Μπόμπ Σινκλάρ: Ο διεθνούς φήμης DJ έζησε στη Μύκονο το μεγαλύτερο φιάσκο της υπερφωταγωγημένης καριέρας του
Αποχώρησε από το κυκλαδίτικο "πριγκιπάτο" με κατάθλιψη
Η εμπειρία του στο κυκλαδίτικο νησί μετατράπηκε σε "εφιάλτη"
«Αll you need is Mykonos» (ό,τι χρειάζεσαι είναι η Μύκονος)· παραμένει το σλόγκαν του κυκλαδίτικου «πριγκιπάτου». Ομως, εκεί, ο 55χρονος πια, διεθνούς εκτοπίσματος για περισσότερα από 25 χρόνια dj, μουσικός παραγωγός, ιδιοκτήτης της δισκογραφικής Yellow Productions, Μπομπ Σινκλάρ, που ακόμα μία φορά στην υπερφωταγωγημένη καριέρα του επισκέφτηκε το νησί -και για το «παχυλό» μεροκάματο-, έζησε ένα δράμα. Και αποχώρησε με κατάθλιψη· για να ανακτήσει το κέφι του στις Κάννες και έπειτα στο Πόρτο Τσέρβο, όπου ανέβασε στην κονσόλα μέχρι την κόρη του. Ηταν ο αέρας της Μυκόνου, τα μελτέμια που φύσηξαν απότομα, το αβάσταχτο συναισθηματικό φορτίο που «κουβαλάς» με φόντο τους ανεμόμυλους, που «πάγωσαν» τον κόσμο; Ο,τι κι αν ισχύει, χαρακτήρισε την εμπειρία «εφιάλτη».
Στο «πριγκιπάτο» και του «φαίνεσθαι», ιδίως τον Αύγουστο, ο κοσμικός ορυμαγδός είναι δεδομένος. Οι αυθεντικοί κλάμπερ -οι σημερινοί 45άρηδες έως 60-62 ετών, που έζησαν το κλάμπινγκ στα φόρτε του από τα τέλη των 80s έως το 2012- μεγάλωσαν. Δεν είναι ότι δεν χορεύουν· χορεύουν σαν αγριοκάτσικα. Οχι ωστόσο όταν a priori γνωρίζουν πως τον Σινκλάρ, (και) με τη μουσική του οποίου μεγάλωσαν, θα τον απολαύσουν μαζί με ένα κοινό ανίδεο σχετικά με τα sets του, που για εκείνον είναι η ίδια του η ζωή.
Οι μεγαλύτεροι, πάλι, μες στην παράνοια της οχλαγωγίας με τα κινητά, που οι σχεδόν έφηβοι, wanna be κανονικοί κλάμπερ, είχαν επιστρατεύσει, παρέα και με TikTokers -γνωστούς ή… σχεδόν-, ορκίζονταν πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να το(ν) γλεντήσουν. Στο μαγαζί δεν χωρούσε ούτε μύγα, αλλά ο Σινκλάρ μεγάλωσε.
Το κοινό του, ομοίως. Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; Εν προκειμένω, όχι – επειδή ούτε η μουσική έχει ηλικία. Αλλά, οι κονεσέρ πλέον προτιμούν την cool Μύκονο, του Μαΐου· και του φθινόπωρου. Οι 20άρηδες, που σε ένα Σαββατοκύριακο στο νησί ξοδεύουν 3.000 ευρώ, ήταν οι μόνοι που γκαραντί θα έτρεχαν για το πολυδιαφημισμένο στη μπροσούρα, βράδυ: Με το κινητό στο χέρι, αποτυπώνοντας εξωραϊσμένα τα πάντα όλα, κυρίως τα πρόσωπά τους, στα social. «Γεννήθηκαν» όμως μέσα στα social· αυτή είναι η δική τους ζωή. Τι να τους πει, λοιπόν, ο dj;
Αλλά, και o Σινκλάρ, δεν ήξερε, δεν ρώταγε; Οχι. Eπειδή δεν βρέθηκε σε μυκονιάτικη κονσόλα πρώτη φορά: είχε ξαναπαίξει στο νησί το 2012, το 2016, το 2018 – τότε και με τον Dino MFU. Ωστόσο, «ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί», που λέει και το πανάρχαιο κομμάτι. Το ελληνικό. Αλλαξε η μόδα· και οι άνεμοι· και τον πήραν και τον σήκωσαν. Ετσι, καταρρακωμένος, έφυγε λέγοντας ότι «ήταν η χειρότερη εμπειρία που έχει ζήσει σε μαγαζί όπου παίζει μουσική. Σταμάτα να χρησιμοποιείς το κινητό σου στο κλαμπ», έγραψε σε βίντεό του στα social, προτάσσοντας το μανιφέστο του: «Διάολε, νιώθω τόσο μελαγχολικός, ζω έναν εφιάλτη, ήταν η χειρότερη εμφάνιση της καριέρας μου.
