Λίγες ώρες πριν από την άγια νύχτα των Χριστουγέννων, η βαριά και απροσπέλαστη είσοδος στο πάνθεον των εθνικών τραγουδιστών άνοιγε για να υποδεχτεί θριαμβευτικά τον τελευταίο γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη της Ελλάδας, τον Βασίλη Καρρά.

Διαβάστε ακόμα: Συγκλονίζει ο Νίκος Ζωιδάκης στο Secret των Παραπολιτικών για τον Βασίλη Καρρά: “Μου ζήτησε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να του πω τα κάλαντα με τη λύρα”

Βασίλης Καρράς, ο γνήσιος λαϊκός καλλιτέχνης της Ελλάδας

Ο Βασίλης Καρράς κατέκτησε την αιώνια μνήμη έχοντας πετύχει έναν τεράστιο άθλο: να περάσει από τις συμπληγάδες πέτρες των ιερών τεράτων της λαϊκής μουσικής, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Στράτος Διονυσίου, και να σταθεί ισότιμα ενώπιόν τους, την ώρα που χαμήλωναν τα φώτα της ζωής του, λέγοντάς τους: «Καλησπέρα και καλή βραδιά. Ηρθα».

Ο Βασίλης Καρράς κατάφερε να αντικρίσει στα ίσα τα είδωλά του, τον Στέλιο και τον Στράτο, που έμελλε να παίξουν καθοριστικό ρόλο στης ζωής του το ταξίδι, μέσα από τη θετική σκοπιά των παιχνιδιών της μοίρας, δίχως ποτέ να τον κατηγορήσει κανείς πως έστησε την καριέρα του παριστάνοντας τον «μίμο» του ενός ή του άλλου.

Το λαϊκό γίνεται πιο αληθές όταν ο ερμηνευτής διαθέτει βιωματικές παραστάσεις, συναισθηματική, αλλά και διαπροσωπική νοημοσύνη υψηλού επιπέδου, όχι για να καυχιέται εγωιστικά πως εκφράζεται τραγουδώντας, αλλά μέσα από το μεγαλείο της ταπεινότητάς του να νιώθει πως εκφράζει με τη φωνή του και αυτούς που δεν «ακούγονται».

Και αυτό είναι το χάρισμα των λαογέννητων καλλιτεχνών, που η διασημότητά τους δεν είναι αποτέλεσμα εργαστηριακής κατασκευής, αλλά αγώνας αντοχής και επιβίωσης σε αδιανόητα χιλιομετρικά νυχτέρια, που καλύπτουν όλες τις πιάτσες του κοινωνικού γίγνεσθαι. Με την αυθεντικά απλή μέθοδο της προσωπικής συναναστροφής.

Ετσι, λοιπόν, ο Βασίλης Καρράς, πριν το άστρο του εισέλθει στη λεωφόρο των συστημικών τραγουδιστών της νυχτερινής Αθήνας και το όνομά του μπει πρώτο στις φανταχτερές μαρκίζες της πρωτεύουσας, είχε ήδη χτίσει στη Θεσσαλονίκη τη δική του αυτοκρατορία της καψούρας, πιάνοντας με τα ραντάρ της καλλιτεχνικής του ενσυναίσθησης τους «αόρατους» της αγάπης, τους περιφρονεμένους του έρωτα και τους θλιμμένους της ζωής.

Αυτόπτης μάρτυρας στα συντρίμμια της ζωής τους, εξελίχθηκε σε έμπειρο συλλέκτη της ψυχοσύνθεσής τους, ανακαλύπτοντας διαμάντια εκεί που οι άλλοι έβλεπαν σκουπίδια. Ισως ο τρόπος με τον οποίο είχε συλλάβει το νόημα της ζωής αποτυπώνεται στους στίχους ενός τραγουδιού του με τίτλο «Τα καλύτερα ταξίδια».

«Εκεί που μου ’πανε ποτέ μου να μην πάω εκεί που λέγανε ποτέ μην ακουμπάω Στα σκουπίδια, εκεί έχω κάνει τα καλύτερα ταξίδια εκεί με κέρασαν καπνό, φιλιά και ξίδια όταν χαρμάνιαζε μονάχη η καρδιά Στα σκουπίδια, βρήκα διαμάντια που οι άλλοι είχαν πετάξει, φίλους και έρωτες που χρόνια είχα ψάξει. Μες στα σκουπίδια ήταν όλοι τελικά, εκεί συχνάζουν τα καλύτερα παιδιά».

