1974, 7 ετών τότε, βρέθηκα από την Αθήνα στην Κύπρο, στη Λευκωσία, για να ζήσω με τη μητέρα μου και τον δεύτερο σύζυγό της, έναν υπέροχο άνθρωπο, που αγάπησε τον αδερφό μου κι εμένα σαν παιδιά του. Η Ιστορία, όμως, αποφάσισε διαφορετικά.

Ξημερώματα Σαββάτου της 20ής Ιουλίου 1974 έζησα την πρώτη τουρκική εισβολή στο νησί. Πενήντα ολόκληρα χρόνια φύλαγα στα συρτάρια μου ντοκουμέντα εκείνου του μαύρου Ιούλη του 1974, για να μην ξεχάσω τίποτα, ούτε μια στιγμή, από εκείνο το σκοτεινό καλοκαίρι. Τηλεγραφήματα από συγγενείς στην Ελλάδα, που αγωνιούσαν για την τύχη μας, και τις ανάλογες απαντήσεις από την πλευρά του πατριού μου, ο οποίος, λόγω της θέσης του στο Ραδιοφωνικό Ιδρυμα Κύπρου, είχε πιο εύκολη πρόσβαση στην επικοινωνία.

kypros_1


Χάρη σε εκείνον, και με τη βοήθεια προσώπων από την πατρίδα, κατάφερα με τη μητέρα μου και επέστρεψα στην αγκαλιά των συγγενών μου, λίγο πριν από τη δεύτερη τουρκική εισβολή.

Πενήντα χρόνια μετά, παραθέτω τη δική μου προσωπική μαρτυρία, μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού, όπως τη βίωσα και όπως τη θυμάμαι. Γιατί ακόμη ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.

 

Αντρες να κρέμονται από τον ουρανό, φωτιές να καίνε. Βόμβες πέφτανε γύρω μας, φωνές από παντού. Η μητέρα μου με τράβηξε από το χέρι και με έσφιξε πάνω της

*Διαβάστε ακόμα: Κύπρος, 20 Ιουλίου 1974: Μισός αιώνας από την τουρκική εισβολή


Λευκωσία, Σάββατο 20 Ιουλίου 1974: «Βόμβες πέφτανε γύρω μας, φωνές από παντού στη γειτονιά»


Λευκωσία, Σάββατο 20 Ιουλίου 1974. Η εισβολή… Το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα χαρούμενη, γιατί στο παιδικό μου μυαλουδάκι θα είχαμε χαρές και διασκέδαση. Η μητέρα μου θα γιόρταζε τα 27α γενέθλιά της. Παιδί κι εκείνη, παιδί κι εγώ… Πόσο απότομα μεγαλώσαμε και οι δύο εκείνο το ξημέρωμα της 20ής Ιουλίου 1974...

Η μητέρα μου με ξύπνησε με φωνή που έτρεμε από αγωνία. «Ξύπνα, παιδί μου, πρέπει να φύγουμε γρήγορα από το σπίτι, μεγάλο κακό συμβαίνει». Δεν καταλάβαινα τίποτα. Μα, και τι να καταλάβω; Επτά χρόνων παιδάκι ήμουν. Μόνο πετάχτηκα έντρομη από το κρεβάτι μου, ντύθηκα βιαστικά και περίμενα τη μητέρα μου και τον άντρα της.

kypros_3


Ο Κυριάκος, ο αγαπημένος μου πατριός, οικονομικός διευθυντής του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, τηλεφωνούσε στην Αστυνομία για να μάθει ποιος είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για να πάμε στο χωριό του, στη Φλάσου, μακριά από τη Λευκωσία. Ολοι μαζί κοιτούσαμε με τρόμο από το παράθυρο της κουζίνας άντρες να κρέμονται από τον ουρανό, φωτιές να καίνε. Βόμβες πέφτανε γύρω μας, φωνές από παντού στη γειτονιά.

Η μητέρα μου με τράβηξε από το χέρι και με έσφιξε πάνω της. «Γρήγορα κάτω από το τραπέζι», φώναξε ο Κυριάκος. «Οχι, ελάτε στην κάσα της πόρτας, θα είμαστε πιο ασφαλείς», απάντησε η μητέρα μου. Εκλαιγα τρομαγμένη, ένιωθα το κακό γύρω μας, έβλεπα τους μεγάλους με κόπο να κρατούν τα δάκρυά τους και με σπασμένη φωνή να δίνει κουράγιο ο ένας στον άλλον.

