα 79 του χρόνια από την πρώτη γραμμή της πολιτικής, έπειτα από 19 χρόνια σε υπουργεία, δύο χρόνια στην ηγεσία του CDU και εννέα στον ρόλο του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Φυσικά, σταθμός στη ζωή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν η απόπειρα δολοφονίας η οποία τον καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι.
Το χρονικό της απόπειρας δολοφονίας κατά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλεπου τον καθήλωσε στο αναπηρικό αμαξίδιο
Τον Οκτώβριο του 1990 η Γερμανία βρισκόταν σε προεκλογικό πυρετό. Στις 2 Δεκεμβρίου θα διεξάγονταν οι πρώτες εκλογές μετά τη Γερμανική ενοποίηση, τις οποίες είχε προκηρύξει ο χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Χέλμουτ Κολ -ο αρχιτέκτονας της Γερμανικής Ενοποίησης, ελπίζοντας σε μία θριαμβευτική επικράτηση της κεντροδεξιάς κυβερνητικής συμμαχίας, που την αποτελούσαν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU), οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU) και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP).O Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Κολ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας 48χρονος πρώην εφοριακός και επίδοξος δελφίνος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, περιόδευε στην εκλογική του περιφέρεια στο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Βάδης - Βυρτεμβέργης, διεκδικώντας μία ακόμη επανεκλογή στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 1972, σε ηλικία 30 ετών. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου βρέθηκε στο Όπεναου, ένα όμορφο κεφαλοχώρι στο Μέλανα Δρυμό, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, που ψηφίζει παραδοσιακά Χριστιανοδημοκράτες. Στους 300 ενθουσιώδεις ψηφοφόρους του, που πήγαν στην τοπική μπυραρία για να τον ακούσουν και ο παρολίγον δολοφόνος του.
Γύρω στις 10 το βράδυ και μετά το τέλος της ομιλίας του, ο Σόιμπλε άρχισε να συνομιλεί χαλαρά με τους ψηφοφόρους του. Τότε, ο 31χρονος βοηθός τοπογράφου Ντίτερ Κάουφμαν έβγαλε από το δερμάτινο μπουφάν του ένα 38άρι περίστροφο τύπου Smith &Wesson και πυροβόλησε τρεις φορές προς το μέρος του Σόιμπλε.
Δύο από τις σφαίρες πέτυχαν τον Σόιμπλε, η μία στη δεξιά παρειά και η άλλη στη σπονδυλική στήλη, ενώ η τρίτη τραυμάτισε έναν από τους σωματοφύλακές του. Ο δημοσιογράφος και φίλος του Χανς-Πέτερ Σιτζ, που ήταν παρών, ανακαλεί στη μνήμη του το περιστατικό: «Αρχικά νόμιζα ότι έσκασαν δύο μπαλόνια, που ήταν άφθονα στην αίθουσα, μέχρις ότου είδα τον Σόιμπλε να σωριάζεται δίπλα μου και να ψελλίζει “δεν αισθάνομαι το πόδι μου”».
Ο αιφνιδιασμός της αστυνομίας ήταν πλήρης, καθώς δεν μπόρεσε να προστατεύσει τον πολιτικό της προϊστάμενο. Η γερμανική αστυνομία είχε και ένα άλλο λόγο να φρουρεί στενά τον Σόιμπλε, καθώς λίγους μήνες πριν είχε πέσει θύμα απόπειρας δολοφονίας και ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία Όσκαρ Λαφοντέν.
Ο Σόιμπλε μεταφέρθηκε αμέσως στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Φράιμπουργκ, όπου ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου των γιατρών για να τον κρατήσουν στη ζωή. Το κατάφεραν, αλλά με τίμημα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε αναπηρική πολυθρόνα. Η δεύτερη σφαίρα που έπληξε τη σπονδυλική του στήλη είχε κάνει όλη τη ζημιά. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν μπορούσε πλέον να παίζει τένις και ποδόσφαιρο και να κάνει σκι, τρία σπορ που τόσο αγαπούσε.