Τα σκήπτρα του βασιλιά της νυχτερινής διασκέδασης στον Βασίλη Καρρά τα προσέφερε πρώτα ο κόσμος και μετά άρχισαν να ξεπηδούν τριγύρω του οι χαριτωμένοι αρλεκίνοι των διαφημιστικών και δισκογραφικών εταιρειών, τους οποίους, επειδή ακριβώς δεν ήταν χθεσινός και άβγαλτος, ήξερε να τους μεταχειρίζεται με τη δέουσα μαεστρία, για να μη χάσει πρωτίστως την ταπεινή του κοινωνική υπόσταση, που υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Αλλωστε, είχαν δει τόσα τα μάτια του στα πρώτα είκοσι χρόνια της «δημιουργικής μοναξιάς» στην καριέρα του στη Θεσσαλονίκη, που ήξερε να «κόβει φάτσες», να «αξιολογεί προθέσεις» και να «αποφεύγει κόλακες».


Η «μούρλια»

Δεν έφτασε ψηλά με δανεικά φτερά. Δεν τον έφτιαξαν καλλιτέχνη οι κυνηγοί ταλέντων. Μόνος του το πάλευε από τότε που τον έπιασε η «μούρλια», όπως συνήθιζε να λέει, να γίνει τραγουδιστής. Σε ηλικία 8 ετών στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, τέλη της δεκαετίας του 1950, άκουσε για πρώτη φορά σε ένα γαμήλιο γλέντι που γινόταν στο χωριό το σουξέ του Στέλιου Καζαντζίδη «Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω». Αποστήθισε τα λόγια και ήθελε να τα πει για να τον ακούσουν όλοι στον παιδικό του περίγυρο, αλλά με «επαγγελματικό» τρόπο. Στο τραπέζι της σάλας η μάνα του είχε μια φρουτιέρα, που στο πάνω μέρος της έχει το σχήμα του χωνιού. Εσπασε τη βάση της και τη μετέτρεψε σε μικροφωνική ντουντούκα, αρχίζοντας να τραγουδά πρώτη φορά ενώπιον των φίλων του το άσμα του Στ. Καζαντζίδη.

Εκείνη τη μέρα θα τη θυμάται για το υπόλοιπο της ζωής του, καθώς όσο η μητέρα του τον έδερνε επειδή «έκλαιγε» τη φρουτιέρα τόσο ο ίδιος χαιρόταν που άκουγε την ηχώ του μέσα από την ερασιτεχνική πατέντα που είχε επινοήσει, προκειμένου να δώσει το πρώτο του ρεσιτάλ ως μαθητευόμενος μάγος στο λαϊκό ρεπερτόριο, ερμηνεύοντας «Το τελευταίο βράδυ μου». Παιδί της μετεμφυλιακής φτώχειας, η ανάγκη για επιβίωση τον έκανε άνδρα από 10 ετών. Το 1963 μετακόμισε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Ξενοδούλευε η μάνα του καθαρίζοντας σπίτια, ενώ ο πατέρας του ήταν εργάτης στο γιαπί. Στο μεροκάματο κάθε πρωί και ο ίδιος, σε συνεργεία αυτοκινήτων. «Το πρώτο μου επάγγελμα ήταν μουντζούρης», δήλωνε σε συνεντεύξεις του, καθώς από τα γράσα και τα λάδια γινόταν κατάµαυρος. Κι όµως, ούτε αυτή η δουλειά ήταν τυχαία για τη µετέπειτα καριέρα του.

Οταν έκανε τα πρώτα του επαγγελµατικά βήµατα και σκέφτηκε να αλλάξει το επίθετό του για να εµφανιστεί στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας», η πρώτη του επιλογή ήταν από Βασίλης Κεσογλίδης να «πλασαριστεί» στην πιάτσα µε το όνοµα «Βασίλης Μαύρος», επειδή υπήρχε συσχετισµός µε το «µουντζούρης». Τελικά, αντί για το «Μαύρος», προτίµησε το «Καρράς». Μάλιστα, την ιστορία αυτή την είχε αφηγηθεί ένα βράδυ στο γραφείο του εκδότη µας, Γ. Κουρτάκη, µε αφορµή τη συνεργασία που θα είχαν τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» µαζί του για την κυκλοφορία µιας νέας του δουλειάς.


