Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να φαντάζουν εντυπωσιακά για την κληρονόμο του κολοσσού ομορφιάς L’ Oréal Φρανσουάζ Μπετανκούρ Μέγιερ, η οποία έγινε η πρώτη γυναίκα με περιουσία άνω των 100 δισ. δολαρίων, καθώς η γαλλική αυτοκρατορία της ομορφιάς που ίδρυσε ο παππούς της έκλεισε το 2023 με την καλύτερη χρηματιστηριακή της επίδοση εδώ και δεκαετίες. Η 70χρονη κληρονόμος αποφεύγει την έντονη κοινωνική ζωή που επιζητούν πολλοί πλούσιοι του κόσμου, έχει γράψει δύο βιβλία -μία πεντάτομη μελέτη της Βίβλου και μία γενεαλογία των θεών της αρχαίας Ελλάδας-, ενώ παίζει πιάνο επί ώρες καθημερινά.

Η ιστορία της Φρανσουάζ Μπετανκούρ Μέγιερ χαρακτηρίζεται από τη βαριά σκιά που έριξε πάνω της η μητέρα της, Λιλιάν, η λαμπερή μεγάλη κυρία του ομίλου ομορφιάς, η οποία πέθανε στα 95 της χρόνια, το 2017, εν μέσω μιας πολύκροτης υπόθεσης που συντάραξε την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Μια ιστορία για την αγάπη και το χρήμα, που ξεκίνησε ως οικογενειακός καβγάς γύρω από τη διανοητική ικανότητα της γηραιάς τότε «χρυσής κληρονόμου» και εξελίχθηκε σε πολιτικό σκάνδαλο, με καταγγελίες για φοροδιαφυγή και παράνομες δωρεές προς τον πρώην πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί.


Ποια ήταν η Λιλιάν Μπετανκούρ;

Η Λιλιάν Μπετανκούρ ορφάνεψε από μητέρα στα πέντε της χρόνια και από τα δεκαπέντε της ασχολιόταν πολύ με το να αναμειγνύει πούδρες και λοσιόν στο εργοστάσιο του πατέρα της Γιουτζίν Σίλερ, ενός ανθρώπου που έτρεφε αισθήματα συμπάθειας προς τους ναζί. Πολλές φορές, άλλωστε, το όνομα και τα προνόμια της αυτοκρατορίας του χρησιμοποιήθηκαν για να δοθεί κρησφύγετο σε καταδιωγμένους φίλους του Χίτλερ.

Τη δεκαετία του 1950 παντρεύτηκε το Γάλλο πολιτικό Αντρέ Μπετανκούρ, ο οποίος υπηρέτησε ως υπουργός στις γαλλικές κυβερνήσεις των δεκαετιών ’60 και ’70, για να αναλάβει καθήκοντα αναπληρωτή προέδρου της L’ Oréal κάποια χρόνια αργότερα.

Ο Μπετανκούρ υπήρξε μέλος της βίαιης γαλλικής φιλοναζιστικής ομάδας «La Cagoule», χρηματοδότης της οποίας ήταν και ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια μάλιστα των επίσης «χρυσών» για τον Χίτλερ χρόνων, από το 1930 έως το 1937.

Το 1957 η Λιλιάν κληρονόμησε την περιουσία της L’ Oréal με το θάνατο του πατέρα της και έγινε η βασική μέτοχός της, διάγοντας έκτοτε μια προκλητικά χλιδάτη ζωή.

Η Φρανσουάζ γεννήθηκε το 1953. Παρότι μοναχοπαίδι, η σχέση με τη μητέρα της επιβαρύνθηκε από την αρχή, όταν η Λιλιάν προσβλήθηκε από φυματίωση και έπρεπε να αφήσει τη μικρή κόρη της, όσο εκείνη ανάρρωνε σε σανατόριο.

Αργότερα, η μικρή Φρανσουάζ εγκατέλειψε το σχολείο και λάμβανε εκπαίδευση στο σπίτι, επειδή οι γονείς της βασανίζονταν από φόβους ότι μπορεί να την απήγαν και να την κρατούσαν για λύτρα.

Στο βιβλίο του «The Bettencourt Affair» του 2017, ο δημοσιογράφος Τομ Σάνκτον αναφέρει ότι η Φρανσουάζ δεν αισθάνθηκε ποτέ άνετα με το ότι ήταν κληρονόμος και πλούσια κοπέλα. Όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσε να μοιάζει λιγότερο με την ενθουσιώδη κοσμική μητέρα της. Η ίδια, ωστόσο, πάντα επέμενε ότι κάποτε ήταν μια πολύ «δεμένη οικογένεια».

Γεννημένη και μεγαλωμένη καθολική, η Φρανσουάζ γνώρισε τον άνδρα που θα γινόταν σύζυγός της μόλις στα δεκαεννιά της χρόνια. Ο Ζαν-Πιερ Μέγιερ ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος, γιος διευθυντή της L’ Oréal, από πλούσια γαλλοεβραϊκή τραπεζική οικογένεια.

Το ζευγάρι επέλεξε έναν ήσυχο γάμο στην Τοσκάνη, στην Ιταλία, με μόλις εννέα καλεσμένους συνολικά («δεν παντρευτήκαμε κρυφά» επέμεινε η Φρανσουάζ), ενώ ακολούθησε μια μεγαλύτερη δεξίωση στην πατρίδα τους, τη Γαλλία.

Αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα της, η Φρανσουάζ κατηγόρησε έναν από τους στενότερους φίλους της μητέρας της, τον κοσμικό φωτογράφο Φρανσουά Μαρί Μπανιέ, ότι χειραγωγούσε την ογδοντάχρονη τότε χήρα, ώστε να πλουτίσει σε βάρος της με «χρυσά» δώρα, συμπεριλαμβανομένων έργων τέχνης, μετρητών και ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής.

Η Μπετανκούρ γνώρισε τον Φρανσουά Μαρί Μπανιέ το 1987, όταν αυτός είχε αναλάβει να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της για το γαλλικό περιοδικό «Égoiste». Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ της πλουσιότερης γυναίκας στον κόσμο με τον κατά 25 χρόνια μικρότερό της φωτογράφο είχε αποτέλεσμα να του κάνει δώρα, ανάμεσά τους μία ασφάλεια ζωής ύψους 253 εκατ. ευρώ, έντεκα έργα τέχνης του Πικάσο, του Ματίς, του Μοντριάν και άλλων, ύψους 20 εκατ. ευρώ, και ένα νησί στις Σεϋχέλλες, το Ντ’ Αρός, που τελικά ποτέ δεν πέρασε στο όνομά του.

Όταν εκείνος της ζήτησε να τον υιοθετήσει, η κόρη της Φρανσουάζ, της οποίας ο σύζυγος Ζαν-Πιερ Μέγιερ, κατά τραγική ειρωνεία, ήταν Εβραίος -και οι δύο γονείς του πέθαναν στο Άουσβιτς-, άρχισε να αμφισβητεί τη διανοητική ικανότητα της μητέρας της.

Εκείνη την περίοδο η Μπετανκούρ δήλωνε έτοιμη για πόλεμο με την κόρη της, για την οποία και είχε πει το περίφημο «την αγαπώ γιατί τη γέννησα», και σε συνεντεύξεις της στις εφημερίδες της εποχής τής πρότεινε να ασχοληθεί με τη ζωή της και να αφήσει την ίδια να ζήσει τη δική της όπως επιθυμεί.

Η διαμάχη εξελίχθηκε σε πολιτικό σκάνδαλο το 2010, όταν αποκαλύφθηκε πως ο μπάτλερ της Λιλιάν είχε μαγνητοφωνήσει κρυφά πολλές από τις συνομιλίες της.
Οι ηχογραφήσεις αποκάλυψαν ότι η Λιλιάν κατείχε περισσότερα από 100 εκατ. σε μυστικούς ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, ένα αδήλωτο νησί στις Σεϋχέλλες, αλλά και συζητήσεις για διάφορες στρατηγικές φοροδιαφυγής, όπως και ότι είχε δεσμούς με την κυβέρνηση Σαρκοζί. Το 2015 οκτώ μέλη του περιβάλλοντος της ηλικιωμένης κυρίας, μεταξύ των οποίων και ο Μπανιέ, καταδικάστηκαν για την εξαπάτησή της.

Η υπόθεση Μπετανκούρ σημάδεψε την προεκλογική εκστρατεία του Σαρκοζί για την προεδρία το 2012 και, όταν αυτός έχασε τις εκλογές από τον Φρανσουά Ολάντ, τέθηκε υπό επίσημη έρευνα για παράνομη χρηματοδότηση της καμπάνιας του από τη «χρυσή» κληρονόμο. Οι κατηγορίες σε βάρος του κατέπεσαν το 2013 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Η Λιλιάν, εν τω μεταξύ, διαγνώστηκε με άνοια και τέθηκε υπό τον έλεγχο της κόρης της και των δύο εγγονών της, μια μοίρα που η ίδια είχε δηλώσει ότι θα ήταν ο «χειρότερος εφιάλτης» της. Τελικά μητέρα και κόρη τα βρήκαν.

«Ήμουν πάντα κοντά στους γονείς μου και ίσως περισσότερο στη μητέρα μου. Ο πατέρας μου ασχολιόταν με την πολιτική και ήταν συχνά απών, αλλά εκείνη ήταν η γέφυρα. Την έβλεπα συνεχώς, πριν κάποιοι άνθρωποι παρέμβουν στη ζωή μας και στη σχέση μας για να αλλάξουν τα πράγματα» έχει πει η Φρανσουάζ.

Στο βιβλίο του, ο Τομ Σάνκτον περιγράφει τη Φρανσουάζ ως μια γυναίκα χαμηλών τόνων, που «ζει μέσα στο δικό της κουκούλι».

Εκτός από μέλος του διοικητικού συμβουλίου της L’ Oréal και πρόεδρος της οικογενειακής εταιρείας (η οικογένεια κατέχει το 33% των μετοχών της), είναι επίσης πρόεδρος του φιλανθρωπικού ιδρύματος της οικογένειάς της, το οποίο στηρίζει τις επιστήμες και τις τέχνες. Επίσης, υποσχέθηκε 173 εκατ. λίρες για τις προσπάθειες αποκατάστασης των ζημιών που προκλήθηκαν στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων μετά την καταστροφική πυρκαγιά το 2019.

Πάνω απ’ όλα, όμως, η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο είναι πιο ευτυχισμένη όταν αγγίζει τα πλήκτρα του πιάνου της, παρά περιτριγυρισμένη από πολυτέλεια και συκοφάντες.

*Δημοσιεύθηκε στην Ontime