«Η ημέρα αυτή πρέπει να καθαγιαστεί με νηστεία όλων και να εορτάζεται η επέτειός της εις αιώνας αιώνων, έως ου στέκει το έθνος, διότι ήτο η ελευθερία της πατρίδος».
Αυτά τα λόγια είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στις 13 Μαΐου του 1821 μετά τη μάχη στο Βαλτέτσι. Μία από τις σημαντικότερες μάχες της έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης, που άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, του σημαντικότερου οθωμανικού στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου της Πελοποννήσου.

Μετά τη μάχη του Λεβιδίου στις 14 Απριλίου του 1821 και την ήττα των Τούρκων, ο «Γέρος του Μωριά» κατέστρωσε ένα στρατηγικό σχέδιο. Δημιουργήθηκαν ελληνικά στρατόπεδα στο Βαλτέτσι, το Χρυσοβίτσι και την Πιάνα για τον συντονισμό των πολεμικών επιχειρήσεων.

Στις 24 Απριλίου οι Οθωμανοί διέλυσαν το στρατόπεδο του Βαλτετσίου, η στρατηγική θέση του οποίου αποτελούσε απειλή. Οι Έλληνες, όμως, ανακατέλαβαν το Βαλτέτσι στις 10 Μαΐου και επανασύστησαν το στρατόπεδο.

Το χωριό οχυρώθηκε και κατασκευάστηκαν ταμπούρια στους 4 γύρω λόφους. Στο Βαλτέτσι είχαν συγκεντρωθεί 2.000 άνδρες με περιορισμένο οπλισμό και αμφίβολη μαχητική ικανότητα. Το στρατόπεδο βρισκόταν υπό την αρχηγία των Κυριακούλη και Ηλία Μαυρομιχάλη και τη γενική επίβλεψη του Κολοκοτρώνη.
Τα νέα έφτασαν στα αφτιά του Κεχαγιάμπεη, απεσταλμένου του Χουρσίτ Πασά, που αποφάσισε να δράσει.

Πριν από τα χαράματα της 12ης Μαΐου 1821, 12.000 Τούρκοι, ιππικό και 4 πυροβόλα βγήκαν από την Τρίπολη σε 4 τμήματα. Στόχος, να μη μείνει κανένας Έλληνας ζωντανός.

Οι Έλληνες τους ανέμεναν στα ταμπούρια. Παρατηρητές στους λόφους έστελναν σήματα με φωτιές για τις κινήσεις των Τούρκων. Από το Χρυσοβίτσι ο Κολοκοτρώνης είδε τον καπνό και με 800 άνδρες έσπευσε στην περιοχή. Ειδοποίησε και τον Πλαπούτα στην Πιάνα.

Η σκληρή μάχη διήρκεσε όλη τη μέρα, με τους Έλληνες να κρατούν τους Τούρκους μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις και να τους χτυπήσουν στα νώτα. Οι ταμπουρωμένοι πολεμούσαν με απαράμιλλο θάρρος. Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας έκαναν πλαγιοκοπήσεις και συνεχείς αντεπιθέσεις, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους Τούρκους. Η ελληνική άμυνα ήταν άκαμπτη.

«Μπάρμπα-Μήτρο, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000, έρχεται και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες» φώναζε ο Κολοκοτρώνης μόλις σκοτείνιασε και γυρνούσε γύρω από τα υψώματα με αναμμένους δαυλούς, δίνοντας μαθήματα στρατιωτικής παραπλάνησης και ενθαρρύνοντας τους Έλληνες.

Ο «Γέρος του Μοριά» έσπασε τον τουρκικό κλοιό και ανεφοδίασε τους ταμπουρωμένους.

Συνεχώς έρχονταν ελληνικές ενισχύσεις. Ο Κεχαγιάμπεης προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το πυροβολικό χωρίς επιτυχία. Την αυγή της επομένης το τουρκικό πυροβολικό έριξε μια ομοβροντία στο δικό του πεζικό με ολέθριες συνέπειες.

Μετά από 23 ώρες μάχης, με το σώμα των Τούρκων έτοιμο να καταρρεύσει, ο Κεχαγιάμπεης διατάσσει υποχώρηση. Η υποχώρηση μετατρέπεται σε άτακτη φυγή, καθώς ο Κολοκοτρώνης δίνει το σύνθημα της γενικής επίθεσης. Η καταδίωξη των Τούρκων συνεχίστηκε μέχρι την Τριπολιτσά.

Πάνω από 500 Τούρκοι σκοτώθηκαν. Οι Έλληνες έχασαν μόλις 4 άνδρες. Πολλά όπλα, αλλά και τα 4 τουρκικά κανόνια έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.

«Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος, καθ’ ότι ενθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας» έγραψε ο Κανέλλος Δεληγιάννης.

Ο δρόμος για την Τριπολιτσά είχε ανοίξει.