Δημήτρης Βεριώνης στα parapolitika.gr: ''Το ζήτημα της έρευνας για τους νεκρούς της χούντας είναι ηθικό - Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να τιμηθούν''
Τι λέει για το βιβλίο του
Η έρευνα του κ. Βεριώνη για το 800σέλιδο βιβλίο του που τιτλοφορείται “Θάνατοι στη χούντα” κράτησε 10 χρόνια και έφτασε να αριθμεί 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το καθεστώς των Απριλιανών και οι κύκλοι του
Η χούντα μπορεί να κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος το καλοκαίρι του 1974 αφού πρώτα είχε προηγηθεί η προδοσία της Κύπρου ωστόσο ακόμα και σήμερα γίνονται αναφορές σε πρόσωπα που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας κάτω από άγνωστες συνθήκες. Πρόκειται για ανθρώπους που είχαν αναπτύξει έντονη αντιδικτατορική δράση η οποία αποτελούσε εμπόδιο στις επιδιώξεις των Απριλιανών. Πολλοί εξ΄αυτών έχασαν τη ζωή τους κάτω από ύποπτες συνθήκες ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το καθεστώς της χούντας επιχείρησε είτε να τους αποκρύψει είτε να τους αποδώσει σε εξτρεμιστικούς κύκλους που στόχευαν στη διασάλευση της υποτιθέμενης τάξης που επέβαλλαν οι αυτόκλητοι «σωτήρες» της χώρας.
Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της χούντας ο πολιτισμολόγος Δημήτρης Βεριώνης μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του «Θάνατοι στη χούντα» παρουσιάζει με λεπτομέρειες όλες τις περιπτώσεις θανάτων που συνδέθηκαν με τη χούντα. Πρόκειται για μία έρευνα που κράτησε 10 χρόνια η οποία έφτασε να αριθμεί 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το καθεστώς και οι κύκλοι του.
Ο κ. Βεριώνης μιλώντας στα parapolitika.gr τονίζει πως ο σκοπός της έρευνάς του ήταν “να τιμηθούν αυτοί οι άνθρωποι και να νιώσουν οι οικογένειες τους ότι κάποιος ασχολήθηκε μαζί τους. Διότι δυστυχώς τότε δεν ασχολήθηκε κανείς. Είναι ηθικό το ζήτημα”. Σε άλλο σημείο σημειώνει ότι η πολυετής έρευνά του ήταν δύσκολη και προσθέτει πως κομβικό ρόλο στη συνέχεια της έρευνάς του έπαιξε το αρχείο της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή η οποία στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης έκανε πολλούς αγώνες προκειμένου να υπάρξει διερεύνηση των εν λόγω θανάτων. “Είχε καταθέσει μηνύσεις κατά αγνώστων για δολοφονίες καθώς θεωρούσε ότι οι θάνατοι συγκεκριμένων ανθρώπων ήταν εγκλήματα και δεν προήλθαν από άλλες αιτίες όπως αυτοκτονίες” αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Παράλληλα, στέκεται στο γεγονός ότι οι οικογένειες των νεκρών ειδικότερα τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας επέλεξαν να σωπάσουν καθώς φοβούνταν ότι δεν θα υπάρξει δικαίωση και καταδίκες των δραστών ή των ηθικών αυτουργών. Ακόμη επισημαίνει πως υπήρξαν και οικογένειες οι οποίες όχι μόνο δεν έμειναν σιωπηλές αλλά έκαναν τα πάντα προκειμένου να αποδείξουν ότι οι θάνατοι συγγενικών τους προσώπων οφείλονταν σε δολοφονίες.