Το βάπτισμα

Βέβαια, το βάπτισµα του πυρός το είχε πάρει σε ηλικία 16 ετών, όταν µε την παρέα του βρέθηκε σε µια ταβέρνα στην περιοχή της Σταυρούπολης. Κάποια στιγµή που η ορχήστρα έπαιζε το σουξέ του Μάνου Παπαδάκη «Μια δεκάρα δεν αξίζει η αγάπη σου» και από κάτω οι παρέες τραγουδούσαν, ο ακορντεονίστας ξεχώρισε την ιδιαίτερη φωνή του Βασίλη Καρρά. Την ιστορία µε τον κυρ-Αλέκο τον ακορντεονίστα την έχει εξιστορήσει ο ίδιος ο Βασίλης Καρράς, σηµειώνοντας πως στην αρχή ντρεπόταν, αλλά µέσα του η φλόγα έκαιγε. Τη δεκαετία του 1970 από τις ταβέρνες µεταπηδούσε σταδιακά σε µεγαλύτερα µαγαζιά της «τραγουδοµάνας» Θεσσαλονίκης, έχοντας σταθεί στο ίδιο πάλκο µε τους Π. Τσαουσάκη, Π. Πάνου, Γ. Φλωρινιώτη, Π. Αναγνωστάκη κ.ά.

Η τύχη, στην οποία ο ίδιος δεν πίστευε και τόσο πολύ, καθώς ήταν της άποψης πως «το τυχαίο γκρεµίζεται εύκολα», δεν του χαµογέλασε. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η γνωριµία του µε τον Μίµη Πλέσσα, ο οποίος τον είχε ακούσει στο ρεπερτόριο του Στράτου ∆ιονυσίου, παραλίγο να τον φέρει στην Αθήνα για να υπογράψει συµβόλαιο µε τη δισκογραφική εταιρεία Λύρα του Αλέκου Πατσιφά. Οµως ο τελευταίος ενηµέρωσε τον Μίµη Πλέσσα πως η εταιρεία είχε κλείσει άλλον λαϊκό, και συγκεκριµένα τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο.

Τότε ήταν που ο Βασίλης Καρράς αποφάσισε να γίνει µάνατζερ του εαυτού του, πληρώνοντας µε δικά του έξοδα τις δισκογραφικές του δουλειές, ενώ για τις εµφανίσεις του στα µαγαζιά πήγαινε και τύπωνε µόνος του τις αφίσες, τις οποίες στη συνέχεια κολλούσε στη Θεσσαλονίκη µαζί µε τον αδελφό του. Ενα βράδυ µάλιστα κόντεψε να καταλήξει σε αστυνοµικό τµήµα για παράνοµη αφισοκόλληση, καθώς την ώρα που έβγαζε το σελοτέιπ για να κολλήσει µε τον αδελφό του την αφίσα τον έπιασαν στα πράσα οι αστυνοµικοί. «Εσύ είσαι, ρε Βασίλη;», του είπαν µόλις πλησίασαν κοντά του και, επειδή τον ήξεραν, έκαναν τα στραβά µάτια. Μέχρι το 1990 είχε πληρώσει από την τσέπη του την παραγωγή δέκα τουλάχιστον ατοµικών δίσκων. Με το πείσµα του είχε πλέον κατοχυρώσει στα µαγαζιά της συµπρωτεύουσας το όνοµά του να είναι στα πέντε πιο δηµοφιλή της Βορείου Ελλάδος. Μαζί µε τον Πασχάλη Τερζή, τον Ζαφείρη Μελά, τον Σταύρο Φωτιάδη και τον Μάκη Καλαϊτζή.


Το άβατο

Το όνειρό του όµως ήταν να καταφέρει να σπάσει το άβατο των Αθηνών και να κάνει κρότο από τον Βορρά µέχρι τον Νότο. Το 1989-1990 µε το τεράστιο σουξέ του «Νύχτα ξελογιάστρα», που πλέον έπαιζε σε όλα τα µαγαζιά της Αθήνας και στα κασετόφωνα των αυτοκινήτων ολόκληρης της επικράτειας, η Αθήνα εάλω. Και ο δρόµος προς τη δόξα ήταν χωρίς επιστροφή. Οι µεγάλες δισκογραφικές εταιρείες άρχισαν να διαγκωνίζονται για το ποια θα τον πρωτοπάρει, οι ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων σφάζονταν µεταξύ τους για να τον έχουν δικό τους.