Μπαίνω στο κλαμπ, όμορφο μέρος, όμορφα κορίτσια. Σκέφτομαι ότι θα περάσω καλά! Επαιξα κλασικά, μουσική με λίγες γαλλικές πινελιές. Μετά, το προσπάθησα με εμπορική tech house, deep house... Αλλά, κανείς δεν χόρευε, όλοι ήταν με ένα κινητό στο χέρι και τραβούσαν βίντεο. Επαιξα τα hits μου, το “Love Generation”. Παρέμεναν ακίνητοι, “κοκαλωμένοι”, κρατώντας το κινητό τους, “νεκροί”. Με έπιασε κατάθλιψη. Οι djs ανεβάζουν βίντεο στα οποία φαίνεται πως κάνουν ζωάρα. Αλλά, η ζωή του dj δεν είναι πάντα έτσι».
Θαυμαστής του, τού υπέδειξε πως θα ήταν σοφότερο να είχε παίξει το «Fallen Angel» σε διασκευή Nίκου Οικονομόπουλου, επισημαίνοντας ότι «πάλι με τα κινητά θα ήταν, αλλά τουλάχιστον θα ούρλιαζαν». Αλλοδαπός fan του, που βρισκόταν εκεί, σχολίασε: «Σοκαρίστηκα από το πόσο άψυχοι ήταν οι νέοι στη Μύκονο – και ήταν μόνο πολύ νέοι στο κλαμπ».
Και ο pauvre o dj δεν έπαιξε καν το… «Frozen» της Μαντόνα σε νέο remix λ.χ., προκειμένου τουλάχιστον να συγκινήσει τους μεγαλύτερους – για να μπουν στο μαγαζί· και να... κουνηθούν! Ούτε είχε «συμπαραστάτη» στον πόνο του την παλιά του γνώριμη Βίκυ Καγιά, που έφηβη έπαιξε σε κλιπ του με την Αλεσάντρα Αμπρόσιο. Οh «Darling», όπως λεγόταν εκείνο το κομμάτι του, τι σου έμελλε μυκονιάτικα, αυγουστιάτικα… Μετά το φιάσκο, αμφιβάλλουμε ότι θα ξαναπατήσει το πόδι του στο αιγαιοπελαγίτικο κοσμικό «διαμάντι». Ισως την επόμενη φορά και εκείνος -όπως ο ομότεχνός του, διεθνούς φήμης dj, επίσης «υπερφωτισμένος» από κοσμικές στήλες, Ντέιβιντ Μοράλες, τον οποίο πρόσφατα χαρήκαμε στον Αλιμο- να προτιμήσει την Αθήνα.
Στο «πριγκιπάτο» και του «φαίνεσθαι», ιδίως τον Αύγουστο, ο κοσμικός ορυμαγδός είναι δεδομένος. Οι αυθεντικοί κλάμπερ -οι σημερινοί 45άρηδες έως 60-62 ετών, που έζησαν το κλάμπινγκ στα φόρτε του από τα τέλη των 80s έως το 2012- μεγάλωσαν. Δεν είναι ότι δεν χορεύουν· χορεύουν σαν αγριοκάτσικα. Οχι ωστόσο όταν a priori γνωρίζουν πως τον Σινκλάρ, (και) με τη μουσική του οποίου μεγάλωσαν, θα τον απολαύσουν μαζί με ένα κοινό ανίδεο σχετικά με τα sets του, που για εκείνον είναι η ίδια του η ζωή.
Ασχετοι και μυημένοι
Οι άσχετοι με τους μυημένους ποτέ δεν συνιστούσαν μεθυστικό κοκτέιλ που το γεύεσαι ως την τελευταία γουλιά, και την άλλη μέρα ξυπνάς περδίκι – επειδή όλα τα συστατικά είναι straight, καθαρά· και στη σωστή δοσολογία. Ετσι, οι γνώστες της πορείας του, στο πρόσφατο live του στο νησί, αποτέλεσαν συντριπτική μειονότητα. Πιτσιρικαρία που αγνοεί τη δημιουργική του τρέλα, πόσο ψαγμένος, ταλαντούχος είναι, προφανώς δεν θα χόρευαν στο τέμπο του. Αλλά, για να φανούν, έτρεξαν σαν σε αγέλη, μαζικά· έβαλαν «μαγικά» φίλτρα στις λήψεις και στα βίντεο που τράβηξαν και τα ανάρτησαν σε instastories ή post – δεν θα τα χαλάσουμε εκεί.Οι μεγαλύτεροι, πάλι, μες στην παράνοια της οχλαγωγίας με τα κινητά, που οι σχεδόν έφηβοι, wanna be κανονικοί κλάμπερ, είχαν επιστρατεύσει, παρέα και με TikTokers -γνωστούς ή… σχεδόν-, ορκίζονταν πως δεν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να το(ν) γλεντήσουν. Στο μαγαζί δεν χωρούσε ούτε μύγα, αλλά ο Σινκλάρ μεγάλωσε.