H ιδέα για το βιβλίο και η πολύχρονη έρευνα
“Ξεκίνησα να γράφω για το βιβλίο μετά από μία επίσκεψη στον μουσειακό χώρο του ΣΦΕΑ (Σύνδεσμος Φυλακισμένων Εξορισθέντων Αντιστασιακών). Αυτό έγινε τον Νοέμβρη του 2013. Σε εκείνον τον χώρο υπάρχει μία μόνιμη έκθεση με εκθέματα και φωτογραφίες από την περίοδο της χούντας και της αντιστασιακής δράσης. Μέρος των εκθεμάτων είναι φωτογραφίες νεκρών της περιόδου και υπάρχει και κατάλογος με ονόματα πιθανών θυμάτων. Όταν επισκέφθηκα τον χώρο και κοιτώντας τις φωτογραφίες διαπίστωσα ότι πολλά από τα πρόσωπα που υπήρχαν δεν τα γνώριζα. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου έχοντας τραβήξει κάποιες φωτογραφίες με το κινητό μου είδα ότι δεν υπήρχαν πληροφορίες στο διαδίκτυο γι’ αυτούς. Δηλαδή δίπλα σε γνωστές περιπτώσεις όπως τον Γιώργη Τσαρουχά και τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, τους νεκρούς του Πολυτεχνείου υπήρχαν πρόσωπα όπως ο Λάμπρος Τζιάνος, ο Γιάννης Καΐλης, ο Κωνσταντίνου για τους οποίους δεν γνώριζα κάτι. Αυτό το ζήτημα με συνεπήρε. Προσπάθησα να μάθω πράγματα γι’ αυτούς αναζητώντας πληροφορίες στη βιβλιογραφία της εποχής - τα βιβλία των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης- τα πρακτικά των δικών και έτσι άρχισα να βρίσκω κάποιες μικρές ενδείξεις για το που μπορώ να βρω πληροφορίες. Κάπως έτσι ξεκίνησα και το ένα πράγμα με πήγαινε στο άλλο. Θεώρησα ότι σε κάποιο σημείο θα ήταν καλό να ασχοληθώ με το σύνολο των θανάτων εκείνης της περιόδου. Ξεκίνησα να κάνω αυτό το βιβλίο γιατί δεν έβρισκα να διαβάσω κάτι γι’ αυτό” επισημαίνει ο κ. Βεριώνης.
“Η συγγραφή του βιβλίου ξεκίνησε το 2020 χωρίς να σταματήσω την έρευνα. Τα πρώτα επτά χρόνια ήταν καθαρή έρευνα. Ήταν αυτό που λέμε “ψύλλοι στα άχυρα”. Διότι όταν μιλάμε για 50 χρόνια σε επίπεδο μακροιστορίας δεν σημαίνει πολλά. Όμως σε επίπεδο μικροιστορίας και ειδικά όταν η προσέγγιση είναι προσωποκεντρική, το να αναζητάς ανθρώπους έχοντας απλά ένα επώνυμο δεν είναι καθόλου εύκολο. Άρα η έρευνα ήταν συνεχής και μπορώ να πω ότι περιμένουμε και ελπίζουμε να μιλήσουν άνθρωποι, θα ανοίξουν στόματα, θα θελήσουν να πουν τι συνέβη, γιατί ακόμα και σήμερα δεν το έχουν κάνει. Ο πόνος και άλλες αιτίες - αυτά τα δύο τα καταγράφω στο βιβλίο - μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα στη δικαίωση ενός νεκρού.
Οι δυσκολίες
“Στην αρχή της έρευνας η δυσκολία ήταν μεγάλη. Στη συνέχεια μπορώ να πω ότι βγήκαν κάποια πράγματα για κάποιες περιπτώσεις θανάτων. Ότι έβρισκα ήταν τελείως αποσπασματικό. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο, ωστόσο κομβικό σημείο στην έρευνά μου έπαιξε το αρχείο της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή η οποία ήταν μία δικηγόρος που έκανε μεγάλο αγώνα τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης για την διερεύνηση αυτών των περιπτώσεων. Είχε καταθέσει μηνύσεις κατά αγνώστων για δολοφονίες καθώς θεωρούσε ότι οι θάνατοι συγκεκριμένων ανθρώπων ήταν εγκλήματα και δεν προήλθαν από άλλες αιτίες όπως αυτοκτονίες κλπ. Αυτό έγινε σε συνεργασία με τις οικογένειες των θυμάτων. Οπότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο μέχρι να βρω κάποιες φωτογραφίες ή υλικό που είχε η δικηγόρος και η οικογένεια της μου διέθεσαν για να το χρησιμοποιήσω. Έτσι άρχισα να ψάχνω με κάθε δυνατό τρόπο. Ήρθα σε επικοινωνία με δημοτικές αρχές, αναζητούσα τηλέφωνα μέσω συνωνυμιών. Έτσι σιγά σιγά ήρθα σε επαφή με τις οικογένειες που σχετίζονταν με τα πρόσωπα που αναζητούσα. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω άλλα στοιχεία γι’ αυτούς” συμπληρώνει ο συγγραφέας.
Μέχρι τέλους
“Προσπάθησα να κάνω αυτό που εγώ και σύμφωνα με τις δικές μου γνώσεις και δυνάμεις να καταφέρω. Αυτό που επέβαλα στον εαυτό μου είναι να μην αφήσω την προσωπική μου άποψη για περιπτώσεις που δεν είναι αποδεδειγμένες ή θεωρούνται διφορούμενες για το τι συνέβη και να υποστηρίξω κάτι που έχω συμπεράνει. Ήθελα να φανούν τα πράγματα όπως ακριβώς έγιναν με ντοκουμέντα και ο αναγνώστης να βγάλει το συμπέρασμα.