∆εν είναι τυχαίο πως κάποια στιγµή, αποτελώντας µήλον της Εριδος, φοβήθηκε για την ίδια του τη ζωή και αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι που έφτιαξε στην Αθήνα και να κοιµάται σε ασφαλή και άγνωστα διαµερίσµατα. Ο Βασίλης Καρράς, έχοντας ο ίδιος βιώσει στο πετσί του και την απόρριψη και την «παραµύθα», όπως συνήθιζε να λέει, όταν πλέον ήρθε η ώρα της µεγάλης αναγνώρισης, όχι µόνο δεν καβάλησε το καλάµι, συµπεριφερόµενος µε αλαζονεία και σνοµπισµό απέναντι στους νεότερους συναδέλφους του, αλλά τις πόρτες που έβρισκε ο ίδιος κάποτε κλειστές τούς τις άνοιγε µε τη µεγαλοψυχία και την πατρική του στοργή. Τα «πιτσιρίκια» του Βασίλη Καρρά ήταν δεκάδες τα τελευταία 20 χρόνια. Από τον Αντώνη Ρέµο και τη ∆έσποινα Βανδή µέχρι τον αδικοχαµένο Παντελή Παντελίδη. Ο Βασίλης Καρράς, ως παίκτης πλέον στην κατηγορία της Α’ εθνικής κατηγορίας, «έπαιζε µπάλα» σε όλα τα «µουσικά χωράφια». Βοήθησε το συγκρότηµα των Πυξ Λαξ να εκτοξεύσει τις µετοχές του στο χρηµατιστήριο της µουσικής βιοµηχανίας µε το τραγούδι «Ασ’ τη να λέει», που αρχικώς ο Μάνος Ξυδούς ήθελε να το ερµηνεύσει ο Στράτος ∆ιονυσίου, αλλά τον βρήκε πρόωρα ο θάνατος.

Λάτρευε την παραδοσιακή µουσική - και δεν αναφερόµαστε µόνο στις ερµηνείες που είχε κάνει σε τραγούδια του Πόντου, αλλά και σε δηµοτικά άσµατα. Πολλές φορές, τελειώνοντας το πρόγραµµά του στα κέντρα όπου εµφανιζόταν, πήγαινε ξηµερώµατα στα «κλαρινάδικα» πέριξ της Οµόνοιας, για να ακούσει τους δηµοτικούς τραγουδιστές. Αθόρυβα πάντα και διακριτικά µε την παρέα του. Τον παρακαλούσαν οι µαγαζάτορες να καθίσει µπροστά, αλλά ο ίδιος έπιανε κάποιο από τα τελευταία τραπέζια, ζητούσε ένα µπουκάλι Chivas και «έστελνε» στην ορχήστρα την «επιθυµία» του. ∆ηλαδή τις παραγγελιές του. Ενα από τα αγαπηµένα του ήταν το άσµα «Μη µε µαλώνεις, αδερφέ». Το συγκεκριµένο τραγούδι, µαζί µε κάποια ακόµα, το ερµήνευσε σε έναν δίσκο µε δηµοτικά το 2014.


Αξέχαστη η συνεργασία µε τα «Παραπολιτικά»

Η απώλεια του Βασίλη Καρρά σκόρπισε µεγάλη θλίψη στους απλούς ανθρώπους που διασκέδασαν, αλλά και έκλαψαν µε τα τραγούδια του, όµως ακόµα περισσότερα συναισθήµατα προκάλεσε η απώλειά του σε όσους συνεργάστηκαν µαζί του. Ο Βασίλης Καρράς, εκτός από σπουδαίος τραγουδιστής και άνθρωπος, ήταν και ένας άψογος επαγγελµατίας και εµείς εδώ στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» είχαµε την τιµή να συνεργαστούµε µαζί του µέσα από την προώθηση σηµαντικών δίσκων του.

Το τελευταίο του µεγάλο σουξέ, «Από τον Βορρά µέχρι τον Νότο», το οποίο είχε δοθεί µε τα «Π», ήταν µια πολύ σηµαντική συνεργασία, όπως και τα ντουέτα µε την Πάολα και τον Παντελή Παντελίδη, µε τους οποίους συµπορευόταν τότε στο πιο επιτυχηµένο νυχτερινό σχήµα εκείνης της εποχής, αλλά ακόµα και µια σειρά CD µε τις µεγάλες επιτυχίες του.

Αξέχαστη θα µείνει στους ανθρώπους των «Π» η επίσκεψή του στα τότε γραφεία της εφηµερίδας µε αφορµή την κυκλοφορία των CD µε τα τραγούδια του µαζί µε τα «Π». Ανθρώπινος, προσιτός και χαµογελαστός, έτσι όπως τον θυµούνται όλοι και κυρίως όλοι εµείς, που του οφείλουµε ένα µεγάλο κοµµάτι της θεµελίωσης των «Παραπολιτικών». Αυτή την εικόνα θα κρατήσουµε, την εικόνα του µοναδικού του ύφους όταν εξιστορούσε στιγµές από τη ζωή και την καριέρα του στο γραφείο του Γιάννη Κουρτάκη, µε ένα ποτήρι ουίσκι στο πλάνο.

Δημοσιεύθηκε στα Παραπολιτικά