Μια τυχαία κλοπή σε περίπτερο στάθηκε η αφορµή για να διαλευκανθεί, έπειτα από 2,5 χρόνια ερευνών, η άγρια δολοφονία ενός νεαρού εργοστασιάρχη στην παραλιακή οδό Αθηνών-Σουνίου.

Η υπόθεση απασχόλησε για µεγάλο διάστηµα τον Τύπο της εποχής, αφού το 25χρονο θύµα βρέθηκε µέσα στο αυτοκίνητό του σε µια λίµνη αίµατος, στο κεφάλι του έφερε 16 χτυπήµατα, ενώ είχε βρεθεί και ένα περιοδικό «µε φωτογραφίες οµοφυλοφιλικών ερώτων», όπως ανέφερε η εφηµερίδα «Μακεδονία». Το θύµα, ο 25χρονος Μανώλης Γρηγορίου, διέθετε τρία εργοστάσια χαλιών, είχε σηµαντική οικονοµική άνεση, ενώ τον έβρισκε κάποιος συχνά σε χαρτοπαικτικές λέσχες του Κολωνακίου.

Ο ευκατάστατος νεαρός, που έµενε µόνος του σε µια γκαρσονιέρα στα Ιλίσια, βρέθηκε νεκρός ένα πρωινό του Νοεµβρίου του 1977 στο 36ο χιλιόµετρο της παραλιακής λεωφόρου Αθηνών-Σουνίου, σχεδόν δίπλα στην «τρύπα του Καραµανλή». Το άψυχο σώµα του βρέθηκε εντός του πολυτελούς αυτοκινήτου του και έφερε 16 χτυπήµατα από σιδερένιο όργανο. Τα κλειδιά δεν βρέθηκαν ποτέ, ενώ µέσα στο αµάξι εντοπίστηκαν πέντε κατσαβίδια, που αρχικά θεωρήθηκαν ύποπτα ως όργανα τα οποία χρησιµοποίησε ο δράστης για να δολοφονήσει. Οι εφηµερίδες ασχολήθηκαν για µεγάλο διάστηµα µε την υπόθεση, που ξεχάστηκε στη συνέχεια, αφού ο δράστης δεν είχε βρεθεί. Ολα άλλαξαν όταν 2,5 χρόνια αργότερα ένας τότε 21χρονος νεαρός συνελήφθη για την κλοπή ενός φαρµακείου. Η δακτυλοσκόπηση ήταν ένα αναπάντεχο δώρο για τους αστυνοµικούς, αφού τα δακτυλικά αποτυπώµατα του νεαρού ταυτοποιήθηκαν µε αυτά που είχαν εντοπιστεί στο αυτοκίνητο του εργοστασιάρχη.

Το κίνητρο

Ο δράστης δεν άργησε να οµολογήσει ότι σκότωσε τον Γρηγορίου, αποδίδοντας το κίνητρό του στις άσεµνες χειρονοµίες του θύµατος που του έθιξαν τον ανδρισµό. Οταν κλήθηκε να βοηθήσει την επόµενη ηµέρα στην αναπαράσταση του εγκλήµατος, επαναλάµβανε πως δεν θυµάται τίποτα, φωνάζοντας: «∆εν έκανα εγώ το έγκληµα. Είµαι ψυχοπαθές άτοµο. Πάσχω από ψυχασθένεια. ∆εν σκότωσα εγώ τον βιοµήχανο».

Οπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια από καταθέσεις άλλων µαρτύρων, ο 21χρονος υπήρξε συνοδός ανδρών έναντι αµοιβής, ενώ η συνάντησή του µε τον εργοστασιάρχη κανονίστηκε από έναν τοξικοµανή που είχε αναλάβει ρόλο µεσάζοντα για τον εργοστασιάρχη, προκειµένου να τον «προµηθεύει» µε νεαρά αγόρια. Η γνωριµία έγινε σε µια καφετέρια στο Παγκράτι, ενώ το δεύτερο ραντεβού µεταξύ δράστη και εργοστασιάρχη κανονίστηκε σε καφετέρια στο Κολωνάκι. Εκεί, σύµφωνα µε τον κατηγορούµενο, ο Γρηγορίου του πρότεινε να έχουν σεξουαλική επαφή και ο ίδιος απέρριψε την πρόταση, ζητώντας του να πάνε µια βόλτα στην παραλιακή για να ξεσκάσουν.

Περιγραφή

«Σε κάποια στιγµή σταµάτησε το αµάξι κι άρχισε να µου λέει πως θα µε βάλει σε δουλειά. Εκλεισε την ασφάλεια της δεξιάς πόρτας, έπιασε το αριστερό µου χέρι και το τράβηξε για να το βάλει επάνω του, ενώ µε το άλλο χέρι προσπαθούσε να µε αγκαλιάσει και να µε φιλήσει. Εγώ του είπα να περιµένει ένα λεπτό για να βγω έξω από το αυτοκίνητο για να ουρήσω. Πετάχτηκα έξω από το αυτοκίνητο, έβγαλα το περίστροφο που είχα στην τσέπη µου και πυροβόλησα δύο φορές το κεφάλι του. Εκείνος σπαρταρούσε και τα αίµατα πετάγονταν. Αντιλήφθηκα έναν ρόγχο και το σώµα του πήρε µια κλίση προς τα εµπρός. Πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα ότι µπορούσε να σηκωθεί και να µε πιάσει», είπε ο θύτης, που στη συνέχεια από τον πανικό του βρήκε µια ρακέτα και χτύπησε τον επιχειρηµατία που ξεψυχούσε στο κεφάλι. Οπως περιέγραψε, επέστρεψε περπατώντας στην Αθήνα πετώντας σε όλη τη διαδροµή κοµµάτια του µατωµένου του µπουφάν σε κάδους και υπονόµους, ενώ πέταξε το όπλο σε ερηµική τοποθεσία και έκανε οτοστόπ σε ένα ζευγάρι, το οποίο τον πήρε µε το αυτοκίνητό του µέχρι την περιοχή του Φιξ. «Οταν έφτασα στο σπίτι µου ενηµέρωσα τον άνθρωπο που µας είχε φέρει αρχικά σε επαφή και από εκείνο το σηµείο κι έπειτα εκείνος µου αποσπούσε χρήµατα, εκβιάζοντάς µε ότι θα µε καταδώσει την Αστυνοµία» ανέφερε, µε τον τοξικοµανή να προσπαθεί να τον αντικρούσει στη δική του κατάθεση.

Ψυχικά άρρωστος

«Ο δράστης ήταν σκληρός. Εφερε πάντοτε µαζί του περίστροφο. Μετά τη δολοφονία δεν µιλούσα γιατί φοβόµουν ότι θα µε σκότωνε. Προσπάθησα να αποπροσανατολίσω την ανάκριση επειδή φοβόµουν», κατέθεσε ο τοξικοµανής µεσάζοντας, που διώχθηκε για παρασιώπηση εγκλήµατος, ψευδορκία και παραπλάνηση των Αρχών. Ηταν 15 Μαρτίου 1981 όταν ο 21χρονος βρέθηκε απαγχονισµένος µέσα στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού. «Το παιδί µου είναι ψυχικά άρρωστο. Εδώ και χρόνια τον παρακολουθούν ψυχίατροι. Φανταστείτε ότι την ηµέρα της σύλληψής του δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ούτε εµένα», κατήγγειλε ο πατέρας του, µε τον αντεισαγγελέα Πειραιά να ασκεί ποινική δίωξη κατά του προϊσταµένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, του διευθυντή των φυλακών Κορυδαλλού και δύο ψυχιάτρων για τον θάνατο του νεαρού κρατουµένου. 

*Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή