Τα µεγάλα αεροδρόµια είναι κατά κανόνα απρόσωποι χώροι. Είναι τα µέρη από τα οποία περνάνε χιλιάδες επιβάτες, είτε φτάνοντας σε µια χώρα είτε φεύγοντας από αυτή. Θα δεις ανθρώπους βιαστικούς, να τρέχουν για να προλάβουν µια πτήση ή να περπατάνε για να πάνε σε άλλο τέρµιναλ, όταν έχουν ανταπόκριση, ενίοτε θα δεις και ανθρώπους χαµένους στις σκέψεις τους. Εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ στις 25 Οκτωβρίου 2017 κανείς από τους χιλιάδες επιβάτες που κυκλοφορούσαν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» δεν έδωσε ιδιαίτερη σηµασία σε µια εντυπωσιακή γυναίκα, που βγήκε συνοδευόµενη από έναν σωµατοφύλακα από τον χώρο των αφίξεων. Η Ρούγια Ιγκνάτοβα, έκπτωτη πλέον «βασίλισσα του crypto», µετά τις αποκαλύψεις που έτρεχαν εκείνη την περίοδο για τον βίο και την πολιτεία της, επέλεξε να εξαφανιστεί πετώντας από τη Σόφια στην Ελλάδα µε µια πτήση της Ryanair και όχι κάποιο ιδιωτικό αεροσκάφος. Εχοντας καταχραστεί πάνω από 4 δισ. ευρώ από τους επενδυτές που πίστεψαν ότι το δικό της κρυπτονόµισµα, το OneCoin, θα εξαφάνιζε µεταξύ άλλων το Bitcoin -ήταν το αντίπαλον δέος- από την αγορά, ήταν πλέον µια φυγόδικη. Οι αµερικανικές και οι γερµανικές Αρχές είχαν αρχίσει να σφίγγουν τον κλοιό γύρω της, όµως η Ιγκνάτοβα δεν ήταν διατεθειµένη να πιαστεί, αλλά να εξαφανιστεί.

Το συγκεκριµένο θρίλερ µόλις άρχιζε και επτά χρόνια µετά κανείς δεν ξέρει πού κατέληξε η έκπτωτη, αλλά πάµπλουτη «βασίλισσα» του OneCoin, που κορόιδεψε εκατοµµύρια ανθρώπους.

Η Ρούγια Ιγκνάτοβα πέταξε για Θεσσαλονίκη

Oταν ο Βούλγαρος σωµατοφύλακας, που ήταν συνεχώς δίπλα της τους τελευταίους µήνες, την ενηµέρωσε ότι η δουλειά του είχε τελειώσει και ότι αυτός επέστρεφε στη Σόφια σύµφωνα µε τις εντολές που είχε -πιθανότατα από τη βουλγαρική µαφία, η Ιγκνάτοβα έπραξε το αυτονόητο: τηλεφώνησε αµέσως στον πιο στενό συνεργάτη της, τον Φρανκ Σνάιντερ, πρώην µυστικό πράκτορα της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών του Λουξεµβούργου.

Ηταν ο άνθρωπος που προσέλαβε και φρόντιζε για τις ασφαλείς επικοινωνίες της, την προσωπική της ασφάλεια, ενώ ήταν αυτός που ήξερε ανά πάσα στιγµή την κάθε κίνηση της φιλόδοξης Ρούγια. Της γυναίκας που έστησε µια τεράστια απάτη µε το δικό της κρυπτονόµισµα, εξαπατώντας 3 εκατοµµύρια επενδυτές, που της «ακούµπησαν» πάνω από 4 δισ. δολάρια. Ολοι τους πίστεψαν ότι θα γίνονταν πλούσιοι, παρά τα δυσοίωνα µηνύµατα που λάµβαναν για το OneCoin από ερευνητές ειδικευµένους στις απάτες των κρυπτονοµισµάτων.

Διαβάστε ακόμα: Ρούγια Ιγκνάτοβα: Το FBI επικήρυξε για 5 εκατ. δολάρια τη "βασίλισσα των κρυπτονομισμάτων" - Αγνοείται ή δολοφονήθηκε;

Οταν µίλησε για τις ανάγκες του ντοκιµαντέρ τεσσάρων επεισοδίων «Cryptoqueen: OneCoin scam», ο Σνάιντερ τελούσε σε κατ’ οίκον περιορισµό µε ηλεκτρονικό βραχιολάκι παρακολούθησης, κατηγορούµενος από τις αµερικανικές Αρχές για απάτη και ξέπλυµα «µαύρου» χρήµατος, ενώ περίµενε την απόφαση για το αν θα εκδοθεί στις ΗΠΑ. Οπως είπε στο τέταρτο επεισόδιο του ντοκιµαντέρ, η Ρούγια τον πήρε τηλέφωνο από την Αθήνα και του είπε ότι ο σωµατοφύλακας την εγκατέλειψε και είναι µόνη της στον ∆ιεθνή Αερολιµένα Αθηνών. Εκείνη τη στιγµή, η Ιγκνάτοβα αποφάσισε να πετάξει µε την επόµενη πτήση στη Θεσσαλονίκη και από εκεί να νοικιάσει αυτοκίνητο και να επιστρέψει στη Σόφια, για να αποφασίσει τις επόµενες κινήσεις της.