Ο δράστης της επίθεσης Ντίτερ Κάουφμαν ήταν γιος δημάρχου της περιοχής και στα νιάτα του, θέλοντας να αναζητήσει την προσωπική του ελευθερία και την αυτοεπιβεβαίωση, έφυγε από τη Γερμανία και έζησε για πολλά χρόνια στην Ασία. Μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, τα οποία του δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα. Στους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν δήλωσε ότι ήθελε να εκδικηθεί το γερμανικό κράτος για τον «ψυχολογικό και σωματικό τρόμο», που του ασκούσε και επέλεξε ως προσωποποίησή του τον Υπουργό Εσωτερικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Τον Μάιο του 1991 προσήχθη σε δίκη, αλλά κρίθηκε ανίκανος για τον καταλογισμό της πράξης του, επειδή έπασχε από βαριάς μορφής σχιζοφρένεια. Κλείσθηκε σε ψυχιατρείο και αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους το φθινόπωρο του 2004.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξελέγη πανηγυρικά βουλευτής στις εκλογές της 2ας Δεκεμβρίου 1990 και συνέχισε την πολιτική του καριέρα από το αναπηρικό καροτσάκι του. Η δημοφιλία του αυξήθηκε κατακόρυφα στις 12 Οκτωβρίου 1995, όταν συγχώρεσε δημοσίως τον παρ’ ολίγον δολοφόνο του.
Πιθανόν να είχε περάσει το κατώφλι της καγκελαρίας, αν οι Χριστιανοδημοκράτες δεν έχαναν τις εκλογές του 1998 και δεν βρισκόταν στον δρόμο του η ανατολικογερμανίδα Άγκελα Μέρκελ.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εκτός από κυβερνητικό στέλεχος, ασχολήθηκε ενεργά με το αναπηρικό κίνημα. Υπήρξε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παραπληγικών Γερμανίας (DSQ) και του Διεθνούς Ερευνητικού Ινστιτούτου για τις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης.
Ποιος ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1942 στο Φράιμπουργκ. Αποφάσισε να σπουδάσει οικονομικές και νομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Το 1971 του απονεμήθηκε και ο τίτλος του διδάκτορα της νομικής από το ομώνυμο πανεπιστήμιο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εργάστηκε ως δικηγόρος και αργότερα ως εφοριακός. Το 1969 παντρεύεται την Ίνγκεμποργκ Σόιμπλε, οικονομολόγο στο επάγγελμα, και αποκτούν τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και ένα γιο.Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν Γερμανός πολιτικός της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας (Bundestag).
Από το 1984 μέχρι το 1991 ήταν Υπουργός της Κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ, αρχικά ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Ειδικών Υποθέσεων και Αρχηγός της Καγγελαρίας κι έπειτα ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών. Από το 1991 έως το 2000, ήταν αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης στο κοινοβούλιο και από το 1998 έως το 2000 ήταν αρχηγός του κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Διετέλεσε και πάλι Υπουργός Εσωτερικών κατά την πρώτη θητεία της Μέρκελ μεταξύ των ετών 2005 και 2009, ενώ στη συνέχεια για οκτώ χρόνια ως Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών κατά τη δεύτερη και τρίτη κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ.
Ο Σόιμπλε ήταν ο γιος ενός υπαλλήλου της εφορίας. Είναι ο μεσαίος από τρεις αδερφούς. Αφού έλαβε απολυτήριο λυκείου το 1961, ο Σόιμπλε σπούδασε Νομική και Οικονομικά στα Πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ και του Αμβούργου από τα οποία αποφοίτησε το 1966 και το 1970 εργάστηκε ως εφοριακός και ως δικηγόρος, αφού πρώτα πέτυχε στις κρατικές εξετάσεις.
Το 1971 έλαβε το διδακτορικό του στη Νομική, με μια εργασία που είχε τίτλο "Η επαγγελματική νομική κατάσταση του ορκωτού λογιστή στις λογιστικές επιχειρήσεις".
Ο Σόιμπλε εισήλθε στην τοπική αυτοδιοίκηση στο κράτος της Βάδης-Βυρεμβέργης και τελικά κατέληξε να γίνει ανώτερος διοικητικός υπάλληλος της φορολογικής υπηρεσίας του Φράιμπουργκ. Στη συνέχεια άσκησε τη δικηγορία στο περιφερειακό δικαστήριο του Όφενμπουργκ, από το 1978 έως το 1984.
Πληροφορίες από το sansimera.gr