Στους πολιτικούς και διπλωµατικούς κύκλους είναι ευρέως γνωστή. Στους δηµοσιογραφικούς, επίσης. Την τελευταία εβδοµάδα, όµως, η Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα έγινε αντικείµενο συζήτησης από πολίτες εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Ο λόγος για τη νεοεκλεγείσα πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία µε το «καληµέρα» έκανε το πρώτο της διπλωµατικό φάουλ, αποκαλώντας τη χώρα της «Μακεδονία» (σκέτο) κατά τη διάρκεια της ορκωµοσίας της. Μια προαναγγελθείσα κίνηση, που συνιστά ευθεία παραβίαση της Συµφωνίας των Πρεσπών. Το περιµέναµε; Η απάντηση είναι καταφατική. Μια µατιά στο προφίλ και το παρελθόν της πρώτης γυναίκας προέδρου στη γειτονική χώρα εξηγεί το γιατί.

Το who is who της Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα

Γεννηθείσα το 1953, στην Οχρίδα της πρώην Γιουγκοσλαβικής ∆ηµοκρατίας. Περιοχή που αποτελεί πλέον µέρος της Βόρειας Μακεδονίας. Είναι παντρεµένη και µητέρα δύο παιδιών. Βρέθηκε από την έδρα του πανεπιστηµίου στη... Βουλή. Σήµερα είναι συνταξιούχος καθηγήτρια Συνταγµατικού ∆ικαίου και Πολιτικού Συστήµατος στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αγιος Κύριλλος και Μεθόδιος των Σκοπίων. Η Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα τέλειωσε τη Νοµική το 1978 και το 1989 έγινε βοηθός καθηγητή Πολιτικών Συστηµάτων στη Νοµική Σχολή της πρωτεύουσας της Βόρειας Μακεδονίας. Από το 2004 και έπειτα εργάστηκε ως τακτική καθηγήτρια Συνταγµατικού ∆ικαίου, Πολιτικών Συστηµάτων και Αυτοδιοίκησης. Παράλληλα, εργαζόταν για το Συµβούλιο της Ευρώπης ως ανεξάρτητη σύµβουλος, αλλά και για µεγάλους οργανισµούς. Οπως τα Ηνωµένα Εθνη. Το 2019 αποφάσισε να κατέβει πρώτη φορά στις εκλογές για την προεδρία ως εκπρόσωπος του εθνικιστικού κόµµατος VMRO και έχασε. Τον Μάιο του 2024 προσπάθησε ξανά και δικαιώθηκε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εξελέγη γυναίκα πρόεδρος στη Βόρεια Μακεδονία.

Οταν τον Φεβρουάριο του 2019 αναδείχτηκε υποψήφια του VMRO, είχε δηλώσει σε συνδιάσκεψη του κόµµατος ότι είναι ανεξάρτητη υποψήφια και ότι αποφάσισε να ζητήσει τη στήριξη του VMRO επειδή το τελευταίο διάστηµα οι απόψεις της ταυτίζονταν µε τις θέσεις της συγκεκριµένης παράταξης σε µία σειρά ζητήµατα. Η εναντίωσή της στη Συµφωνία των Πρεσπών και στον νόµο που διευρύνει τη χρήση της αλβανικής γλώσσας σε όλη την επικράτεια της Βόρειας Μακεδονίας ήταν δύο εξ αυτών. Επίσης, ανέφερε ότι «είναι καιρός η χώρα να εκλέξει γυναίκα στο αξίωµα του προέδρου της ∆ηµοκρατίας». Προς έκπληξη όσων παρακολουθούν τα κατά καιρούς λεγόµενά της, αρνήθηκε τον χαρακτηρισµό «εθνικίστρια», υποστηρίζοντας ότι έχει µεγαλώσει σε... πολυεθνικό περιβάλλον.

Από το 1999 έως το 2002 ηγείτο ως πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Ισότητα των Φύλων της Βόρειας Μακεδονίας και τα επόµενα δύο χρόνια στο Γυναικείο Λόµπι, την οµάδα εργασίας για θέµατα φύλου. Μάλιστα, έχει λάβει µετάλλιο για το έργο της υπέρ της ισότητας των φύλων από την Ενωση Γυναικών της Βόρειας Μακεδονίας. «∆υστυχώς, οι γυναίκες δεν είναι αρκετά παρούσες στην πολιτική. Είµαι χαρούµενη που θα τις εµπνεύσω. Αν µπορώ να γίνω πρόεδρος, τότε µπορείς κι εσύ», είπε µεταξύ άλλων στην ορκωµοσία της, τονίζοντας ότι η πατριαρχία είναι ακόµη ζωντανή στα Βαλκάνια.

Οι προεκλογικές υποσχέσεις

Την πρώτη φορά που έβαλε υποψηφιότητα στις εκλογές είχε υποσχεθεί στο ακροατήριό της ότι αν κέρδιζε θα διεξήγε νέο δηµοψήφισµα για να καθιερωθεί ο όρος «Μακεδονία». Τόσο εκείνη όσο και ο επικεφαλής του VMRO και εν δυνάµει πρωθυπουργός, Χρίστιαν Μίτσκοσκι, δήλωναν προεκλογικά ότι δεν θα χρησιµοποιούν τον συνταγµατικό όρο «Βόρεια Μακεδονία». Συγκεκριµένα, στις 11 Απριλίου η κ. Σιλιάνοφσκα είπε ότι θεωρεί πως το θέµα µε τη Συµφωνία των Πρεσπών παραµένει «ανοιχτό». «Σεβόµενη την ξεκάθαρα εκπεφρασµένη βούληση των Μακεδόνων πολιτών τον Σεπτέµβριο του 1991 (σ.σ.: στο δηµοψήφισµα για την ανεξαρτησία της χώρας), καθώς και τον Σεπτέµβριο του 2018 (σ.σ.: στο δηµοψήφισµα για τη Συµφωνία των Πρεσπών), αλλά και ως πολίτης, στις δηµόσιες δηλώσεις µου δεν θα χρησιµοποιώ τον επιθετικό προσδιορισµό βόρεια», κατέληγε τότε. Κατά τη γνώµη της, οι «Πρέσπες» αποτελούν «παραβίαση της εθνικής νοµοθεσίας και σοβαρή παραβίαση των συλλογικών και ατοµικών ανθρώπινων δικαιωµάτων των πολιτών της χώρας». Πήγαν, άραγε, στράφι τόσα χρόνια µελέτης του Συνταγµατικού ∆ικαίου;