Ο Σνάιντερ την άκουσε για τελευταία φορά, αφού έπειτα από εκείνη την κλήση η Ρούγια δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά µαζί του και εξαφανίστηκε από προσώπου Γης. Το ίδιο έκανε και αυτός όταν οι γαλλικές Αρχές αποφάσισαν να τον εκδώσουν στην Αµερική για να δικαστεί, πετώντας το ηλεκτρονικό βραχιόλι. Εκτοτε αγνοούνται και τα δικά του ίχνη, αφού ως πρώην µυστικός πράκτορας ήξερε προς τα πού θα έφευγε και πού θα έβρισκε καταφύγιο, έχοντας πάρα πολλά λεφτά για να το κάνει.

Υπάρχει η εκδοχή ότι βουλγαρική μαφία αποφάσισε να βγάλει απο τη μέση τη βασίλισσα του crypto

Πάντως, εντοπίστηκαν, σύµφωνα µε το «Der Spiegel» και το Reporters.lu, συναλλαγές του, οι οποίες αφορούσαν αγοραπωλησίες ακινήτων το 2022 στο Ντουµπάι και το 2020 στο Μπαλί της Ινδονησίας. Ο ίδιος παραµένει ένα «φάντασµα» για τις Αρχές, έχοντας πιθανότατα καταφύγει σε κάποιον παράδεισο της Λατινικής Αµερικής, όπως είναι η Ουρουγουάη. Εκεί όπου οι διαδικασίες έκδοσης είναι κάτι σαν ανέκδοτο για όσους ξέρουν τη συγκεκριµένη χώρα, όπου καταφεύγουν πολλοί φυγόδικοι από την Ευρώπη και την Αµερική, για να ζήσουν συνήθως µε τα λεφτά των άλλων που έχουν καταχραστεί.

Ζει ή πέθανε η Ιγκνάτοβα;

Την απάντηση στο συγκεκριµένο ερώτηµα ή στο τι απέγινε τελικά η Ρούγια Ιγκνάτοβα ελάχιστα άτοµα φαίνεται να τη γνωρίζουν. Υπάρχει η εκδοχή ότι η βουλγαρική µαφία, της οποίας αρχηγός είναι Ελληνας µε το προσωνύµιο «Τάκης» και η οποία την προστάτευε ποικιλοτρόπως, για κάποιον λόγο αποφάσισε να βγάλει από τη µέση τη «βασίλισσα του crypto». Η δολοφονία της, αν τελικά συνέβη, σύµφωνα µε στοιχεία που συνέλεξε Ρουµάνος επιτελικός αξιωµατικός της Αστυνοµίας, ο οποίος δολοφονήθηκε επίσης, έλαβε χώρα πάνω σε µια θαλαµηγό. Το καράβι έπλεε ανοιχτά της Κέρκυρας, σύµφωνα µε τις έρευνες των Αρχών της Βουλγαρίας, όταν τη σκότωσε οµάδα εκτελεστών, που εν συνεχεία τεµάχισε το σώµα της και το έριξε στη θάλασσα του Ιονίου. Εάν, όµως, ζει, το κάνει σίγουρα µε νέο πρόσωπο σε µια µεγάλη χώρα, όπου κινείται άγνωστη µέσα σε αγνώστους, χωρίς να «φωνάζει» την οικονοµική της άνεση, πιθανολογούν ερευνητές τέτοιων υποθέσεων.

Η «νέα» Ρούγια θα µπορούσε, π.χ., να καταφύγει στο Ντουµπάι, όπου διαθέτει κύκλο υψηλών γνωριµιών και οι εκατοµµυριούχοι ή δισεκατοµµυριούχοι είναι πολλοί. Στα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα δεν ρωτάνε πολλά αυτούς που καταθέτουν τεράστια ποσά στις τράπεζές τους, ούτε απορούν αν µια γυναίκα ξοδεύει κάποια εκατοµµύρια τον χρόνο. Την ίδια στιγµή, το FBI δεν φαίνεται να υιοθετεί το σενάριο περί δολοφονίας της Ιγκνάτοβα, αφού δεν συνηθίζει να φιλοξενεί νεκρούς στη λίστα µε τα δέκα πιο καταζητούµενα πρόσωπα και τον περασµένο µήνα αύξησε κατακόρυφα την αµοιβή που δίνει.

Από τα 250.000 δολάρια, το ποσό εκτοξεύτηκε στα 5 εκατ. δολάρια για πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη της γυναίκας που έστησε τη µεγαλύτερη απάτη µε κρυπτονόµισµα και παραµένει άφαντη, έχοντας εξαφανίσει κάθε ίχνος της εδώ και σχεδόν επτά χρόνια. Το µόνο που µένει -και το πιο δύσκολο ίσως- είναι να τη βρουν.

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο ‘’Secret’’ της εφημερίδας «Παραπολιτικά»