«Ακούσαμε εκρήξεις. Άνοιξα το παράθυρο που έβλεπε στην Κερύνεια και είδα μαύρο καπνό να βγαίνει». Ήταν ξημερώματα Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1974. Ήταν η ώρα της τραγωδίας της Κύπρου. Της εισβολής. Τα λόγια είναι μιας γυναίκας που έγινε σύμβολο, της Χαρίτας Μάντολες.

Η ίδια είναι ένα από τα πρόσωπα της τραγωδίας που έζησε εκείνο το μοιραίο ξημέρωμα η Κύπρος. Μια γυναίκα που δεν σταμάτησε να παλεύει ποτέ για τη δικαιοσύνη των οικογενειών των θυμάτων και των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής. Το μόνο που σταμάτησε ήταν να μεγαλώνει. «Έμεινα 27 χρόνων, δεν μεγάλωσα από την ημέρα της εισβολής».

Είδε τους Τούρκους στρατιώτες να σκοτώνουν εν ψυχρώ τους δικούς της, να τη χτυπούν… Χρειάστηκε, μάλιστα, να περάσουν 34 χρόνια για να καταφέρει να θάψει τα λείψανά τους.

«Αν δεις να πυροβολούν, πέσε κάτω» της είχε πει ο άνδρας της το ξημέρωμα της εισβολής στην Κύπρο. Το έκανε. Και γλίτωσε. Εκείνος όχι.

Η Χαρίτα Μάντολες για χρόνια πήγαινε μαζί με άλλες γυναίκες στα οδοφράγματα, με φωτογραφίες στα χέρια. Σκοπός της ζωής της, να βρεθούν οι αγνοούμενοι.

«Αυτές οι φωτογραφίες είναι για να θυμίζουν το κακό που έγινε. Περισσότερος είναι ο θυμός για το ότι κανένας δεν τιμωρήθηκε» είχε πει. Έχασε δώδεκα δικούς της. Πατέρα, άνδρα, δύο γαμπρούς, το θείο και νονό της, έναν ξάδελφο, ανάμεσά τους. Τα οστά τους βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο στο κατεχόμενο χωριό Ελιά της Κερύνειας.

Χρόνια ολόκληρα η Χαρίτα Μάντολες δεν σταμάτησε να αναζητά τους δικούς της. Ήθελε να μάθει την τύχη τους. Να πει στα παιδιά της την αλήθεια. Έφτασε το 2004, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, για να μπορέσει να πάει στο σημείο της εκτέλεσης. Υπέδειξε τον τόπο, άρχισαν οι έρευνες και βρέθηκαν τα λείψανα του άνδρα της, του πατέρα της και των άλλων ανδρών. Τους έθαψε το 2008. Ακόμα κι έτσι, οι πληγές της παραμένουν ανοιχτές.

Στη νέα σειρά του Mega «Famagusta», η ιστορία της Χαρίτας Μάντολες είναι μια από τις πολλές, καθηλωτικές, στις οποίες γίνεται αναφορά.

Τη γυναίκα-σύμβολο της Κύπρου την ενσαρκώνει με μοναδικό τρόπο η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. «Είμαι είκοσι επτά χρόνων… Είμαι ακριβώς όσο ήμουν εκείνη τη μέρα. Από τότε σταμάτησα να μεγαλώνω, γιατί περιμένω τη μέρα που θα γυρίσω στο σπίτι μου ελεύθερη. Άμα γυρίσω σπίτι μου, τότε θα αρχίσω να ζω και να μεγαλώνω πάλι» λέει η γνωστή ηθοποιός, σε μια συγκλονιστική ερμηνεία, στο πρώτο επεισόδιο.

«Ήμασταν κάτω από τα λεμονόδεντρα. Τρέξαμε από τα σπίτια μας να γλιτώσουμε από τις βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα και από το στρατό που βγήκε από τη θάλασσα.

Αγοράκι δεκατεσσάρων ετών έψαχνε τη μητέρα και τον πατέρα του, όταν τον σκότωσαν εκεί με τους δώδεκα δικούς μας ανθρώπους.

Στις πέντε και είκοσι μας βρήκαν οι Τούρκοι, μας έβαλαν στη βεράντα του σπιτιού και άρχισαν να χτυπούν τους άντρες. Τα μικρά παιδιά με μπιμπερό, τους πέταξαν το γάλα κάτω. Σκηνές που δεν μπορούν να ξεχαστούν. Είναι σαν ταινία που προβάλλεται κάθε μέρα. Μας είπαν ότι θα μας έπαιρναν αιχμάλωτους, σαράντα άτομα, μας πήραν σε έναν αγροτικό δρόμο και μας έβαλαν κάτω από μια ελιά.

Εκεί διαπράχθηκε το έγκλημα, να πυροβολούν τον άντρα μου με το μωρό ενός χρόνου στην αγκαλιά του, κι εγώ με το δίχρονο. Ο αξιωματικός είπε ότι θα μας σκότωναν ως εκδίκηση για τους δικούς τους, που σκότωσαν Ελληνοκύπριοι. Μας είπαν να περπατούμε δυο δυο στη γραμμή. Άρχισαν να πυροβολούν.

Εγώ έπεσα κάτω και, όταν σηκώθηκα, άρχισα να φωνάζω τον άντρα μου, όταν με χτυπούσαν. Ήταν μπροστά μου μπρούμυτα. Μου πήραν το μωρό μου, ήταν πληγωμένο και κρατούσε το κεφάλι του μπαμπά του και φώναζε. Ο Τούρκος πήρε τα παιδιά μας και τα πέταξε μακριά».

Ποτέ δεν θα ξεχάσει τον Τούρκο στρατιώτη με τα μπλε μάτια που, όταν του ζήτησε να πάρει το παιδί της, που ήταν με το νεκρό πατέρα του, εκείνος το πήρε και το πέταξε μακριά.

«Τον άντρα μου τον σκότωσαν οι Τούρκοι, έπεσε κάτω, δεν με άφησαν να τον αγγίξω, να δω αν ήταν νεκρός ή ζωντανός, το μωρό μου όμως ήταν πάνω στο σβέρκο του πληγωμένο, έτρεχαν τα αίματά του, φώναζε “μπα…μπά μου”, κοιτούσε με τα ματάκια του γουρλωμένα γύρω γύρω, δεν περπατούσε, και οι Τούρκοι δεν με άφηναν να το πιάσω. Εγώ φώναζα “θέλω το γιο μου, θέλω το μωρό μου, το μωρό μου”, οι Τούρκοι με έσπρωχναν πίσω. Κουράστηκε ένας Τούρκος να με ακούει και έπιασε το μωρό από το χεράκι και μου το πέταξε μακριά μέσα στα αγκάθια. Τον διεκδίκησα και τον πήρα, αν δεν τον διεκδικούσα, θα ήταν αγνοούμενος ο γιος μου».

 

Δημοσιεύθηκε στην Ontime