50 χρόνια προσφοράς στην Ελλάδα: Σαν σήµερα το 1974, ο Εθνάρχης Κωνσταντίνος Καραµανλής ίδρυσε το κόµµα του ριζοσπαστικού φιλελευθερισµού, τη Νέα Δηµοκρατία - Μεγάλοι σταθµοί και προσωπικότητες
Η ιστορία των διευρύνσεων
Η Νέα ∆ηµοκρατία έχει κάνει πράξη τη διαχρονική ιδεολογία της του ριζοσπαστικού φιλελευθερισµού, συνδυάζοντας τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς µε εκείνους της ρυθµιστικής επέµβασης του κράτους
Τα πεντηκοστά γενέθλια της Νέας ∆ηµοκρατίας, δηλαδή ο µισός αιώνας από της ιδρύσεώς της από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, βρίσκουν το κόµµα στη διακυβέρνηση της χώρας και, συγχρόνως, την αντιπολίτευση αδύναµη, κατακερµατισµένη και µε προβληµατική απήχηση στη κοινωνία.
Σε µία εποχή που η πιεστική πραγµατικότητα από τα προβλήµατα των κοινωνιών και οι ζητούµενες πρακτικές λύσεις έχουν ισοπεδώσει τις ιδεολογίες, η Νέα ∆ηµοκρατία έχει κάνει πράξη τη διαχρονική ιδεολογία της του ριζοσπαστικού φιλελευθερισµού, συνδυάζοντας τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς µε εκείνους της ρυθµιστικής επέµβασης του κράτους.
*Διαβάστε ακόμα: Νέα Δημοκρατία: Πάρτι στο ιστορικό "σπίτι" της στη Ρηγίλλης - Ξυπνούν μνήμες μισού αιώνα έξω από την έδρα της γαλάζιας παράταξης
Έτσι, όταν ίδρυσε την ΕΡΕ, αναλαµβάνοντας την πρωθυπουργία, µετά τον θάνατο του στρατάρχη Παπάγου -του επικεφαλής του Εθνικού Συναγερµού-, έκανε το πρώτο άνοιγµα προς τον φιλελεύθερο κεντρώο χώρο. Και ενέταξε στην ΕΡΕ σπουδαίες κεντρώες προσωπικότητες που έµελλε να παίξουν σηµαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγµατα της χώρας. Προσωπικότητες όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, που στα χρόνια της Μεταπολίτευσης διετέλεσε και αρχηγός της Νέας ∆ηµοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, που διετέλεσε και Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας πριν από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, αλλά και ο Γρηγόριος Κασιµάτης.
Η ιστορία των διευρύνσεων της Νέας ∆ηµοκρατίας συνεχίστηκε και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Έτσι τον Μάιο του 1978 προσχώρησαν στη Νέα ∆ηµοκρατία -µετά από συνεννοήσεις που είχε κάνει ο ίδιος ο ιδρυτής του κόµµατος µε τους προσχωρήσαντες- δύο εµβληµατικές προσωπικότητες του Κέντρου: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος. Ο Καραµανλής όµως δεν σταµάτησε τη διεύρυνση του κόµµατος της Ν∆ στις δύο αυτές εµβληµατικές προσωπικότητες. Προσήλκυσε και άλλα γνωστά πρόσωπα του κεντρώου χώρου, όπως ο ∆ηµήτριος Παπασπύρου, που διετέλεσε και πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ο Γεώργιος Μπακατσέλος, ο Ιωάννης Τούµπας και ο Θεοχάρης Ρέντης.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που διαδέχτηκε τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ηγετικό στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου, ήταν το… Κέντρο από µόνος του. Έτσι, τα κεντρώα ανοίγµατα της Ν∆ υπό την ηγεσία του έγιναν µέσω της πολιτικής που εφάρµοσε ως πρωθυπουργός. Λίγα χρόνια µετά, επί αρχηγίας Αντώνη Σαµαρά, είχαµε διεύρυνση της Ν∆, αλλά αυτή τη φορά προς τα δεξιά. ∆ιεύρυνση που δεν τη φοβήθηκε ο τότε αρχηγός της Ν∆, αφού ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν θα µπορούσε να παρεξηγηθεί πολιτικά, έχοντας βενιζελικές καταβολές. Η διεύρυνση εκείνη έγινε τον χειµώνα του 2012 -µήνα Φεβρουάριο- και µάλιστα αποφασίστηκε µετά τη διαγραφή 21 νεοδηµοκρατών βουλευτών που είχαν καταψηφίσει το δεύτερο µνηµόνιο.
Αυτοί που προσχώρησαν στη Νέα ∆ηµοκρατία προέρχονταν από τον ΛΑΟΣ και ήταν ο Μάκης Βορίδης και ο Άδωνις Γεωργιάδης, από τους κορυφαίους λίγα χρόνια µετά υπουργούς στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τρεις µήνες αργότερα εντάχτηκε στη Νέα ∆ηµοκρατία και ο Θανάσης Πλεύρης. Υπέρµαχος των διευρύνσεων του κόµµατός του µε ικανά πρόσωπα, έστω και αν προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους, αποδείχτηκε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχίζοντας την παράδοση.
Τα πρώτα πρόσωπα που εντάχθηκαν στο κυβερνητικό σχήµα του Κυριάκου προέρχονταν από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Τα τρία αυτά πρόσωπα ήταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο Κυριάκος Πιερρακάκης, που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ επί αρχηγίας Ευάγγελου Βενιζέλου, και η σηµερινή υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη. Στους προερχόµενους από άλλον πολιτικό χώρο είναι και ο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Και η διεύρυνση του Κυριάκου Μητσοτάκη προχώρησε και πέρα από αυτά τα πρόσωπα. Λόγω της πληθώρας πολιτικών προσωπικοτήτων που είχαν ηγετικά προσόντα λοιπόν και επειδή η Νέα ∆ηµοκρατία υπήρξε πάντα κόµµα εξουσίας, ήταν φυσικό να εκδηλωθούν από τις προσωπικότητες αυτές τάσεις αρχηγικές, κατά καιρούς, που τροφοδότησαν τις ιστορικές δελφινοµαχίες του κόµµατος.
Οι διεκδικητικές αναταράξεις στην Νέα ∆ηµοκρατία άρχισαν, όταν µεταπήδησε στην Προεδρία της ∆ηµοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραµανλής και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Γιώργος Ράλλης. Πρώτος την αµφισβήτηση την έζησε ο Γιώργος Ράλλης από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, που είχε και αυτός διεκδικήσει την αρχηγία της Ν∆, αλλά έχασε -όπως θα λέγαµε- «στα σηµεία».
Η Νέα ∆ηµοκρατία έχασε τις εκλογές του 1981, και µάλιστα µε µεγάλη διαφορά ποσοστών, και ο Ράλλης αποφάσισε να παραιτηθεί. Τη θέση στην αρχηγία κατέλαβε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Αντίπαλος του Αβέρωφ, χωρίς όµως να τον υπονοµεύσει, ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Τον οποίον µάλιστα προτίµησε ο Αβέρωφ για νέο αρχηγό, όταν παραιτήθηκε από την αρχηγία για λόγους υγείας. Συνυποψήφιος του Μητσοτάκη ήταν και ο Κωστής Στεφανόπουλος, αλλά εξελέγη ο Ψηλός.
Στο διάστηµα της πρωθυπουργίας του, ο Μητσοτάκης αµφισβητείτο συνεχώς από τον Μιλτιάδη Έβερτ, µετέπειτα αρχηγό της Ν∆, που, όντας σκληρός δεξιός, δεν συµµεριζόταν την κεντρώα πολιτική του νέου αρχηγού. Ο Μητσοτάκης προσφεύγει σε πρόωρες εκλογές τον Οκτώβριο του 1993, η Ν∆ τις χάνει από το ΠΑΣΟΚ και ο Μητσοτάκης δροµολογεί τις διαδικασίες για τη διαδοχή του στην αρχηγία.
Εκλέγεται ο Έβερτ, έχοντας επικρατήσει του άλλου συνυποψηφίου του, Γιάννη Βαρβιτσιώτη. Μετά την εκλογική ήττα της Ν∆ το 1996 παραιτείται, ανακαλεί όµως την απόφασή του να µην είναι και πάλι υποψήφιος, υπερτερεί της κοινοβουλευτικής οµάδας του Γιώργου Σουφλιά στις εκλογικές διαδικασίες, αλλά οι ρωγµές στη Ν∆ είναι µεγάλες. Σε έκτακτο συνέδριο του 1997 και µε πρωτοβουλίες του Γιάννη Βαρβιτσιώτη και του Γιάννη Κεφαλογιάννη προωθείται η υποψηφιότητα του Κώστα Καραµανλή, ο οποίος και εκλέγεται στην ηγεσία του κόµµατος! Τον Κώστα Καραµανλή, όπως προαναφέρθηκε, δεν τον είχε αµφισβητήσει κανείς ως αρχηγό.
Μετά την εκλογική του ήττα από τον Γιώργο Παπανδρέου κινεί και αυτός τις διαδικασίες για την εκλογή νέου αρχηγού του κόµµατος. Εκλέγεται ο Αντώνης Σαµαράς, τον οποίον είχε επαναφέρει στη Ν∆ ως ευρωβουλευτή ο Κώστας Καραµανλής. Το 2012 ο Αντώνης Σαµαράς µετά από τις εκλογές που διενεργήθηκαν γίνεται πρωθυπουργός τρικοµµατικής κυβέρνησης, µε το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου και τη ∆ΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη. Οι συνθήκες της εποχής και ο φόβος για το ενδεχόµενο να έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και ο Αλέξης Τσίπρας δεν ευνοούν εσωκοµµατικές αµφισβητήσεις του Σαµαρά. Τον Σαµαρά διαδέχτηκε στην αρχηγία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πολιτική του οποίου έχουν ασκήσει τελευταίως κριτική οι πρώην Καραµανλής και Σαµαράς.
Όµως είναι παραδοσιακή η πολυφωνία σε ένα κόµµα αυθεντικά δηµοκρατικό. Και οι δύο διατυπώνουν πάγιες θέσεις τους, ιδίως στα ζητήµατα της εξωτερικής πολιτικής. Η δε πολιτική τους εµπειρία δεν τους επιτρέπει να υπονοµεύσουν, αν είχαν τέτοια πρόθεση, έναν αρχηγό που έχει πλειοψηφική αποδοχή στην κοινή γνώµη έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.
Σε µία εποχή που η πιεστική πραγµατικότητα από τα προβλήµατα των κοινωνιών και οι ζητούµενες πρακτικές λύσεις έχουν ισοπεδώσει τις ιδεολογίες, η Νέα ∆ηµοκρατία έχει κάνει πράξη τη διαχρονική ιδεολογία της του ριζοσπαστικού φιλελευθερισµού, συνδυάζοντας τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς µε εκείνους της ρυθµιστικής επέµβασης του κράτους.
*Διαβάστε ακόμα: Νέα Δημοκρατία: Πάρτι στο ιστορικό "σπίτι" της στη Ρηγίλλης - Ξυπνούν μνήμες μισού αιώνα έξω από την έδρα της γαλάζιας παράταξης
Νεα Δημοκρατία: Το πρώτο άνοιγµα προς τον φιλελεύθερο κεντρώο χώρο
Εκτός όµως από τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισµό, που ήταν µία πρωτοποριακή για την εποχή ιδεολογική προσέγγιση της πολιτικής, ο Κωνσταντίνος Καραµανλής είχε διαβλέψει την ανάγκη, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, να καλύψει το κόµµα του έναν ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό χώΕνορατικός πολιτικός, µε οξυµένη όσφρηση των πολιτικών συγκυριών και των διαθέσεων της κοινής γνώµης, είχε αποφασίσει από πολύ νωρίς να πορευθεί µε γνώµονα µία παράµετρο που λαµβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν στις εκλογικές αναµετρήσεις τα τελευταία 50 σχεδόν χρόνια. Και που δεν είναι άλλη από τη διαπίστωση ότι στην ανάδειξη των κυβερνήσεων συµβάλλει σηµαντικά η κατεύθυνση προς την οποία θα στραφεί µία µερίδα του εκλογικού σώµατος που αυτοπροσδιορίζεται ως ανήκουσα στον κεντρώο χώρο.Έτσι, όταν ίδρυσε την ΕΡΕ, αναλαµβάνοντας την πρωθυπουργία, µετά τον θάνατο του στρατάρχη Παπάγου -του επικεφαλής του Εθνικού Συναγερµού-, έκανε το πρώτο άνοιγµα προς τον φιλελεύθερο κεντρώο χώρο. Και ενέταξε στην ΕΡΕ σπουδαίες κεντρώες προσωπικότητες που έµελλε να παίξουν σηµαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγµατα της χώρας. Προσωπικότητες όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, που στα χρόνια της Μεταπολίτευσης διετέλεσε και αρχηγός της Νέας ∆ηµοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, που διετέλεσε και Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας πριν από τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, αλλά και ο Γρηγόριος Κασιµάτης.
Η ιστορία των διευρύνσεων της Νέας ∆ηµοκρατίας
Η ιστορία των διευρύνσεων της Νέας ∆ηµοκρατίας συνεχίστηκε και στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Έτσι τον Μάιο του 1978 προσχώρησαν στη Νέα ∆ηµοκρατία -µετά από συνεννοήσεις που είχε κάνει ο ίδιος ο ιδρυτής του κόµµατος µε τους προσχωρήσαντες- δύο εµβληµατικές προσωπικότητες του Κέντρου: ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος. Ο Καραµανλής όµως δεν σταµάτησε τη διεύρυνση του κόµµατος της Ν∆ στις δύο αυτές εµβληµατικές προσωπικότητες. Προσήλκυσε και άλλα γνωστά πρόσωπα του κεντρώου χώρου, όπως ο ∆ηµήτριος Παπασπύρου, που διετέλεσε και πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ο Γεώργιος Μπακατσέλος, ο Ιωάννης Τούµπας και ο Θεοχάρης Ρέντης.
Η εποχή Μητσοτάκη
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που διαδέχτηκε τον Ευάγγελο Αβέρωφ, ηγετικό στέλεχος της Ενώσεως Κέντρου, ήταν το… Κέντρο από µόνος του. Έτσι, τα κεντρώα ανοίγµατα της Ν∆ υπό την ηγεσία του έγιναν µέσω της πολιτικής που εφάρµοσε ως πρωθυπουργός. Λίγα χρόνια µετά, επί αρχηγίας Αντώνη Σαµαρά, είχαµε διεύρυνση της Ν∆, αλλά αυτή τη φορά προς τα δεξιά. ∆ιεύρυνση που δεν τη φοβήθηκε ο τότε αρχηγός της Ν∆, αφού ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν θα µπορούσε να παρεξηγηθεί πολιτικά, έχοντας βενιζελικές καταβολές. Η διεύρυνση εκείνη έγινε τον χειµώνα του 2012 -µήνα Φεβρουάριο- και µάλιστα αποφασίστηκε µετά τη διαγραφή 21 νεοδηµοκρατών βουλευτών που είχαν καταψηφίσει το δεύτερο µνηµόνιο.Αυτοί που προσχώρησαν στη Νέα ∆ηµοκρατία προέρχονταν από τον ΛΑΟΣ και ήταν ο Μάκης Βορίδης και ο Άδωνις Γεωργιάδης, από τους κορυφαίους λίγα χρόνια µετά υπουργούς στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τρεις µήνες αργότερα εντάχτηκε στη Νέα ∆ηµοκρατία και ο Θανάσης Πλεύρης. Υπέρµαχος των διευρύνσεων του κόµµατός του µε ικανά πρόσωπα, έστω και αν προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους, αποδείχτηκε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, συνεχίζοντας την παράδοση.
Τα πρώτα πρόσωπα που εντάχθηκαν στο κυβερνητικό σχήµα του Κυριάκου προέρχονταν από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ. Τα τρία αυτά πρόσωπα ήταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο Κυριάκος Πιερρακάκης, που προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ επί αρχηγίας Ευάγγελου Βενιζέλου, και η σηµερινή υπουργός Πολιτισµού, Λίνα Μενδώνη. Στους προερχόµενους από άλλον πολιτικό χώρο είναι και ο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού, υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Και η διεύρυνση του Κυριάκου Μητσοτάκη προχώρησε και πέρα από αυτά τα πρόσωπα. Λόγω της πληθώρας πολιτικών προσωπικοτήτων που είχαν ηγετικά προσόντα λοιπόν και επειδή η Νέα ∆ηµοκρατία υπήρξε πάντα κόµµα εξουσίας, ήταν φυσικό να εκδηλωθούν από τις προσωπικότητες αυτές τάσεις αρχηγικές, κατά καιρούς, που τροφοδότησαν τις ιστορικές δελφινοµαχίες του κόµµατος.
Μάχες για την αρχηγία
Οι διεκδικητικές αναταράξεις στην Νέα ∆ηµοκρατία άρχισαν, όταν µεταπήδησε στην Προεδρία της ∆ηµοκρατίας ο Κωνσταντίνος Καραµανλής και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Γιώργος Ράλλης. Πρώτος την αµφισβήτηση την έζησε ο Γιώργος Ράλλης από τον Ευάγγελο Αβέρωφ, που είχε και αυτός διεκδικήσει την αρχηγία της Ν∆, αλλά έχασε -όπως θα λέγαµε- «στα σηµεία».Η Νέα ∆ηµοκρατία έχασε τις εκλογές του 1981, και µάλιστα µε µεγάλη διαφορά ποσοστών, και ο Ράλλης αποφάσισε να παραιτηθεί. Τη θέση στην αρχηγία κατέλαβε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Αντίπαλος του Αβέρωφ, χωρίς όµως να τον υπονοµεύσει, ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Τον οποίον µάλιστα προτίµησε ο Αβέρωφ για νέο αρχηγό, όταν παραιτήθηκε από την αρχηγία για λόγους υγείας. Συνυποψήφιος του Μητσοτάκη ήταν και ο Κωστής Στεφανόπουλος, αλλά εξελέγη ο Ψηλός.
Στο διάστηµα της πρωθυπουργίας του, ο Μητσοτάκης αµφισβητείτο συνεχώς από τον Μιλτιάδη Έβερτ, µετέπειτα αρχηγό της Ν∆, που, όντας σκληρός δεξιός, δεν συµµεριζόταν την κεντρώα πολιτική του νέου αρχηγού. Ο Μητσοτάκης προσφεύγει σε πρόωρες εκλογές τον Οκτώβριο του 1993, η Ν∆ τις χάνει από το ΠΑΣΟΚ και ο Μητσοτάκης δροµολογεί τις διαδικασίες για τη διαδοχή του στην αρχηγία.
Εκλέγεται ο Έβερτ, έχοντας επικρατήσει του άλλου συνυποψηφίου του, Γιάννη Βαρβιτσιώτη. Μετά την εκλογική ήττα της Ν∆ το 1996 παραιτείται, ανακαλεί όµως την απόφασή του να µην είναι και πάλι υποψήφιος, υπερτερεί της κοινοβουλευτικής οµάδας του Γιώργου Σουφλιά στις εκλογικές διαδικασίες, αλλά οι ρωγµές στη Ν∆ είναι µεγάλες. Σε έκτακτο συνέδριο του 1997 και µε πρωτοβουλίες του Γιάννη Βαρβιτσιώτη και του Γιάννη Κεφαλογιάννη προωθείται η υποψηφιότητα του Κώστα Καραµανλή, ο οποίος και εκλέγεται στην ηγεσία του κόµµατος! Τον Κώστα Καραµανλή, όπως προαναφέρθηκε, δεν τον είχε αµφισβητήσει κανείς ως αρχηγό.
Μετά την εκλογική του ήττα από τον Γιώργο Παπανδρέου κινεί και αυτός τις διαδικασίες για την εκλογή νέου αρχηγού του κόµµατος. Εκλέγεται ο Αντώνης Σαµαράς, τον οποίον είχε επαναφέρει στη Ν∆ ως ευρωβουλευτή ο Κώστας Καραµανλής. Το 2012 ο Αντώνης Σαµαράς µετά από τις εκλογές που διενεργήθηκαν γίνεται πρωθυπουργός τρικοµµατικής κυβέρνησης, µε το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου και τη ∆ΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη. Οι συνθήκες της εποχής και ο φόβος για το ενδεχόµενο να έλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και ο Αλέξης Τσίπρας δεν ευνοούν εσωκοµµατικές αµφισβητήσεις του Σαµαρά. Τον Σαµαρά διαδέχτηκε στην αρχηγία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πολιτική του οποίου έχουν ασκήσει τελευταίως κριτική οι πρώην Καραµανλής και Σαµαράς.
Όµως είναι παραδοσιακή η πολυφωνία σε ένα κόµµα αυθεντικά δηµοκρατικό. Και οι δύο διατυπώνουν πάγιες θέσεις τους, ιδίως στα ζητήµατα της εξωτερικής πολιτικής. Η δε πολιτική τους εµπειρία δεν τους επιτρέπει να υπονοµεύσουν, αν είχαν τέτοια πρόθεση, έναν αρχηγό που έχει πλειοψηφική αποδοχή στην κοινή γνώµη έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.