Το κοινό του, ομοίως. Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; Εν προκειμένω, όχι – επειδή ούτε η μουσική έχει ηλικία. Αλλά, οι κονεσέρ πλέον προτιμούν την cool Μύκονο, του Μαΐου· και του φθινόπωρου. Οι 20άρηδες, που σε ένα Σαββατοκύριακο στο νησί ξοδεύουν 3.000 ευρώ, ήταν οι μόνοι που γκαραντί θα έτρεχαν για το πολυδιαφημισμένο στη μπροσούρα, βράδυ: Με το κινητό στο χέρι, αποτυπώνοντας εξωραϊσμένα τα πάντα όλα, κυρίως τα πρόσωπά τους, στα social. «Γεννήθηκαν» όμως μέσα στα social· αυτή είναι η δική τους ζωή. Τι να τους πει, λοιπόν, ο dj;
Δεν ήξερε, δεν ρώταγε;
Αλλά, και o Σινκλάρ, δεν ήξερε, δεν ρώταγε; Οχι. Eπειδή δεν βρέθηκε σε μυκονιάτικη κονσόλα πρώτη φορά: είχε ξαναπαίξει στο νησί το 2012, το 2016, το 2018 – τότε και με τον Dino MFU. Ωστόσο, «ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί», που λέει και το πανάρχαιο κομμάτι. Το ελληνικό. Αλλαξε η μόδα· και οι άνεμοι· και τον πήραν και τον σήκωσαν. Ετσι, καταρρακωμένος, έφυγε λέγοντας ότι «ήταν η χειρότερη εμπειρία που έχει ζήσει σε μαγαζί όπου παίζει μουσική. Σταμάτα να χρησιμοποιείς το κινητό σου στο κλαμπ», έγραψε σε βίντεό του στα social, προτάσσοντας το μανιφέστο του: «Διάολε, νιώθω τόσο μελαγχολικός, ζω έναν εφιάλτη, ήταν η χειρότερη εμφάνιση της καριέρας μου. Μπαίνω στο κλαμπ, όμορφο μέρος, όμορφα κορίτσια. Σκέφτομαι ότι θα περάσω καλά! Επαιξα κλασικά, μουσική με λίγες γαλλικές πινελιές. Μετά, το προσπάθησα με εμπορική tech house, deep house... Αλλά, κανείς δεν χόρευε, όλοι ήταν με ένα κινητό στο χέρι και τραβούσαν βίντεο. Επαιξα τα hits μου, το “Love Generation”. Παρέμεναν ακίνητοι, “κοκαλωμένοι”, κρατώντας το κινητό τους, “νεκροί”. Με έπιασε κατάθλιψη. Οι djs ανεβάζουν βίντεο στα οποία φαίνεται πως κάνουν ζωάρα. Αλλά, η ζωή του dj δεν είναι πάντα έτσι».
Θαυμαστής του, τού υπέδειξε πως θα ήταν σοφότερο να είχε παίξει το «Fallen Angel» σε διασκευή Nίκου Οικονομόπουλου, επισημαίνοντας ότι «πάλι με τα κινητά θα ήταν, αλλά τουλάχιστον θα ούρλιαζαν». Αλλοδαπός fan του, που βρισκόταν εκεί, σχολίασε: «Σοκαρίστηκα από το πόσο άψυχοι ήταν οι νέοι στη Μύκονο – και ήταν μόνο πολύ νέοι στο κλαμπ».
Και ο pauvre o dj δεν έπαιξε καν το… «Frozen» της Μαντόνα σε νέο remix λ.χ., προκειμένου τουλάχιστον να συγκινήσει τους μεγαλύτερους – για να μπουν στο μαγαζί· και να... κουνηθούν! Ούτε είχε «συμπαραστάτη» στον πόνο του την παλιά του γνώριμη Βίκυ Καγιά, που έφηβη έπαιξε σε κλιπ του με την Αλεσάντρα Αμπρόσιο. Οh «Darling», όπως λεγόταν εκείνο το κομμάτι του, τι σου έμελλε μυκονιάτικα, αυγουστιάτικα… Μετά το φιάσκο, αμφιβάλλουμε ότι θα ξαναπατήσει το πόδι του στο αιγαιοπελαγίτικο κοσμικό «διαμάντι». Ισως την επόμενη φορά και εκείνος -όπως ο ομότεχνός του, διεθνούς φήμης dj, επίσης «υπερφωτισμένος» από κοσμικές στήλες, Ντέιβιντ Μοράλες, τον οποίο πρόσφατα χαρήκαμε στον Αλιμο- να προτιμήσει την Αθήνα.