Επρεπε να φύγουμε μακριά. Εμείς οι τρεις και η οικογένεια του αδερφού του Κυριάκου, συνολικά εννέα άτομα. Μπήκαμε στα αυτοκίνητα και με φόβο ακολουθήσαμε τις οδηγίες της Αστυνομίας. Σιωπή επικρατούσε ανάμεσά μας. Πάγωσαν οι λέξεις, πάγωσαν οι σκέψεις. Φτάσαμε μετά φόβου μέχρι την Κακοπετριά, δεν φτάσαμε ποτέ στο χωριό. Αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στη Λευκωσία, γιατί ζητούσαν τον Κυριάκο στο ΡΙΚ. Ολοι μαζί φύγαμε, όλοι μαζί επιστρέψαμε. Οχι όμως στα σπίτια μας.

kypros_2


Ηταν επικίνδυνο. Πολλά γειτονικά σπίτια ήταν ήδη κατεστραμμένα από τις βόμβες που έπεφταν. Μας φιλοξένησε όλους μαζί ο τότε γενικός διευθυντής του ΡΙΚ, Ιωσήφ Χατζηιωσήφ. Μείναμε σπίτι του για κάποιες μέρες. Τα βράδια σκεπάζαμε τα παράθυρα ε κουβέρτες, για να µη φαίνεται φως. Μιλούσαµε όλοι σχεδόν ψιθυριστά. Οι µεγάλοι, σοβαροί, αγέλαστοι, έκαναν προσπάθεια να παραµένουν ψύχραιµοι. Ηµασταν, εξάλλου, και τέσσερα παιδιά ανάµεσά τους. Αλλά κι εµείς, τα παιδιά, µόνο παιδιά δεν ήµασταν πια. ∆εν µαλώναµε, δεν γκρινιάζαµε, δεν γελάγαµε. Μόνο αφουγκραζόµασταν ήχους και διαθέσεις. Πού και πού ξεχνιόµασταν για λίγο, για ελάχιστα λεπτά, και µετά, σαν µια ενοχή να µας βάραινε, το γέλιο πάγωνε στο στόµα µας.

kypros_4


Κάποια στιγµή φύγαµε από εκεί, ακόµη όλοι µαζί, και πήγαµε στο σπίτι που µας παραχώρησε η αδερφή του Κυριάκου στην περιοχή της Εγκωµής. Εκείνη και οι δύο κόρες της, µέσω Λιβάνου, επέστρεψαν στην Αµερική. Την ηµέρα τα πράγµατα ήταν πιο εύκολα. Εβγαιναν οι µεγάλοι, ξεθαρρεύαµε κι εµείς τα παιδιά. Πάντα το φως γλυκαίνει. Τα βράδια ήταν πιο δύσκολα. Αγχος για το αύριο, αγωνία για το µέλλον. Ο πατέρας µου στην Αθήνα, ο αδερφός µου, η γιαγιά, οι θείες αγωνιούσαν για την τύχη µας. Ολοι έψαχναν τρόπο να φύγουµε από την Κύπρο, όµως ήταν τόσο δύσκολο. Η µόνη µας επικοινωνία ήταν τα τηλεγραφήµατα. Σε λίγες λέξεις, σε δυο γραµµές, κρύβονταν ο φόβος, η ανασφάλεια, η αγωνία όλων. Παρασκευή 2 Αυγούστου 1974.

Στον Πειραιά µάς υποδέχθηκε πλήθος κόσµου. Ολοι κλαίγαµε και γελούσαµε ταυτόχρονα. Τα δύσκολα τα είχαµε αφήσει, µα δεν θα τα ξεχνούσαµε ποτέ

*Διαβάστε ακόμα: 50 χρόνια µετά την εισβολή στην Κύπρο, η "Απογευµατινή" θυµάται: Πρωτοσέλιδα εποχής από το Ιστορικό Αρχείο της θυµίζουν στους αναγνώστες τα γεγονότα και τις ώρες αγωνίας


Η επιστροφή…

Το πλοίο «Galaxy», γεµάτο γυναικόπαιδα, νεκρούς στρατιώτες και τραυµατίες, απέπλεε από το λιµάνι της Λεµεσού για τον Πειραιά. Ανάµεσα στους επιβάτες, η µητέρα µου κι εγώ. Με τη βοήθεια ανθρώπων από την Ελλάδα ταξιδέψαµε κι εµείς. Μόλις βγήκαµε από τα κυπριακά χωρικά ύδατα, µας ζητήθηκε από τους Τούρκους να κατεβάσουµε τη σηµαία. Ο καπετάνιος αρνήθηκε. Επενέβησαν τα Ηνωµένα Εθνη και το ταξίδι µας συνεχίστηκε µε λευκή σηµαία.

Υπεράριθµοι άνθρωποι στο καράβι, µα τόση σιωπή γύρω µας. Πρόσωπα βουβά, πονεµένα, άχρωµα. Λίγα λόγια, πολύς πόνος. Σε κάθε γωνιά, µια ιστορία, µια απώλεια, ένα δάκρυ, ένας λυγµός.

Στον Πειραιά µάς υποδέχθηκε πλήθος κόσµου. Ολοι κλαίγαµε και γελούσαµε ταυτόχρονα, τα δύσκολα τα είχαµε αφήσει, µα δεν θα τα ξεχνούσαµε ποτέ. Σήµερα, 50 χρόνια έπειτα από εκείνο το ξηµέρωµα, δεν έχω ξεχάσει τίποτα και κανέναν. Η δική µου Κύπρος είναι χαραγµένη στην καρδιά µου.

Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»