Εάν προσπαθούσα να προκαταβάλω την άποψη του αναγνώστη αυτό δεν θα λειτουργούσε θετικά στο να μπορέσουμε να κουβεντιάσουμε γι΄αυτά τα πράγματα. Και αυτό διότι θα λέγαμε άλλη μία άποψη που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του συγγραφέα. Αυτό που ήθελα είναι να ανοίξει η κουβέντα γι’ αυτές τις περιπτώσεις όχι για την ποινική και νομική αποτίμηση των γεγονότων.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει μετά από τόσα χρόνια και δεν ξέρω εάν έχει νόημα να γίνει. Δεν αναζήτησα τις ευθύνες πιθανών ενόχων ούτε έγραψα ονόματα φημολογούμενων ενόχων. Δεν με ενδιέφερε και ούτε θα με ενδιαφέρει στο μέλλον. Αυτό που με ενδιέφερε είναι να τιμηθούν αυτοί οι άνθρωποι και να νιώσουν οι οικογένειες τους ότι κάποιος ασχολήθηκε μαζί τους. Διότι δυστυχώς τότε δεν ασχολήθηκε κανείς. Είναι ηθικό το ζήτημα. Στρέφω την προσοχή μου στους ανθρώπους που χάθηκαν και στις οικογένειες τους. Οι πιθανοί ένοχοι ήταν ατιμώρητοι και δεν μπορεί μετά από τόσα χρόνια να αποδειχθεί κάτι για κάποιες περιπτώσεις. Τώρα στις περιπτώσεις που τελεσιδίκησαν δεν έχω πρόβλημα να εκφράσω την άποψή μου και να είμαι πιο αιχμηρός”, λέει ο κ. Βεριώνης.
“Στα άλλα προτίμησα να κρατήσω μία στάση επιστημονικής ουδετερότητας. Αυτός ήταν ο προορισμός που έθεσα στον εαυτό μου. Ήθελα να αποφύγω μεγαλόστομες εκφράσεις και να είναι ήπιο το έργο ώστε να μπορεί να διαβαστεί νηφάλια και να μην προτρέπει σε κάτι άλλο από αυτό που ήθελε να κάνει. Δηλαδή να τιμήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, να ερευνήσουμε προσωποκεντρικά αυτή την περίοδο και να δούμε το μέγεθος όσων έγιναν εκείνη την εποχή.
Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε για περίπου 32 επίσημα θύματα της δικτατορίας. Είναι πολύ περισσότερα και οι περιπτώσεις που θέτω στο μικροσκόπιο της έρευνας είναι 247. Πιθανότατα υπάρχουν και άλλες. Ο αριθμός αυτός είναι ένα σημείο το οποίο θεωρείται πλατύσκαλο και είπαμε “σταματάμε εδώ για την ώρα”. Υπήρξαν άνθρωποι που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και θέλησαν να μοιραστούν προσωπικές εμπειρίες. Πρόκειται για ανθρώπους που είτε εγώ αναζήτησα είτε ήρθαμε με κάποιο τρόπο σε επαφή. Συνήθως αυτό που βλέπουμε ειδικότερα για την περίπτωση του Πολυτεχνείου, είναι ότι υπήρχαν επώνυμες περιπτώσεις - πέρα από τα 24 γνωστά θύματα -μία μάλιστα βγήκε πρόσφατα. Πρόκειται για την περίπτωση Μπαλαφούτη που αναδείχθηκε μέσα από το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Στάγκου. Έτσι λοιπόν υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που αναδείχθηκαν μέσα από τις επαφές που έγιναν και την έρευνα που έκανα. Η έρευνα μου πιάνει από την αρχή της δικτατορίας μέχρι κάποιους μήνες μετά το τέλος της” δηλώνει ακόμη στα parapolitika.gr.
Η σιωπή των οικογενειών και αυτοί που όρθωσαν το ανάστημά τους στη χούντα
Στη συνέχεια υπογραμμίζει ότι “δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποιοι άνθρωποι στη Μεταπολίτευση επέλεξαν να σωπάσουν και πρέπει να σκεφτούμε το κλίμα που επικρατούσε. Την πρώτη περίοδο τίποτα δεν είναι βέβαιο. Δηλαδή το 1974 - 1975 έγιναν κάποιες ενέργειες - η πιο γνωστή το αποτυχημένο κίνημα της πυτζάμας- όπου χουντικές δυνάμεις προσπάθησαν να ανακτήσουν την εξουσία χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι υπήρχε ένας φόβος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι η δίκη της χούντας δεν έγινε με κρατική πρωτοβουλία αλλά με πρωτοβουλία ιδιωτών δικηγόρων όπως του Αλέξανδρου Λυκουρέζου. Αντίστοιχα οι διώξεις των βασανιστών δεν έγιναν μετά από κρατικές διώξεις αλλά έπειτα από μηνύσεις δικηγόρων. Αυτό που βλέπουμε - έτσι εγώ το αντιλαμβάνομαι - είναι ότι υπήρχε μια διάθεση κάπως να επέλθει μία ήπια μεταβολή χωρίς καταλογισμό ευθυνών”.
“Άρα σε ένα κράτος που δεν παρείχε απόλυτη προστασία και δεν προσπαθούσε να αναζητήσει τους ενόχους οι συγγενείς των θυμάτων ήταν εντελώς αδύναμοι στον χουντικό μηχανισμό που διέθετε ισχυρές δυνάμεις στον στρατό, στην αστυνομία, στο δικαστικό σώμα. Εκεί υπήρχαν άνθρωποι του προηγούμενου καθεστώτος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν πολύ δύσκολο για έναν άνθρωπο να πάρει την απόφαση να κινηθεί εναντίον τους και να αναζητήσει τι συνέβη πίσω από τον θάνατο του παιδιού του, του αδερφού του κ.λ.π. Κάποιες εξαιρέσεις ήταν ο Γιάννης Κομνηνός πατέρας του Διομήδη Κομνηνού που δολοφονήθηκε την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973 όπως επίσης και ο Θεοφάνης Θεοδώρας (πατέρας του μικρότερου θύματος των γεγονότων του Πολυτεχνείου)” συνεχίζει ο κ. Βεριώνης.
“Αντίστοιχα υπήρχαν και άλλες οικογένειες μη γνωστών περιπτώσεων. Όπως για παράδειγμα η οικογένεια Κωνσταντίνου που προσπάθησε να ανακαλύψει το τι συνέβη ακριβώς στο παιδί τους καθώς δεν δέχθηκαν την επίσημη εκδοχή της αυτοκτονίας. Μάλιστα η μητέρα του Κωνσταντίνου ήταν μέλος της Προοδευτικής Ένωσης Μητέρων Ελλάδος που είχε δημιουργηθεί από μητέρες παιδιών που πέθαναν στη δικτατορία και οι οικογένειες τους υποστήριζαν ότι είχαν δολοφονηθεί. Σε αυτή την Ένωση ήταν πρόεδρος η μητέρα του Αλέκου Παναγούλη. Οι περιπτώσεις στις οποίες οι οικογένειες κινήθηκαν για να δουν τι μπορεί να συνέβη έγιναν μετά τον Ιούλιο του 74. Τέτοιου είδους ενέργειες έκαναν οι οικογένειες της Μαρίας Καλαβρού και του Βασίλη Πεσλή. Γι΄αυτές τις δύο περιπτώσεις τα πράγματα ήταν πιο εύκολα για να διερευνηθούν αλλά σε άλλες περιπτώσεις ήταν πολύ καλά φυλαγμένα. Κάπως έτσι ήταν και η περίπτωση του Γιάννη του Καΐλη. Η οικογένειά του κινήθηκε με τη δικηγόρο Φιλάνθη Ψυρρή προκειμένου να εντοπιστούν οι πραγματικές αιτίες του θανάτου του” υποστηρίζει ο συγγραφέας.
Ο Τιμόθεος Λαγουδάκης
Τέλος ρωτώντας τον για τον θεολόγο Τιμόθεο Λαγουδάκη που σκοτώθηκε τον Μάη του ’74 σε ένα περίεργο αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο κ. Βεριώνης λέει στα parapolitika.gr πως “είναι μία περίπτωση για την οποία δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς έχει συμβεί. Γι΄αυτό παραθέτω τα γεγονότα, τις απόψεις που ειπώθηκαν. Επρόκειτο για φοιτητή της Θεολογικής, είχε θέση στην εκκλησία και σκοτώθηκε σε ένα ύποπτο τροχαίο όπως θεωρήθηκε τον Μάιο του 1974. Μάλιστα υπάρχουν οι μαρτυρίες πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου όπως του Διονύση Μαυρογένη που αναφέρονται στην παρουσία του Τιμόθεου Λαγουδάκη στα γεγονότα της πρώτης κατάληψης της Νομικής. Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο παρατηρεί και την παρουσία της εκκλησίας δηλαδή την ύπαρξη πιθανών θυμάτων. Κάτι αντίστοιχο υπάρχει και στην αστυνομία και στον στρατό. Σε κάθε στρώμα ή επαγγελματική ιδιότητα βρίσκουμε αυτούς που δεν ήταν σύμφωνοι με το καθεστώς ή είχαν αντίθετη δράση και πιθανότατα πλήρωσαν κάποιο ακριβό τίμημα”.